«Δεύτερη φορά» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Τάσου Κοκόγια, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκη το 2019. Πρόκειται για ένα καλαίσθητο βιβλίο, 278 σελίδων.

Ο τίτλος του βιβλίου «Δεύτερη φορά», εμπεριέχει εξ ορισμού του δύο αντίθετες έννοιες. Την αρνητική έκβαση μιας ανθρώπινης προσδοκίας, και, ταυτόχρονα, την ελπίδα ότι η τύχη θα συνωμοτήσει στο μέλλον με τη ζωή για μία νέα αρχή, ικανή να αναπληρώσει τις προηγούμενες απώλειες. Αυτή περίπου είναι και η πλοκή του μυθιστορήματος του Τάσου Κοκόγια.

Το μυθιστόρημά του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αισθηματικό, ηθογραφικό, ιστορικό, φιλοσοφικό και πολιτικό, αφού ξεκινά την πλοκή του πρωθύστερα με ένα πρόβλημα υγείας, συνεχίζει με μια αληθινή αλλά τραγική ιστορία αγάπης, και κατόπιν εστιάζει στις αλλαγές που επέρχονται στις ζωές των πρωταγωνιστών του, στην προσπάθειά τους να αφήσουν πίσω τους το παρελθόν, κάνοντας μία νέα αρχή.

Τα ηθογραφικά στοιχεία του μυθιστορήματος προκύπτουν από την ανάπτυξη των διαλόγων μεταξύ των πρωταγωνιστών του. Άλλες φορές ο λόγος τους ρέει κανονικά και άλλες φορές παρεμβάλλεται η ντοπιολαλιά, εντελώς αυθεντική και με φιλοσοφικό περιεχόμενο.

Ακόμα και δημόσια έγγραφα καταχωρίζονται αυτούσια μέσα στο μυθιστόρημα του Τάσου Κοκόγια. Η πρόθεση του συγγραφέα είναι να αναδειχθεί, έμμεσα, η νοοτροπία που ταλανίζει ακόμα την δημόσια διοίκηση της Ελλάδας και καθυστερεί τον εκσυγχρονισμό της.

Η πλοκή του μυθιστορήματος ξεκινά από το Δαφνερό Βοϊου Κοζάνης, το χωριό του συγγραφέα, και κατόπιν εκτείνεται στην Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και φτάνει ως την Αυστραλία. Οι ήρωές του -παρόντες και απόντες- συνυπάρχουν, αφού η μνήμη καταργεί τις αποστάσεις και καθιστά την συνομιλία ανάμεσα στον παρελθόν και το παρόν εφικτή και αδιάκοπη.

Οι συνέπειες του εμφύλιου πολέμου στις ζωές των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος, η συμφιλίωση που άργησε να επέλθει, η έλευση της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα και οι νοοτροπίες που καλλιεργήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκειά της, η εσωτερική μετανάστευση και η ξενιτιά, οι επιστροφές και οι θάνατοι, εναλλάσσονται στην πλοκή του μυθιστορήματος, ενώ η γλαφυρή γραφή του κ. Κοκόγια, δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του πριν φτάσει στην τελευταία σελίδα.

Ο γραπτός λόγος του Τάσου Κοκόγια, παρότι περιγράφει με εξαιρετική σαφήνεια το φυσικό περιβάλλον και τα γεγονότα, θα έλεγα ότι είναι δωρικός. Στο κείμενό του δεν υπάρχουν πλεονασμοί και υπερβολές, στην πλοκή του αναδεικνύονται τα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενώ, στο τέλος του, ενυπάρχει η κατανόηση, η συγχώρεση και η αγάπη.

Κλείνοντας το μυθιστόρημά του ο συγγραφέας θέτει ξεκάθαρα ένα ρητορικό ερώτημα. Χωρίς τα απρόβλεπτα γεγονότα οι ζωές μας θα είχαν το ίδιο ενδιαφέρον ή θα ήταν λιγότερο ελκυστικές;

Απάντηση, στο ερώτημα αυτό, θα μπορούσε να είναι μία φράση του Αντρέ Μπρετόν, που αγαπώ πολύ: «Ένας τρόπος υπάρχει να προβλέψουμε το μέλλον. Να στηριχθούμε στην παντοδυναμία της επιθυμίας.» Ακόμα κι έτσι, βεβαίως, δεν μπορούμε να πετύχουμε τα πάντα. Πιθανολογώ όμως, ότι θα πετύχουμε αυτά που περισσότερο επιθυμούμε. Άλλωστε και η προσωπική πορεία του συγγραφέα, θεωρώ ότι αποδεικνύει του λόγου το αληθές.

Πρέπει να επισημανθεί επίσης, σε όλους τους επίδοξους αναγνώστες, ότι το μυθιστόρημα του Τάσου Κοκόγια δεν αποτελεί αποκύημα της προσωπικής του φαντασίας, αλλά εστιάζει σε ατόφια κομμάτια της αληθινής ζωής κάποιων ανθρώπων, του τόπου καταγωγής του.

Και επειδή η αληθινή ζωή έχει περισσότερη φαντασία από μας, είμαι πεπεισμένη ότι η «Δεύτερη φορά», του Τάσου Κοκόγια, δεν θα ταξιδέψει τον επίδοξο αναγνώστη, νοερά, μόνο στο παρόν και το παρελθόν, αλλά θα του προσφέρει επιπρόσθετα και νέες γνώσεις για την ιστορία του τόπου μας και την ταυτότητα του λαού μας.

Κλείνοντας, συγχαίρω θερμά τον παλιό μου συμφοιτητή Τάσο Κοκόγια, για το εξαιρετικό του πόνημα, και εύχομαι όλα τα βιβλία του να είναι καλοτάξιδα!