Ένα μαρτυρικό χωριό της Ελλάδας, που έκαψαν ολοσχερώς οι Γερμανοί το 1944, οι Πύργοι Κοζάνης, γίνεται ο καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνεται η ιστορία ενός 13χρονου αγοριού και ενός κοριτσιού που βλέπουν τα σπίτια τους να καίγονται. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν, παντρεύονται και αποκτούν τέσσερα παιδιά, ανάμεσα στα οποία κι ένα κοριτσάκι με οπτική αναπηρία. Όσο κι αν προσπαθούν, όσο κι αν τρέχουν από τον έναν γιατρό στον άλλο, η όραση του κοριτσιού δεν βελτιώνεται. Κι επειδή δεν θέλουν η οπτική αναπηρία να αποτελέσει εμπόδιο για τη μόρφωσή της την στέλνουν στη Σχολή Τυφλών και το κορίτσι καταφέρνει να τελειώσει το Παιδαγωγικό Τμήμα του ΑΠΘ και να γίνει εκπαιδεύτρια τυφλών, αλλά και βλεπόντων στο σύστημα γραφής και ανάγνωσης Braille (μπράιγ) στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως και Αποκαταστάσεως Τυφλών (ΚΕΑΤ) στη Θεσσαλονίκη, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε.

To κορίτσι αυτό είναι η Αικατερίνη Γκέρτζα, η οποία αποτύπωσε την ιστορία των γονιών της, αλλά και των μαρτυρικών Πύργων σε ένα βιβλίο για βλέποντες με τίτλο «Ξεχασμένα Πουλιά». Το βιβλίο θα παρουσιαστεί στις 15 Οκτωβρίου στις εγκαταστάσεις της Πρώην Σχολής Τυφλών (Βασιλίσσης Όλγας 32 αίθουσα «Πολύκαρπος Χατζηπαυλίδης», ώρα 11.30 πμ), στο πλαίσιο των δράσεων ΚΕΑΤ για την παγκόσμια ημέρα «Λευκού Μπαστουνιού».

«Είναι ένα βιβλίο σαν μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από την ιστορία των γονιών μου και του χωριού. Το 1982 υπήρχε στην τηλεόραση μια εκπομπή που λεγόταν “Η ΕΡΤ στη Βόρειο Ελλάδα” και είχε δείξει ένα ντοκιμαντέρ για τα μαρτυρικά χωριά και ήταν αφιερωμένο στο ολοκαύτωμα των Πύργων από τους Γερμανούς. Σε αυτό συμμετείχε και ο πατέρας μου, ο οποίος πέθανε το ΄84. Πέρσι, ένα τοπικό κανάλι της Θεσσαλονίκης το ξαναέδειξε αυτό το ντοκιμαντέρ. Και μόνο που “είδα” ξανά τον πατέρα μου, ήθελα να γράψω κάτι γι αυτόν. Ήθελα να κάνω ένα μνημόσυνο σε αυτούς που χάθηκαν και εμπνεύστηκα και το έγραψα. Έλεγε και η μαμά μου διάφορα πράγματα για το τότε και δεν ήθελα να τα χάσω, γιατί έχω κι ένα παιδί και θεωρώ ότι είναι κληρονομιά μας και ήθελα να του την αφήσω. Ήταν μια πρόκληση για μένα. Ήθελα να το κάνω γιατί ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να το κάνω, ήθελα να κάνω ένα δώρο στους γονείς μου και την προηγούμενη γενιά κατ΄ επέκταση. Έτσι το σκέφτηκα και το ξεκίνησα» λέει η Αικατερίνη Γκέρτζα μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Αναφερόμενη στις δυσκολίες που αντιμετώπισε έχοντας να γράψει ένα βιβλίο για βλέποντες τη στιγμή που η ίδια έχει οπτική αναπηρία λέει: «Αρχικά το έγραψα σε σύστημα Braille και στη συνέχεια με τη βοήθεια του γιου μου γράφτηκε στον υπολογιστή, ώστε να μπορούν να το διαβάσουν οι βλέποντες. Επειδή εγώ δεν μπορώ να διαβάσω βιβλία βλεπόντων, είχα πρόβλημα με τις περιγραφές και φοβόμουν μην ξεφύγω, επειδή δεν έβλεπα. Φοβόμουν μήπως υπερβάλω και γράψω κάτι χειρότερο από αυτό που πρέπει. Εκεί ήταν το μεγάλο μου πρόβλημα. Νομίζω ότι το έφερα σε μια ισορροπία, απ΄ ό,τι λένε τουλάχιστον. Έχω περιγραφές του τόπου, τα πάντα. Το καλό είναι ότι έχω λίγη όραση και βλέπω από κοντά. Η τυφλότητα έχει διαβαθμίσεις, είναι τελείως διαφορετικό να μην έχεις καθόλου όραση και τελείως διαφορετικό να έχεις έστω και λίγη. Αυτή τη λίγη τη χρησιμοποίησα κι έβαλα και τη φαντασία μου και το έγραψα».

Η κ. Γκέρτζα αναφέρει ότι σκοπεύει να γράψει και άλλο βιβλίο και μάλιστα έχει ήδη αρχίσει. «Θα γράψω ξανά, αλλά τέτοιο βιβλίο δεν πρόκειται να ξαναγράψω, γιατί όταν το τελείωσα ένιωθα ότι είχα αφυδατωθεί συναισθηματικά, ξοδεύτηκα πάρα πολύ για να το γράψω. Πιστεύω ότι αυτά τα βιβλία τα γράφεις μόνο μία φορά. Μυθιστόρημα, όμως, καθαρά μπορώ να γράψω. Θα γράψω. Έχω ξεκινήσει ήδη».

Τέλος, μιλώντας για το πώς είναι να ζει κανείς χωρίς όραση λέει: «Όλα είναι μια συνήθεια. Μαθαίνεις να ζεις με αυτό που έχεις και αναγκαστικά δουλεύουν οι υπόλοιπες αισθήσεις παραπάνω. Όχι ότι είμαστε χαρισματικοί έμεις που δεν βλέπουμε, αλλά είναι ο οργανισμός έτσι. Είναι η φύση. Ένα χέρι μπορείς να το σπάσεις και να κάνεις τη δουλειά σου με το άλλο. Έτσι γίνεται και με εμάς. Μαθαίνεις με αυτόν τον τρόπο βρίσκεις λύσεις. Απλώς με την ηλικία το μυαλό κουράζεται. Αυτή την αίσθηση έχω. Όταν είσαι πιο νέος, είναι πιο εύκολα τα πράγματα, νομίζω…».

ΑΠΕ – ΜΠΕ