Συμμετέχοντας στον εορτασμό των 200 χρόνων από την ελληνική Επανάσταση του 1821, ας τιμήσουμε όλους τους Αγωνιστές που πρόσφεραν τον εαυτό τους για την ελευθερία της Πατρίδας και ιδιαίτερα τους Συμπατριώτες μας, ξεκινώντας από τον Ζήση Σωτηρίου

Ο Ζήσης Σωτηρίου είναι σημαντική προσωπικότητα του 19ου αι με δράση και φήμη. Γιος αρματολού των Σερβίων, του Καπετάν Σωτήρη, υπήρξε, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Νικόλαος Κοεμτζόπουλος στο Βιβλίο του, μεγάλος Πατριώτης, ο κορυφαίος από τους Εκλεκτούς, Ιδεολόγος, Οραματιστής και Αγωνιστής με τα όπλα, τη γραφίδα και το λόγο. Αγνός Έλληνας που δεν έπαυσε ποτέ να αγωνίζεται ο ίδιος και να νουθετεί τους Έλληνες για «Σύμπνοια και προπαρασκευή, για να πετύχουν μια μέρα να διώξουν τον τύραννο στην Κόκκινη Μηλιά» δηλ. στα βάθη της Ασίας, «με την Ελληνική Σημαία να κυματίζει στην Αγια-Σοφιά και πάνω στις κορυφές του Ολύμπου, όπως έλεγε, «εκεί όπου είχαν την κατοικία τους οι Θεοί των Αρχαίων ημών Προγόνων».
Γεννήθηκε στα Σέρβια στις αρχές του 1799, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και γνώρισε τη μαύρη σκλαβιά. Καταγόμενος από ευκατάστατη οικογένεια, «εκ των επισημοτέρων οικογενειών», από πολύ νέος φεύγοντας διωγμούς και πιέσεις των βαρβάρων Κονιάρων αναχώρησε στην Ουγγαρία, εγκαταστάθηκε στην Πέστη και επιδόθηκε στο εμπόριο. Έγινε «Πραμματευτής», απέκτησε μεγάλη περιουσία, που ξόδευε αφειδώς για Εθνικούς σκοπούς. Εκεί συνέχισε και την επιμόρφωσή του.

Ο Ζ. Σωτηρίου με την έναρξη της Επανάστασης του 1821, αφού έκαψε ομοίωμα Τούρκου στην κεντρική πλατεία της Πέστης, ακολουθούμενος από χιλιάδες Έλληνες και Ούγγρους, βγήκε από τις πύλες της Πόλης κατευθυνόμενος στη Μακεδονία.

Συνελήφθη και ρίφθηκε στις τουρκικές φυλακές απ’ όπου με χρήματα και πολλά μέσα κατάφερε να σωθεί. Αργότερα εκφράστηκε γι’ αυτό το γεγονός: «όλα αυτά τα υποφέραμε για την πίστη, για την αγάπη της Πατρίδος και για την ανεξαρτησία μας.» Διέφυγε στο Άγιο Όρος και στη Χαλκιδική, και πολέμησε κατ’ αρχάς στο πλευρό του Εμμανουήλ Παπά. Το 1822 πήρε μέρος στον αγώνα των Ναουσαίων και από κει αναχώρησε για τη Δυτική Μακεδονία. Στην Κοζάνη έπεσε στα χέρια των στρατιωτών του Μπαϊράμ πασά, κατόρθωσε να δραπετεύσει προς τα Πιέρια και τον Όλυμπο, όπου είδε για τελευταία φορά τους γονείς του και τα αδέλφια του. Μέχρι το 1827 έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στη Στερεά, στα νησιά και στην Πελοπόννησο, μαζί με άλλους Μακεδόνες.

Το 1829 αποφοίτησε από τη «Σχολή των Ευελπίδων» με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Τακτικού Στρατού και εξέδωσε με δικές του δαπάνες «έρωτι προς το Γένος» δύο βιβλία για να τα χρησιμοποιούν τα παιδιά στα σχολεία. Ως αξιωματικός υπηρέτησε την Πατρίδα αμισθί, διότι «Η Ελλάς είναι πτωχή», έλεγε. Έκαμνε μάλιστα και δωρεές, σύμφωνα με τις δυνατότητές του.

Ο Ζ. Σωτηρίου απευθύνει παραινέσεις προς όλους τους Έλληνες για ομόνοια «Ο Έλλην (εννοεί τον εαυτό του) απαιτεί να αφήσομε από σήμερα κατά μέρος κάθε δοξασία και κάθε πάθος, όπως έγινε κατά την ημέρα εκείνη της 25ης Μαρτίου του 1821, και μόνο ένα αίσθημα, το υπέρ της ευημερίας της Πατρίδος και το αίσθημα της ομόνοιας ας κυριεύσει τις ψυχές όλων μας.»

Ώ άφετε, τρισάθλιοι, τα στυγερά σας μίση.
Μ’ εν δάκρυ, μ’ ένα φίλημα συνενωθήτε πάλιν,
Κι εκεί που άρματα λαλούν καθείς μας ας ορμήσει
Ν’ ανοίξει νέας εποχής πανήγυριν μεγάλην
Ο Ζ. Σωτηρίου έγραψε ποιήματα για να προπαρασκευάσει εξόρμηση κατά των τυράννων:
Ώ γενναίοι Έλληνες φίλοι Πατρίδος,
Έως πότε βάσανα της τυραννίδος,
Έως πότε άθλιοι και υπό τον ζυγόν;
Της ελευθερίας μας ήλθεν η ώρα,
Σάλπιγξ του Άρεως μας κράζει τώρα
Δεύτε φιλελεύθεροι ορμάτε κατ’ εχθρών.
Δεύτε Έλληνες γενναίοι,
Δράμετε προθύμως νέοι

Κατά τον ρωσοτουρκικό, Κριμαϊκό πόλεμο (1853-56) ξεσηκώθηκαν οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί. Ο Ζήσης Σωτηρίου από τον Ιανουάριο του 1854 καταρτίζει Σώμα επιλέκτων εθελοντών, «των Αθανάτων», τους οποίους εξοπλίζει και συντηρεί καθ’ όλη την διάρκεια της επαναστάσεως με δικές του δαπάνες

Στις 10 Μαρτίου 1854 έδωσαν μαζί με τους άλλους Σωματάρχες όρκον. « Ορκιζόμεθα εις την Αγίαν (ομοούσιον) και Αδιαίρετον Τριάδα και εις το ιερόν όνομα της Πατρίδος ότι αναλαμβάνομε τα όπλα, για να ανακτήσουμε τα θρησκευτικά και πολιτικά των Ελλήνων δικαιώματα, κατά της τουρκικής τυραννίας, … Ορκιζόμεθα να υπερασπισθούμε τη σημαία μας μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματός μας…» Στις 21 Μαΐου 1854 ύψωσε στον Όλυμπο τη Σημαία της Ελευθερίας μαζί με τους άλλους Μακεδόνες Οπλαρχηγούς.

Ο Γεράσιμος Βώκος στο βιβλίο του «Κατοχή» του 1854 υπό των Άγγλων και Γάλλων γράφει: «Την άνοιξη του 1854 ο Ζήσης Σωτηρίου από τον Όλυμπο με τους άλλους Μακεδόνες και τριακοσίους ακόμη πολεμιστές έπεσαν με ακατάσχετη ορμή εναντίον των Τούρκων, που πολεμούσαν στην Καλαμπάκα και τους κύκλωσαν. Οι Τούρκοι αν και ήταν πολύ μεγάλη δύναμη –7000 πεζοί και 200 Ιππείς—υποχώρησαν εγκαταλείποντας στη μάχη πολλούς νεκρούς και τραυματίες.»

Ο «παππούς του Ολύμπου», συμπολίτης και συμπολεμιστής του Ζήση Σωτηρίου, έγραφε μετά τη λαμπρή αυτή νίκη στην Καλαμπάκα. «Καπετάνιε, ήλθατε στον Όλυμπο οι μόνοι Καπεταναίοι του Ολύμπου, το «Μακεδονικό Σώμα», και κάψατε τα τουρκικά χωριά Σάταβα και Μπαρλακάδες, και αιχμαλωτίσατε όλους τους Τούρκους συν γυναιξί και τέκνοις και μετά τη λαμπρή αυτή μάχη μόνον 70 τον αριθμόν επήγατε στην κωμόπολη Λιβάδι, όπου κάνατε τη μάχη με 1500 Τούρκους κατά τη θέση Σιάπκα. Μετά τη μάχη αυτή ήλθατε στον Όλυμπο και υψώσατε στις κορυφές του Ολύμπου τη μεγάλη Σημαία της Ελευθερίας του Ολύμπου, …»
Στις 7 Ιουνίου 1854 στη σύσκεψη στη Βροντού ο Πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, ζήτησε να παύσουν την επανάσταση, ειδάλλως Γαλλικός και Αγγλικός στρατός θα ερχόταν στον Όλυμπο να τους χτυπήσει. Τότε με θάρρος και παρρησία ο Ζήσης Σωτηρίου απάντησε: «Εξοχότατε, εάν έλθουν, εμείς θα υψώσουμε τας χείρας μας στον Ύψιστο, θα ανοίξουμε τα στήθη μας και θα τους πούμε: Φιλελεύθεροι Γάλλοι και Άγγλοι, κτυπάτε αθώα στήθη, φονεύσατε τους Έλληνες, διότι ζητούν και αυτοί να ζουν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, όπως ζήτε σεις οι Ευρωπαίοι…» και πρόσθεσε: «Εξοχότατε, νομίζω ότι σε κάθε άλλο μέρος της Ελλάδος μπορούν να έλθουν τα Συμμαχικά Στρατεύματα. Στον Όλυμπο όμως όχι.»

Όταν επέστρεφαν οι οπλαρχηγοί μετά τη σύσκεψη στον Όλυμπο, οι Τούρκοι πασάδες της περιοχής έστειλαν επιστολές στα τουρκικά στρατεύματα : «Μάθετε ότι αυτού απερνούν οι Καπεταναίοι του Ολύμπου και οι Μακεδόνες, αλλ’ εσείς κάμετε πως δεν γνωρίζετε ότι απερνούν και να μη τύχη να τους δώσετε την παραμικράν αφορμήν πολέμου, διότι εάν αυτοί ήσαν εντός της Καλαμπάκας την 6 Ιουνίου (1854) ημείς δεν εμβαίνομεν εις την Καλαμπάκαν.»

Όπως δε ο Ρήγας Φερραίος , έγραψε και ο Ζήσης Σωτηρίου τον Θούριό του
Καιρός να λάμψουν εις την γην τα ξίφη σας, ανδρείοι.
Με του Ολύμπου τα βουνά καιρός να μετρηθώμεν,
Και τας δασείας του οφρύς με θάμβος ενώ σείει,
Εις θρόνον από κόκκαλα τυράννων ν’ αναβώμεν.

Ο Ζήσης Σωτηρίου θυσίασε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, καθώς και τον βαθμό του Αξιωματικού για τη Γενική απελευθέρωση της πατρίδος του. «Έπραξα τούτο ευχαρίστως και χωρίς κάποιο σκοπό απαίτησης ή κάποιας αμοιβής …Βεβαιωθήτε ότι και περισσότερη περιουσία εάν είχα, θα την πρόσφερα όλη ολοκαύτωμα, μόνον για να δω τη γη της γεννήσεώς μου ελεύθερη…» γράφει σε επιστολή του προς τον «παππού του Ολύμπου».

Το 1880 σε ηλικία 82 ετών απεβίωσε ήσυχα με το παράπονο στα χείλη ότι δεν αξιώθηκε να δει ελεύθερη τη γη της γεννήσεώς του και την ελληνική Σημαία να κυματίζει πάνω στον Όλυμπο και στην Αγια-Σοφιά. Είχε αφήσει παραγγελία πάνω στον τάφο του να μπει η εξής επιγραφή: «Ενταύθα κείται Ζήσης Σωτηρίου. Ζων δεν ηξιώθη να ίδη την φιλτάτην του Πατρίδα ελευθερωμένην και εις τον Άδη θέλει ενεργήσει τα προς απελευθέρωσιν αυτής.»

Χρυσάνθη Καραγιαννίδου