Η Μάνα μου γεννήθηκε το 1945. Της δώσανε το όνομα «Νίκη» προς τιμήν της νίκης κατά του Άξονα και την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ακολούθησε ο εμφύλιος και το ’49 η Ελλάδα βγαίνει ματωμένη από τον εθνικό σπαραγμό.

Μετά και τη λήξη του εμφυλίου, ο πατέρας της και παππούς μου Γιάννης Πουνιόπουλος βρέθηκε πολιτικός πρόσφυγας στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση.

Το 1978 πεθαίνει στην Τασκένδη του σημερινού Ουζμπεσκιστάν. Ένα γράμμα έρχεται να αποκαλύψει στην οικογένεια της Μάνας μου στην Ελλάδα την ύπαρξη του ετεροθαλή αδερφού της, ο οποίος εκφράζει την έντονη επιθυμία του να επισκεφθεί τα αδέρφια του στα Σέρβια!

Ο μετεμφυλιακός διχασμός, ο φόβος για τον «άγνωστο Ρώσο», για τον «ξένο», αναγκάζει τον θείο μου να μην έρθει ποτέ στην Ελλάδα, να μην γνωρίσει ποτέ τους δικούς του ανθρώπους.

Ένα τεράστιο αναπάντητο «Γιατί» στοίχειωνε το τότε παιδικό μου μυαλό. Ένα «Γιατί» που ακόμη και σήμερα γυρνάει στη σκέψη μου δεχόμενος κάποιες χλιαρές ομολογουμένως αντιδράσεις για τον ερχομό των προσφύγων στον Δήμο μας.

Ένα «Γιατί» που εξακολουθεί και παραμένει ακατανόητο.