Ομιλία του Προέδρου & Διευθύνοντος Συμβούλου της ΔΕΗ Α.Ε. κ. Εμμανουήλ Μ. Παναγιωτάκη στην εκδήλωση «60 χρόνια ορυχεία»,  Κοζάνη 3/12/2016

Κυρίες και κύριοι,

Είναι πολύ μεγάλη χαρά για μένα που βρίσκομαι σήμερα εδώ για να γιορτάσουμε μία ιστορική επέτειο τόσο για τη ΔΕΗ όσο και για ολόκληρη τη χώρα: τα 60 χρόνια λιγνιτικής δραστηριότητας στη Δυτική Μακεδονία.

Η ΔΕΗ βέβαια πρωτοστάτησε στην αξιοποίηση όλων των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πηγών, καθώς, με το πρώτο της μεγάλο έργο στο Αλιβέρι το 1951, άνοιξε τον δρόμο για την εκμετάλλευση και άλλων λιγνιτικών αποθεμάτων της χώρας με σύγχρονες μεθόδους. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1956, η ΛΙΠΤΟΛ ιδιοκτησίας του Μποδοσάκη Αθανασιάδη, ξεκινούσε την εξόρυξη στο Κύριο Πεδίο. Ωστόσο, ακόμη και η δεσπόζουσα αυτή επιχειρηματική φυσιογνωμία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις τεράστιες επενδυτικές απαιτήσεις των έργων. Σύντομα η ΔΕΗ ανέλαβε τα ηνία της ανάπτυξης των λιγνιτωρυχείων και της ηλεκτροπαραγωγής, αποκτώντας από το 1959 το 90% των μετοχών της ΛΙΠΤΟΛ και τελικά ενσωματώνοντάς την ολοκληρωτικά το 1975.

Ενώ, λοιπόν, μία ιδιωτική εταιρεία έκανε τα πρώτα βήματα της συστηματικής αξιοποίησης των μεγάλων επιφανειακών λιγνιτικών κοιτασμάτων της Πτολεμαΐδας, ήταν η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού εκείνη που εδραίωσε και ανέπτυξε αυτήν τη δραστηριότητα σε τέτοιο βαθμό ώστε η περιοχή –δικαίως– να χαρακτηριστεί ως «Ρουρ της Ελλάδος»!

Το Αλιβέρι, η Πτολεμαΐδα και αργότερα (από το 1969) η Μεγαλόπολη αποτέλεσαν τα κέντρα τα οποία τροφοδότησαν με το πολύτιμο εγχώριο ορυκτό καύσιμο τον εξηλεκτρισμό της χώρας και λειτούργησαν ως «ατμομηχανές» της μεταπολεμικής της ανάπτυξης. Ωστόσο, η Δυτική Μακεδονία διαθέτοντας τα ασύγκριτα μεγαλύτερα λιγνιτικά κοιτάσματα της χώρας πήρε το σκήπτρο της λιγνιτικής παραγωγής στα πρώτα βήματα με τον ΑΗΣ ΛΙΠΤΟΛ και στη συνέχεια, ως ΔΕΗ, με τον ΑΗΣ Πτολεμαΐδας και γοργά εξελίχθηκε σε ενεργειακή καρδιά της χώρας.

Οι κομβικές αυτές εξελίξεις στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 εδράζονταν στα αναπτυξιακά οράματα του επιστημονικού και τεχνικού κόσμου που άρχισαν να διατυπώνονται στον Μεσοπόλεμο και μέσα στην Κατοχή για τη μεταπολεμική οικονομική ανόρθωση. Βασικοί κατευθυντήριοι άξονες των οραμάτων αυτών ήταν η εκμετάλλευση των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πηγών και ο εξηλεκτρισμός, ως ακρογωνιαίοι λίθοι της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας.

Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 αποτέλεσε την αιτιολογική βάση της εθνικής στρατηγικής της οριστικής στροφής της χώρας μας στην πλήρη αξιοποίηση του λιγνίτη, που δικαιωματικά αναγορεύτηκε στο εθνικό μας καύσιμο. Έτσι η ΔΕΗ προχώρησε στα μεγάλα επενδυτικά έργα της κατασκευής των λιγνιτικών σταθμών Καρδιάς, Αμυνταίου, Αγ. Δημητρίου, Μελίτης I καθώς και Μεγαλόπολης IV, μοναδική εκτός Δυτ. Μακεδονίας. Και ακόμη της ανάπτυξης νέων λιγνιτωρυχείων, όπως το Ν. Πεδίο, το Αμύνταιο κλπ. Παράλληλα αναπτύχθηκε και η τεράστια συσσωρευμένη στη ΔΕΗ σχετική τεχνογνωσία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα λόγια ενός παλαιού Γεν. Δ/ντή: όταν κάναμε την Πτολεμαΐδα η διακήρυξη ήταν 4 σελίδες. Για την Καρδιά είχαμε 4 τόμους.

Αν όμως αυτά συνέβαιναν χθες, ποιο είναι το σύγχρονο αναπτυξιακό όραμα;

Σήμερα, η κλιματική αλλαγή, η τεχνολογική πρόοδος, οι κοινωνικοοικονομικές ανάγκες, οι γεωπολιτικές εξελίξεις αλλά και τα εθνικά και μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα προκαλούν ανατροπές πρωτόγνωρης έκτασης που συνεπάγονται σοβαρούς κινδύνους αλλά και ευκαιρίες.

Η Ελλάδα στρατηγικά θα στραφεί στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), εγχώριες και αυτές όπως ο λιγνίτης. Η χώρα μας είναι προνομιούχος λόγω της θέσης, του κλίματος και του υπεδάφους της, με μεγάλες δυνατότητες ηλιακής και αιολικής ενέργειας, αλλά και γεωθερμίας. Η ΔΕΗ μάλιστα σχεδιάζει να αναπτυχθεί ραγδαία στον τομέα των ΑΠΕ,κερδίζοντας το χαμένο έδαφος. Ωστόσο, οι ΑΠΕ δεν είναι ώριμες ακόμη ώστε να «πάρουν τη σκυτάλη» από τον λιγνίτη. Γι΄ αυτό η απόλυτη εναντίωση στο λιγνίτη στην ουσία εξυπηρετεί την παραγωγή από Φυσικό Αέριο. Με αυτό το δεδομένο ο λιγνίτης θα συνεχίσει στις επόμενες δεκαετίες να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, στην απεξάρτησή της από εισαγόμενα καύσιμα, στη βελτίωση του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών, καθώς και στην ανάπτυξη και απασχόληση της τοπικής κοινωνίας τόσο στη Δυτική Μακεδονία όσο και στην Κεντρική Πελοπόννησο. Η στρατηγική της χώρας μας πρέπει να είναι: πέρασμα από το ένα εγχώριο καύσιμο, το λιγνίτη, στο άλλο, τις ΑΠΕ, με ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από εισαγωγές.

Για τον λόγο αυτόν και με πρόταγμα το εθνικό και όχι το στενά εταιρικό της συμφέρον, η ΔΕΗ προχωρά στην περαιτέρω αναβάθμιση της λιγνιτικής παραγωγής, επενδύοντας τεράστια ποσά τόσο για τον εκσυγχρονισμό του στόλου των μονάδων της όσο και για μέτρα προστασίας και αποκατάστασης του περιβάλλοντος.
Την ίδια στιγμή η ΔΕΗ δίνει μάχες σε διεθνές επίπεδο, συνασπιζόμενη με άλλες χώρες, ώστε η ευρωπαϊκή στρατηγική για επενδύσεις σε νέες ενεργειακές δραστηριότητες να πραγματοποιηθεί με αποζημίωση των χωρών που θίγονται από αυτές. Ήδη καταγράφουμε τις πρώτες επιτυχίες σε αυτόν τον τομέα όπως πρόσφατα στη Eurelectric.

Και πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι με αυτόν τον τρόπο η Επιχείρηση αποκαθιστά λάθη και παραλείψεις του παρελθόντος.

Μέσα στα 60 αυτά χρόνια ο λιγνίτης δημιούργησε τις προϋποθέσεις προκειμένου η Δυτική Μακεδονία, έχοντας κατακτήσει ένα υψηλό τεχνολογικό και επιστημονικό επίπεδο, καθώς και σημαντικές υποδομές, να μετεξελιχθεί σε ένα οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο που θα ξεπεράσει τα τοπικά, ακόμη και τα εθνικά σύνορα.
Είναι λοιπόν δυνατή η ομαλή μετάβαση στη μεταλιγνιτική περίοδο μέσα από την εμπεριστατωμένη προετοιμασία σχεδίων για μια βιώσιμη και πολυδιάστατη ανάπτυξη της περιοχής. Συμβάλλοντας σε αυτές τις εξελίξεις, η ΔΕΗ αποδέχθηκε κατ’ αρχήν την πρόταση για την εγκατάστασή στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας του εργοστασίου παραγωγής «έξυπνων» μετρητών με τον κρατικό κινεζικό κολοσσό CMEC, με τον οποίο συνεργαζόμαστε για τη Μελίτη ΙΙ.

Βεβαίως όλα τα παραπάνω είναι συνυφασμένα με την πλήρη αποκατάσταση του περιβάλλοντος, αλλά και την πολιτιστική αναγέννηση και ανάπτυξη που θα εναρμονίζεται και θα υποστηρίζει ουσιαστικά τη νέα διαμορφούμενη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα.

Είναι γνωστό ότι η ΔΕΗ έχει επενδύσει στην περιοχή τεράστια ποσά, με προοπτική περαιτέρω σημαντικών επενδύσεων στην Εορδαία, στη Φλώρινα και στην Κοζάνη. Ήδη η κοινωνία της περιοχής έχει κάνει τη δική της αποτίμηση αυτών των επενδύσεων, καθώς και των χρημάτων, που εισέρρεαν, συρρέουν και θα εξακολουθήσουν για αρκετά ακόμη χρόνια να κατατίθενται στην περιοχή σας από τη δραστηριότητα της ΔΕΗ.

Πιστεύουμε ότι, παρά τα προβλήματα, ο απολογισμός είναι θετικός.

Ωστόσο είναι αναγκαίο, με τον πιο επιστημονικό και αντικειμενικό τρόπο να γίνει πλήρης ανάλυση αυτής της παρουσίας της επιχείρησή μας στην περιοχή, να εξαχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα, να αξιοποιηθεί η θετική εμπειρία, να αποφευχθεί η επανάληψη λαθών, να καλυφθούν οι όποιες ελλείψεις, και εν τέλει, να αξιοποιηθούν πλήρως όλες οι δυνατότητες.

Η Δυτική Μακεδονία πρέπει να αξιοποιήσει το λιγνίτη όχι μόνο μεσούσης της λιγνιτικής δραστηριότητας, αλλά και μετά την περάτωσή της, έχοντας κατακτήσει ένα υψηλό τεχνολογικό και επιστημονικό επίπεδο, υποδομές και επιχειρηματικές δομές, ικανά για την συγκρότηση βιώσιμης οικονομίας και ανάπτυξης. Να γίνει το οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής, που θα ξεπερνά τα σύνορα της χώρας μας.

Η ΔΕΗ, αναλαμβάνοντας τις δικές της ευθύνες, θα συνδράμει σταθερά σε αυτήν την κατεύθυνση. Λαμβάνοντας δε υπ’ όψη ότι η ΔΕΗ σε όλη της τη διαδρομή παράγει πολιτισμό και παιδεία για τους εργαζομένους της και ευρύτερα για την κοινωνία, ευθυγραμμιζόμενη με τις αρχές της εταιρικής και κοινωνικής ευθύνης, στοχεύει να συμβάλει στην ανάδειξη της πλούσιας παραγωγικής, τεχνολογικής και εργασιακής ιστορίας και του πολιτισμού της Δυτικής Μακεδονίας.

Απτή απόδειξη αυτής της στρατηγικής επιλογής συνιστά και η απόφαση της Επιχείρησης να προχωρήσει στην εκπόνηση μελέτης για τη δημιουργία «Πάρκου Λιγνιτικής/Βιομηχανικής Κληρονομιάς Πτολεμαΐδας», αφενός για τη διάσωση της πλούσιας κληρονομιάς της περιοχής και αφετέρου για την περαιτέρω πολύπλευρη ανάπτυξη της Δυτικής Μακεδονίας.

Εξετάζουμε ακόμη προτάσεις της Περιφέρειας για παραχώρηση πίστας για ανάπτυξη του μηχανοκίνητου αθλητισμού και θεσμοθέτηση ευρωπαϊκού συνεδριακού κέντρου ενέργειας.

Ακόμη προτάσεις έγκριτων φορέων και βουλευτών για στήριξη των ανέργων με αξιοποίηση αποκαταστημένων εδαφών, ενώ ωριμάζουν και δικά μας σχέδια για την ανάπτυξη της αθλητικής δραστηριότητας στην περιοχή, τα οποία θα ανακοινώσουμε εν καιρώ.

Αναγκαία προϋπόθεση, η οικοδόμηση στενών σχέσεων με όλους τους φορείς και τις οργανωμένες οντότητες της περιοχής. Υπάρχουν βήματα προόδου, αλλά χρειάζεται να αναζητήσουμε ακόμη περισσότερα για να συντονίσουμε τον κοινό μας βηματισμό.

Η ΔΕΗ είναι οι άνθρωποί της και οι εργαζόμενοι στα ορυχεία και τις μονάδες της ευρύτερης περιοχής έχουν αφήσει το δικό τους ανεξίτηλο αποτύπωμα σε αυτόν τον πολιτισμό, κυριολεκτικά «εξορύσσοντας» το φως.

Και αυτή η εξόρυξη για να δώσει το φως στην υπόλοιπη πατρίδα δεν γίνεται ούτε εύκολα, ούτε ανώδυνα και κάποτε ούτε αναίμακτα. Είναι γνωστό ότι οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό κατέχουν παγκοσμίως το θλιβερό προνόμιο της 3ης θέσης σε εργατικά ατυχήματα μετά τους ναυτεργάτες και τους οικοδόμους. Έτσι μόνο την τελευταία 25ετία χάσαμε στη δουλειά 64 συναδέλφους μας σε όλη τη ΔΕΗ, εκ των οποίων 18 στους σταθμούς και στα ορυχεία της Δυτικής Μακεδονίας. Σ΄αυτούς, όπως και σε όλους όσους έχασαν τη ζωή τους στην 60χρονη ιστορία στρέφουμε τη σκέψη μας με ευλάβεια αλλά και ευθύνη.

Τέλος, από μια τέτοια βραδιά δεν μπορεί να λείψει η αναφορά στους μεγαλειώδεις αγώνες των εργαζομένων της περιοχής, για περισσότερα δικαιώματα, καλύτερες συνθήκες δουλειάς, υπεράσπιση της ΔΕΗ. Αγώνες που παρήγαγαν ένα συγκεκριμένο υψηλό φρόνημα αλλά και ήθος και αποτελούν τη σπουδαιότερη παρακαταθήκη για το μέλλον, ειδικά σήμερα που η Επιχείρησή μας δοκιμάζεται ποικιλότροπα.

Eπιτρέψτε μου να αναφερθώ και σε μια προσωπική επέτειο: 40 χρόνων από την πρώτη μου επίσκεψη στην περιοχή όταν έκτακτος ακόμη υπάλληλος της ΔΕΗ ενημέρωσα περιδεής ως Γραμματέας του Συλλόγου Μηχανικών της ΔΕΗ τους μηχανικούς της περιοχής στην αίθουσα του ΑΗΣ Καρδιάς για τα προβλήματα του Κλάδου και της ΔΕΗ. Και βέβαια απ΄ αυτή τη συγκέντρωση πήρα πολύ περισσότερα από ότι έδωσα.

Κλείνω υπογραμμίζοντας ότι την επέτειο αυτή δεν την επικαλούμαστε απλώς ως υπόμνηση μιας παρελθούσας «εποποιίας», αλλά –κυρίως– ως παρακαταθήκη και παρότρυνση για το σήμερα. Ας αναστοχαστούμε αυτήν την εξηκονταετή πορεία: να εμπνευστούμε, να κοιτάξουμε μπροστά, να αναμετρηθούμε με τις προκλήσεις και τις απαιτήσεις του σήμερα• έτσι να μπορέσουμε να ατενίσουμε το μέλλον με αισιοδοξία, με τις δικές μας δημιουργικές δυνάμεις.