Μικρή σαν ήταν,
μάθαινε όλα τα παραμύθια. Λάτρευε τη βροχή,
τη θάλασσα και
τ’ ανθισμένα βλέμματα.

Της άρεσε,
να λύνει αινίγματα,
να ζωγραφίζει χρώματα
και στα παλιά σκοτάδια να ρίχνει φως και ανεμώνες.

Ήξερε πάντα της,
παράθυρα ν’ ανοίγει
κλειστά, σε σπίτια ερημωμένα απ’την αγάπη.

Με ροζ κλωστές,
έμαθε να κεντά μεταξωτά, και να στολίζει σπιτικά
με καλημέρες.

Στόλισε τα μαλλιά με ρόδα και ξέπλυνε με δάκρυα και κόπο,
αιώνιες του φύλου διαψεύσεις.
Της είπαν να φοβάται τον καιρό, τα άγρια δάση και τον έρωτα.

Μα εκείνη,
πεισματάρα και αγέρωχη, βγήκε για βόλτα σ’ άφεγγεςγειτονιές,
λάμπρυνε Κυριακές,
φόρεσε επιθυμίες
και μάζεψε κοχύλια σε ακροθαλασσιές.

Μονάχα αυτά δεν έμαθε…
Πως να γλυτώνει απ’ τα σημάδια του κραγιόν, σε χείλη λυσσασμένα.
Πως να διακρίνει πίσω απ’ τα μαύρα τους γυαλιά,
τα μάτια που δεν κλαίνε.

Πως να αρνείται τα δώρα της καρδιάς, σε άκαρδες υπάρξεις.
Και πως, να μην αφήνει
ενοχές να της φορτώνουν.

Γι’ αυτό συχνά τη βλέπεις,
μόνη της να θρηνεί
το αεράκι της ζωής.

Άπειρη ερημία, γεμίζει
την ψυχή των γυναικών
που ζουν στο φόβο.