Στέλιος Μήλιος: Τον Harisios Gkatzoflias τον έμαθα από την μικρή μου αδερφή. Μου μίλησε για έναν διαφορετικό καθηγητή μουσικής. Ο Χάρης, γέννημα θρέμμα Κοζανίτης, μου άνοιξε το στούντιο του και μου ξεδίπλωσε την μεγάλη και επιτυχημένη πορεία του. Αφηγείται τα παιδικά και φοιτητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και μας μιλάει για το πως εισήλθε η σύνθεση στην καριέρα του. Περιγράφει πως είναι να γράφεις μουσική για θέατρο και κινηματογράφο. Κατά την διάρκεια της συζήτησης με τον Χάρη είπαμε πολλά. Σήμερα, έχει αποφασίσει να επιστρέψει στην Κοζάνη με την οικογένεια του. Αγαπάει τον τόπο του και θέλει να προσφέρει, όπως μου αναφέρει. Χάρη, σε ευχαριστώ!

Σ.Μ.: Γεια σας. Θα μας πείτε το όνομά σας;

Χ.Γ.: Καλημέρα. Είμαι ο Χαρίσιος Γκατζόφλιας. Είμαι γέννημα θρέμμα Κοζανίτης. Είμαι καθηγητής μουσικής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Και τα τελευταία χρόνια, περίπου δέκα, είμαι και με μια ακόμα ιδιότητα, του συνθέτη.

Σ.Μ.:Σήμερα είναι 16 Δεκεμβρίου. Είμαι ο Στέλιος Μήλιος, ερευνητής στο Istorima από την Κοζάνη. Είμαι με τον κύριο Χάρη Γκατζόφλια και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Κύριε Γκατζόφλια, πώς ξεκίνησε όλη αυτή η αγάπη για τη μουσική;

Τα παιδικά και φοιτητικά χρόνια και η αγάπη για τη μουσική

Χ.Γ.: Βγήκε εντελώς αυθόρμητα. Δεν ανήκω σε μία οικογένεια αμιγώς που ασχολιόταν με τη μουσική. Παρ’ όλα αυτά όμως, και ο πατέρας μου και ο παππούς μου, και οι δύο οι παππούδες μου μάλλον –τον έναν δεν τον πρόλαβα δυστυχώς, πέθανε πριν γεννηθώ εγώ– είχαν όλοι εκπληκτική φωνή, συμμετείχαν σε χορωδίες. Ξέρετε, η Κοζάνη εδώ πέρα έχει ένα φοβερό feedback με τις χορωδίες του στιλ ότι υπάρχει τετράφωνη χορωδία ακόμα και σε εκκλησία, που είναι πολύ σπάνιο. Στην Ελλάδα συνέβη μόνο στα Επτάνησα, ας πούμε, ή στη Σύρο και τα λοιπά. Τέλος πάντων, συμμετείχαν σε τέτοια πράγματα, ήταν όλοι καλλίφωνοι χωρίς να ξέρουν όμως καθόλου μουσική. Δηλαδή ουσιαστικά ήταν αυτοδίδακτοι ή πρακτικοί όπως το λέμε στη μουσική ορολογία. Οπότε ίσως από εκεί κόλλησα κι εγώ κάποιο μικρόβιο και κάπως έτσι άρχισα να ασχολούμαι εντελώς σοβαρά.

Παρ’ όλα αυτά, συνέβη και κάτι άλλο στη ζωή μου που εγώ το θεωρώ πολύ καρμικό. Περίπου 7 με 8 χρονών είχα ένα ατύχημα, ας πούμε, ας υποθέσουμε σαν παιδί. Έπεσα εγώ πάνω σε ένα αυτοκίνητο το οποίο διερχόταν από το σπίτι της γιαγιάς μου κι εγώ σαν παιδί αφελέστατα βγήκα έξω και τα λοιπά. Και έπεσα εγώ πάνω του εν κινήσει. Τέλος πάντων, εντάξει, έκανα κάποια ράμματα, με περιποιήθηκαν στο νοσοκομείο. Και μου λένε οι γονείς μου: «Να σε πάρουμε ένα δώρο», να με καλοπιάσουνε. Εγώ, χωρίς να ξέρω το πώς και το γιατί, ζήτησα απλά ένα μικρό αρμόνιο. Το οποίο αυτό το μικρό αρμόνιο με συντρόφευε για ένα-δύο χρόνια και ό,τι άκουγα, είτε ήταν διαφήμιση, είτε ήταν κάποια μουσική, είτε κάτι έβαζαν οι γονείς μου στο σπίτι –δεν είχανε πικάπ, αλλά είχανε κασέτες, χρησιμοποιούσαν πάρα πολύ κασέτες–, καθόμουν και έπαιζα μαζί του. Δηλαδή όλοι έμεναν με ανοιχτό το στόμα πώς εγώ μέσα σε λίγα λεπτά βγάζω αυτό το κομμάτι που άκουγα. Εντάξει, προφανώς έχω ένα πάρα πολύ καλό μουσικό αυτί που λένε και αυτό με βοηθούσε και έκανε τη ζωή μου αργότερα πιο εύκολη μέσα στους χώρους της μουσικής, των ωδείων και τα λοιπά και τα λοιπά. Κάπως έτσι έγιναν.

Σ.Μ.: Καθώς μεγάλωνες με τι όργανο ασχολήθηκες;

Χ.Γ.: Ναι. Ξεκίνησα μετά, έτσι μετά από δύο, τρία χρόνια αφού συνέβη αυτό το ατύχημα, ή ζήτησα, ή μου είπαν από μόνοι τους να πάω σε ένα ωδείο. Πήγα γράφτηκα εδώ σε ένα ωδείο και δεν έφυγα ποτέ. Δηλαδή ξεκίνησα, ας υποθέσουμε, πάλι με το αρμόνιο και μετά μεταπήδησα στο πιάνο. Βέβαια, σαν οργανοπαίχτης δεν είμαι κάτι το ιδιαίτερο, δεν φημίζομαι για αυτό δηλαδή. Μπορώ παρά πολύ εύκολα να συνοδεύσω μπάντες και τα λοιπά, αλλά δεν έχω καριέρα οργανοπαίχτη και δεν φημίζομαι για αυτό. Περισσότερο με ενδιαφέρουν τα θεωρητικά και τα τελευταία χρόνια, όπως είπα ξανά, η σύνθεση.

Σ.Μ.: Τα φοιτητικά χρόνια;

Χ.Γ.: Τα φοιτητικά χρόνια. Θες να τα περάσουμε όλα τα προηγούμενα τα παιδικά; Εγώ μπορώ να σου πω πάρα πολλές ιστορίες.

Σ.Μ.: Εννοείται.

Χ.Γ.: Κοίτα. Σαν παιδί είχα πάρα πολύ εύκολα παιδικά χρόνια. Δηλαδή οι γονείς μου ήταν από τους ανθρώπους που νοιαζόταν πάρα πολύ για την οικογένειά τους. Και κάτι άλλο το οποίο με στιγματίζει πάρα πολύ πέρα από τη μουσική –θα ανοίξω μια παρένθεση εδώ– είναι η μυρωδιά του δέρματος. Ο πατέρας μου ασχολείται, έχει μικρό μαγαζάκι με δέρματα. Δεν τα φτιάχνει, δεν είναι δηλαδή αυτό που λέμε αυτός ο οποίος παίρνει ακατέργαστο το δέρμα και το φτιάχνει. Είναι αυτός ο οποίος το παίρνει έτοιμο και το μεταποιεί είτε σε ζώνες, είτε σε λουριά, είτε σε τσάντες και τα λοιπά. Οπότε εγώ γεννήθηκα μέσα εκεί, μεγάλωσα μέσα εκεί. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά, δηλαδή, να ασχολούμαι μόνο Σαββατοκύριακα ή διακοπές σαν βοηθός του πατέρα μου. Να μαθαίνω, δηλαδή, αυτή τη δουλειά ή κάποια μυστικά της τέλος πάντων. Και μετά με τη μουσική.

Και ένα τρίτο μεγάλο κεφάλαιο μέχρι τα 18 μου ήταν και οι πρόσκοποι. Έτσι εθελοντικά πηγαίναμε. Έχουμε περάσει απίστευτες καταστάσεις. Δεν μπορώ να ξεχάσω με τίποτα τις μέρες του σεισμού, τον σεισμό που έγινε. Και μετά πώς ήταν μια πόλη φάντασμα, άδεια, είχαν φύγει όλος ο κόσμος σε άλλες περιοχές ή στα χωριά τους και τα λοιπά και εμείς εδώ μέσα στην πόλη να είμαστε είκοσι, τριάντα παιδάκια μαζί και με τους μεγάλους μας τους αρχηγούς, να στήνουμε σε διάφορες γειτονιές σκηνές, βαριές σκηνές, στρατιωτικές που μας της έδινε ο στρατός. Δεν θα τα ξεχάσω αυτά. Δηλαδή ακόμα και μετά και η βράβευση, που μας βράβευσαν για την προσφορά μας εκείνες τις ημέρες με πανελλήνιο μετάλλιο όλους όσους συμμετείχαν σε αυτό. Όπως επίσης και ότι κατέληξα στα 18 μου να κλείσω αυτή την καριέρα ως πρόσκοπος έθνους. Μαζί με άλλους τρεις πολύ καλούς φίλους κατεβήκαμε στην Κρήτη, συμμετείχαμε σε αυτή τη φοβερή δράση. Καταφέραμε να γίνουμε πρόσκοποι έθνους. Και οι τέσσερεις σταματήσαμε την καριέρα μας εκεί, δεν πολυξανασχοληθήκαμε. Ίσως γιατί άλλαξαν τα πράγματα, εμείς φύγαμε όλοι, σπουδάσαμε, κάναμε. Πάντως για μένα αυτό το κεφάλαιο τελείωσε εκεί. Ήταν όμως πολύ όμορφο, με φοβερές εικόνες, με κατασκηνώσεις, με φοβερά πράγματα. Οπότε κάπως έτσι κλείνει όλη αυτή η παιδική ηλικία, νομίζω, ανέμελα. Δηλαδή πραγματικά αν έβαζα μία λέξη που μάλλον λείπει τώρα από τα παιδιά, θα έβαζα σίγουρα τη λέξη «ανέμελα». Δηλαδή ήταν πραγματικά ανέμελα, περνούσαμε πάρα πολύ ωραία. Εντάξει, δεν είχαμε αυτό που λένε φτωχικά και τα λοιπά. Όχι. Σαφώς ήμασταν στα πολύ καλά χρόνια της Μεταπολίτευσης και τα λοιπά. Οπότε, νομίζω, θα έβαζα «ανέμελα» με πολύ ωραίες εικόνες. Αναπολώντας μου έρχονται οι πολλοί τρύγοι που συμμετείχα στο αμπέλι του πατέρα μου. Πατούσαμε τα σταφύλια, φτιάχναμε τα τσίπουρα, ξέρεις, να μαζέψουμε τα ξύλα, αυτά, να τα πάμε. Δηλαδή φοβερές εικόνες. Τώρα σκέψου με παλιούς Κοζανίτες να κάθονται γύρω γύρω από το καζάνι, να λένε, να λένε κι εγώ σαν μικρό παιδάκι, 7-8 χρονών, απλά να κάθομαι και να τους χαζεύω και να βλέπω το τσίπουρο να ρέει. Όλες αυτές οι εικόνες δεν μου φεύγουνε με το μυαλό και είμαι πολύ χαρούμενος και ευτυχισμένος που τις έζησα σαν παιδί.

Τώρα, αν πάμε στα φοιτητικά χρόνια, ήμουνα αποφασισμένος από την ηλικία των 15, δηλαδή έπιασα τους γονείς μου… Δεν ήμουνα ποτέ άριστος μαθητής, ήμουνα πάντα μαθητής του 16-17. Μέχρι εκεί με ενδιέφερε, το είχα βάλει ταβάνι μόνος μου στον εαυτό μου. Δεν ξέρω γιατί. Θυμάμαι είχα πιάσει τους γονείς μου κάπου στα 15 και τους λέω: «Εγώ θα γίνω μουσικός». Μου λένε: «Τι εννοείς, παιδί μου; Βοήθησέ μας. Σε βλέπουμε όντως συνεχίζεις τις σπουδές σου, αυτά, πηγαίνεις». Λέω: «Ναι, ναι, όλα τα έχω τακτοποιημένα. Ξέρω ότι μέχρι τότε θα είμαι σε αυτό το ωδείο, μετά θα πάω θα σπουδάσω Θεσσαλονίκη, θα περάσω στο πανεπιστήμιο». Και με κοιτούσαν οι άνθρωποι έτσι, ας πούμε. Και μου λένε: «Ό,τι αποφάσεις, εμείς, εννοείται, σε στηρίζουμε. Αλλά να είναι καλό αυτό που θα κάνεις. Σκέψου ότι να υπάρχει μία…». Αυτό τους ένοιαζε. Να υπάρχει μία αποκατάσταση επαγγελματική, κάτι. Λέω: «Μην στεναχωριέστε. Όλα θα είναι τακτοποιημένα. Αυτό θα κάνω». Και απλά μετά με άφησαν να κάνω μόνος μου αυτόν τον προγραμματισμό που έκανα. Εννοείται με απίστευτη οικονομική βοήθεια και τους υπερευχαριστώ για αυτό. Δεν το συζητάμε. Με στήριξαν σε όλα. Και απλά με άφησαν να κάνω αυτό που είχα σχεδιάσει. Και το είχα σχεδιάσει από 15 χρονών. Ήξερα ότι θα περάσω στη Θεσσαλονίκη στη τάδε σχολή, πρέπει να δώσω αυτά τα μαθήματα, να διαβάσω αυτό, αυτό. Και αυτό έκανα εντελώς προγραμματισμένα.

Πάντα όμως, ενώ το είχα αποφασίσει –αυτό είναι παράξενο–, πάντα όμως ήξερα ότι δεν… Πώς να σου πω; Βαριόμουνα; Ήθελα αυτό, δηλαδή να είμαι εκεί στο 16, 17. «Αφού μου φτάνει, ξέρω, περνάω», έλεγα, «μια χαρά, οκ». Η μουσική, όντως έδινα τον καλύτερό μου εαυτό παρά στα υπόλοιπα μαθήματα. Ήταν δέσμες τότε. Την πρώτη χρονιά δεν καταφέρνω να περάσω λόγω των μουσικών. Είχα μπλέξει σε μικροσυγκρότημα εδώ στην Κοζάνη, αυτά. Δηλαδή άρχισα ήδη να παίζω και μου αποσπούσαν την προσοχή. Ήμουνα και ερωτευμένος έφηβος βέβαια. Όλα αυτά μου αποσπούσαν λίγο την προσοχή. Και λόγω των μουσικών, δηλαδή μια αποτυχία στα μουσικά, δεν κατάφερα να μπω στο πανεπιστήμιο και πέρασα ΤΕΙ Λογιστικής στην Πάτρα. Αδιάφορο μου ήταν, δεν πήγα καν να γραφτώ. Μετά λέω: «Τελείωσε. Εδώ τώρα σοβαρεύεσαι ακόμα παραπάνω και θα κάνεις αυτό που πραγματικά θέλεις και πιστεύεις ότι είναι για σένα». Και μένω άλλη μία χρονιά στην Κοζάνη ενώ είχαν φύγει σχεδόν όλοι μου οι φίλοι. Άλλος στην Αγγλία, άλλος στη Θεσσαλονίκη και τα λοιπά. Και μένω εδώ πέρα. Είχα μια φοβερή δασκάλα και πάντα τη μνημονεύω και την αναφέρω σε οποιαδήποτε στιγμή μού δοθεί η ευκαιρία. Ήταν η Ελευθερία η Στεργίου, είναι η Ελευθερία Στεργίου, ζει ακόμα. Και συναντιόμαστε και χαίρεται πάρα πολύ που της λέω τα νέα μου. Με βοήθησε πάρα πολύ, μου έδειξε πάρα πολύ σημαντικά πράγματα στη μουσική. Και έναν χρόνο μαζί της στοχευμένα με προετοίμασε για αυτό που απέτυχα την πρώτη χρονιά. Και μπήκα με πάρα πολύ καλή σειρά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, στη Μουσικών Σπουδών. Και εκεί ξεκινάει ένα άλλο ταξίδι. Θεσσαλονίκη τώρα, ξέρεις, λίγο πιο μεγάλη πόλη, όλα πιο φωτεινά, πιο μεγάλα, πιο σπουδαία σε σχέση με την Κοζάνη. Κάτι εντελώς καινούριο. Αλλά χωρίς να αφήνω πίσω μου, δηλαδή πάντα είχα την επαφή μου με την Κοζάνη και με τους γονείς και τα λοιπά. Άλλωστε δεν είναι και πολύ μακριά. Και αρχίζει και ξεκινάει το ταξίδι των φοιτητικών χρόνων.

Σ.Μ.: Από εκεί τι σου έχει μείνει;

Χ.Γ.: Από εκεί; Εκεί κι αν μου έχει μείνει. Κοίτα, τώρα από τη στιγμή που πηγαίνω από το 2000 Θεσσαλονίκη, μένω για είκοσι δύο χρόνια. Και είναι η μισή μου ζωή, είναι η μισή μου ζωή. Δηλαδή η μισή μου ζωή είναι στην Κοζάνη, η μισή μου ζωή είναι στη Θεσσαλονίκη και έναν χρόνο –θα το πούμε αργότερα– φανταστικό, υπέροχο στη Ρόδο. Εκεί τώρα ξεκινάνε άλλες καταστάσεις, ξεκινάνε καταστάσεις που έχουν να κάνουν με, ας πούμε, φοιτητικές-επαγγελματικές χορωδίες. Έτσι, δηλαδή, ανοίγονται τεράστιοι ορίζοντες μπροστά μου. Φεύγω από μια επαρχιακή πόλη που έχει μία πολύ καλή μουσική παράδοση. Δηλαδή και στο Δημοτικό Ωδείο που ήμουνα και τα λοιπά ήταν ήδη από τότε πολύ ανεβασμένο. Αλλά, εντάξει, εδώ μιλάμε τώρα για άλλες καταστάσεις. Παίζω στην ορχήστρα του πανεπιστημίου. Εκεί έπαιζα ως κρουστός. Δηλαδή παράλληλα με το πιάνο που έκανα εδώ, έκανα και κρουστά για αρκετά χρόνια και κατάφερα να μπω στην ορχήστρα του Πανεπιστημίου, να παίξω σε κάποιες παραστάσεις.

Αλλά οι πολλές παραστάσεις και οι πολλές εικόνες και η εμπειρία που πήρα, ας πούμε, ήταν από τη χορωδία Γιάννης Μάντακας. Είναι του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου η χορωδία αυτή με μαέστρο τον Πέτρο τον Μπεκιαρίδη και τον είχα και καθηγητή στο πτυχίο της φούγκας. Εκεί ταξίδια στο εξωτερικό, σπουδαία έργα, έργα από Έλληνες συνθέτες, είτε από τον Μίκη Θεοδωράκη, είτε από τον Γιάννη Χρήστου, είτε από πάρα πολλούς συνθέτες. Μέχρι και στο εξωτερικό που τραγουδήσαμε, Βέλγιο και Ολλανδία, Ιγκόρ Στραβίνσκι. Φοβερές καταστάσεις και εικόνες, φοβερές εμπειρίες μουσικές. Το να γνωρίζεις ανθρώπους από άλλες χώρες με γνώμονα τη μουσική, είναι κάτι που ανοίγει πάρα πολύ τους ορίζοντες σε έναν μουσικό. Έχουμε μια κοινή γλώσσα, τη μουσική, αλλά οι παραστάσεις του κάθε ανθρώπου είναι πολύ σημαντικές να τις βλέπεις. Και όχι μόνο να τις βλέπεις, αλλά και να τις βιώνεις. Οπότε η χορωδία, η συγκεκριμένη χορωδία μού έδωσε πάρα πολύ υλικό και μεγάλη δύναμη στην εξέλιξή μου.

Τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο, άλλα μας φαινόταν εύκολο, άλλα μας φαινότανε ανούσια, άλλα μας φαινότανε πολύ σημαντικά. Πάντα έτσι είναι ένας προγραμματισμός σε ένα πανεπιστήμιο. Άλλο περιμένεις, άλλο σου έρχεται. Ίσως το γνωρίζεις κι εσύ αυτό ή οποιοσδήποτε άλλος μάς ακούει που έχει περάσει από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Είχε όμως, αν το σκεφτώ τώρα, είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον. Γιατί το σκέφτομαι με άλλο μυαλό τώρα. Τότε σαν φοιτητές ίσως να ήμασταν πιο ακατάλληλοι για να τηρήσουμε το φοιτητικό πρόγραμμα. Τώρα, αν ξαναέκανα τη σχολή, θα την έκανα εντελώς διαφορετικά με τα ίδια μαθήματα. Παρ’ όλα αυτά, μας έδωσε πολλά εφόδια κυρίως σε μουσικολογικές γνώσεις, δηλαδή δύσκολο να πάρεις μία κατεύθυνση εκτός από την κατεύθυνση της σύνθεσης που δυστυχώς εγώ δεν είχα τη θέληση και το μυαλό τότε να ασχοληθώ με αυτό. Δηλαδή δεν μου πήγαινε καν στο μυαλό ότι θα γίνω ένας συνθέτης. Μάλιστα, είχα άρνηση στο να γράψω κάτι δικό μου. Με ενδιέφερε να τραγουδήσω ή να παίξω αλλωνών συνθετών και δεν είχα κανένα πρόβλημα. Αυτό μας είχανε μάθει άλλωστε να κάνουμε. Και δεν μου πήγαινε καν το μυαλό ότι θα μπορούσα να ακολουθήσω μια κατεύθυνση σύνθεσης. Έβλεπα άλλα παιδιά στην ηλικία μου, 20, 21, 22 χρονών, να κάνουν αυτό κι εγώ μου ήταν εντελώς αδιάφορο, δηλαδή δεν με ενδιέφερε καν. Και κάπως έτσι είναι… Περνάνε όλα αυτά τα φοιτητικά τα χρόνια.

Πηγαίνω μετά, με το που τελειώνω τη σχολή, κάνω μία πολύ ωραία διπλωματική εργασία. Σε αυτή με βοήθησε ο Γιώργος ο Παπαδέλης, επίσης Κοζανίτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Και μάλιστα με πήρε και μαζί του, μαζί με άλλους δύο μεταπτυχιακούς φοιτητές, στο Εδιμβούργο για να την παρουσιάσουμε σε ένα συνέδριο. Και αυτή πολύ ωραία εμπειρία. Ήτανε στον τομέα της ψυχοακουστικής. Δηλαδή πώς κάποια παιδάκια με μαθησιακές δυσκολίες, είτε με δυσλεξία και τα λοιπά, διάφορα τέτοια μαθησιακά μπορούν να βοηθηθούν από τη μουσική και πώς όχι κάποια που δεν έχουν σχέση με τη μουσική και έχουν, παρ’ όλα αυτά, μαθησιακές δυσκολίες αν έχουν καλύτερη αντιμετώπιση στις μαθητικές. Κάπως έτσι δηλαδή. Ήταν ένα φοβερό θέμα, δύσκολο για μένα. Αλλά, νομίζω, με τη βοήθεια του κυρίου Παπαδέλη τα κατάφερα μια χαρά και έτσι τελείωσα τις πτυχιακές μου υποχρεώσεις.

Φεύγω μετά, πηγαίνω φαντάρος για έναν χρόνο. Επίσης εκπληκτική χρονιά, δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Εννοώ καλά, εντάξει, ήταν μια εύκολη θητεία, το ομολογώ, αλλά πέρασα φανταστικά. Δηλαδή με φίλους και με όλα τα παιδιά που ήμασταν εκεί περάσαμε πάρα πολύ ωραία. Δεν θα ξεχάσω αυτή τη χρονιά. Και μετά επιστρέφαμε. Δηλαδή προσπάθησα να μην χάσω την επαφή μου με τη Θεσσαλονίκη αυτή τη χρονιά που ήμουνα φαντάρος. Γιατί είχα, από το 2004 και μετά μπαίνει στη ζωή μου ένα συγκρότημα της Θεσσαλονίκης όπου είμαι πλέον επίσημο μέλος και ενεργό μέλος και ουσιαστικά είναι σαν να είναι δικό μου αυτό το πράγμα μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Μπαίνει αυτό το συγκρότημα στη ζωή μου και μου χαρίζει άλλες στιγμές, εντελώς άλλη μουσική που κακά τα ψέματα δεν είχα εγώ στα αυτιά μου. Δηλαδή ποπ και ροκ μουσική και ξένη εγώ δεν το είχα στα αυτιά μου. Δεν άκουγα ποτέ τέτοια πράγματα. Εμένα μου άρεσε πάντα η ελληνική μουσική ή η κλασική λόγω των μουσικών σπουδών. Και από το 2004 μέχρι το 2011, εφτά χρόνια δηλαδή, ζω άλλες καταστάσεις απίστευτες. Εκεί αρχίζω λίγο σιγά σιγά, έτσι δειλά δειλά, να σκαρώνω κάποια τραγουδάκια. Αλλά πάλι δεν ήταν κάτι ούτε αναγκαίο, ούτε… Απλά το έκανα έτσι για την παρέα και τα λοιπά. Προσπαθήσαμε, κάναμε ένα συμβόλαιο με τη MINOS MA, πολλές συμμετοχές σε τηλεόραση και τα λοιπά. Γυρίσαμε αρκετά μέρη της Ελλάδας με αυτό το συγκρότημα, ωραίες στιγμές. Πάρα πολύ καλά λεφτά τότε. Ήταν η Ελλάδα…

Σ.Μ.: Πώς ονομαζότανε;

Χ.Γ.: Το συγκρότημα ονομαζόταν ΑΤΜΑ. Άμα ψάξει ο κόσμος στο YouTube και τα λοιπά, θα δει και βίντεο κλιπ και πάρα πολλά αποσπάσματα από τηλεοπτικές εκπομπές. Ναι, ήταν μία άλλη φύση του εαυτού μου την οποία, εννοείται, δεν τη μετανιώνω ποτέ. Έχω πάρει τρομερές εμπειρίες και από κει. Αλλά ίσως με κούρασε τόσο πολύ αυτή η κατάσταση που τελικά να οφείλεται και το γεγονός ότι επειδή πραγματικά σε κάποια στιγμή ήταν μεγάλη η υπερέκθεση, δηλαδή παίζαμε τόσο πολύ και είχα βαρεθεί τόσο πολύ να παίζω από ποπ και ροκ σκηνή πράγματα, που μετά μου γύρισε αμέσως. Όταν τελειώσαμε το συγκρότημα και διαλύθηκε και τα λοιπά, λέω «Τώρα πρέπει να γράψεις τα δικά σου. Δηλαδή φτάνει. Έπαιξες ό,τι έπαιξες – είτε είναι Μπαχ, είτε είναι Μαντόνα, είτε είναι οτιδήποτε. Φτάνει πραγματικά». Και εκεί αποφάσισα ότι πρέπει να γράψω τα δικά μου. Ένιωσα την ανάγκη δηλαδή, έγινε ένα κλικ, ας πούμε. Και αυτό έγινε πάρα πολύ αργά. Έγινε στα 32 μου.

Η συνέχεια των σπουδών, οι συνθέσεις και τα βραβεία

 

Σ.Μ.: Πώς πιστεύεις ότι προήλθε αυτό το κλικ;

Χ.Γ.: Γνώρισα μία στιχουργό, δηλαδή πλέον πήγα στα μονοπάτια που μου άρεσαν εμένα. Πήγα σε έντεχνη μουσική και τα λοιπά και γνώρισα μία στιχουργό η οποία μου έδωσε κάποια στιχουργήματά της που ήταν πάρα πολύ ωραία. Τα μελοποίησα αμέσως. Δεν είχαν καμία τύχη. Ενώ τα δειγματίσαμε σε ερμηνεύτριες και ερμηνευτές, δεν είχαν καμία τύχη. Γιατί προφανώς δεν ξέραμε τότε το παιχνίδι πώς παίζεται και δεν το παίξαμε κι εμείς καλά. Είναι αλλιώς τα πράγματα. Εκ των υστέρων το έμαθα, αλλά εντάξει. Ήτανε και πάλι ωραίο, έτσι, ήτανε αθώο αυτό που κάναμε. Και μετά έρχομαι ένα καλοκαίρι εδώ στην Κοζάνη, Αύγουστος, θυμάμαι, ήτανε, πηγαίνω σε μία συναυλία στομ Φιλοπρόοδο στην Κοζάνη. Και εκεί πέρα με πιάνει ο κύριος Γκλούμπος και ο κύριος Κούρου και μου λένε: «Σκεφτήκαμε να παίξεις πιάνο σε μία βωβή ταινία». Η βωβή ταινία αυτή ήταν του Στέλιου Τατασόπουλου, η «Κοινωνική Σαπίλα». Μία ώρα, πρόσεξε τώρα, μία ώρα ελληνική ταινία βωβή του 1932. Φοβερή ταινία, έτσι, δηλαδή μία ταινία η οποία έχει μέσα… Σκέψου τώρα το 1932 να προβάλλεται μία βωβή ελληνική ταινία που δείχνει χρήση ναρκωτικών, σκληρών ναρκωτικών, ανθρώπους να μπαίνουν φυλακή για αυτό το πράγμα, ανθρώπους να επαναστατούν και να συμπλέκονται με τη χωροφυλακή. Δηλαδή συνδικαλιστές και τα λοιπά οι οποίοι έρχονται σε συμπλοκή με τη χωροφυλακή. Δεν ξέρω αυτό πώς το έστησαν και πώς το έκαναν ή δεν ξέρω άμα ήταν πραγματικό γεγονός. Μάλλον δεν ήτανε, ήτανε τεχνητό. Δηλαδή όντως το έστησε ο Στέλιος Τατασόπουλος, γνωστός αριστερός σκηνοθέτης.

Και για μένα αυτή είναι η ταινία ήταν πραγματικά ορόσημο. Με το που τη βλέπω, λέω και τους παίρνω τηλέφωνο αμέσως, τον κύριο Γκλούμπο και του λέω: «Δεν γίνεται σε αυτή την ταινία να παίξουμε τώρα Μότσαρτ, Μπετόβεν και Λιστ και Σοπέν. Δεν γίνεται, πολύ απλά. Ή θα κάνουμε ένα πρόγραμμα με Έλληνες συνθέτες, κάτι, κάπως για να τη συνοδεύσουμε ή πολύ απλά θα σας γράψω εγώ μουσική». Και με κοιτάει και μου λέει: «Ξέρεις, σε είκοσι πέντε μέρες, έναν μήνα είναι η προβολή. Τι θα γράψεις;». Λέω: «Τι μπορούμε να στηρίξουμε;». «Ε, μπορούμε να στηρίξουμε», μου λέει, «ένα πιάνο και ένα ακόμα όργανο». «Εντάξει», λέω, «ωραία. Θα σας έχω μία βδομάδα πριν την προβολή τη μουσική έτοιμη». Χωρίς σπουδές, έτσι, χωρίς σπουδές στη σύνθεση. Οκ, είχα τεράστιες σπουδές σαν μουσικολόγος ή σαν μουσικοπαιδαγωγός, αλλά ποτέ στη σύνθεση.

Κάθομαι σπίτι μου είκοσι μέρες κλεισμένος και γράφω για πιάνο-βιολί. Εξήντα λεπτά μουσική. Ακόμα και τώρα, που έχω περάσει όλες αυτές τις σπουδές και τα λοιπά, με δίπλωμα σύνθεσης πλέον και με διδακτορικό πλέον στη σύνθεση σιγά σιγά που πρέπει να τελειώσω, μου φαίνεται εξωπραγματικό αυτό που έκανα. Βέβαια, εντάξει, ήτανε πολύ αρμονική μουσική, πολύ τονική. Σε μερικά σημεία ακόμα τη θαυμάζω, πώς κατάφερα και το έγραψα αυτό. Σε μερικά σημεία δεν μου αρέσει καθόλου και θέλω να το αλλάξω. Αλλά προς το παρόν το αφήνω έτσι.  Και γίνεται που λες δύο προβολές εδώ στον Φιλοπρόοδο μαζί με μία φίλη μου στο βιολί, εγώ στο πιάνο. Και όλοι παθαίνουνε σοκ. Οι περισσότεροι, είχε, ας πούμε, δύο προβολές, είχε, ας πούμε, από τριάντα και τριάντα άτομα. Ο Φιλοπρόοδος είναι και μικρός, χειμώνας, ήταν Οκτώβριος, μέσα δηλαδή. Και όλοι με ρωτούσαν: «Τι ωραία κομμάτια αυτά που παίξατε; Ποιανού ήτανε;». Περίμεναν να τους πω: «Ξέρεις, πήρα ένα από κει, πήρα ένα από εδώ». Και τους έλεγα: «Είναι δικιά μου μουσική». Και όλοι μου λέγαν: «Μπράβο, συγχαρητήρια» και έφευγαν. Και μετά λέω: «Ωραία, αφού κατάφερες αυτό, πρέπει να κάνεις κι άλλα. Απλά έτσι. Πρέπει κάνεις κι άλλα». Η αλήθεια είναι ότι την ταινία αυτή την έτρεξα αρκετά και κατάφερα, την έβαλα μάλιστα και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης να γίνει προβολή. Βέβαια με πολύ κόπο. Και μάλιστα είχα ακούσει και πολλά σχολιανά. Γιατί; Γιατί κανένας δεν πίστευε.

Τότε ήμουνα τυχερός, τότε, νομίζω, τι ήταν; Το δέκατο; Δεν θυμάμαι, τέλος πάντων, ποιο φεστιβάλ ήτανε. Είχαν κάνει την εξής ιδέα. Να ψηφίσει ο κόσμος ποια ταινία θέλει να δει. Κι εγώ είχα βάλει λυτούς και δεμένους να ψηφίσουν να δούνε την «Κοινωνική Σαπίλα», έτσι. Δηλαδή απίστευτο αυτό το πράγμα. Και σε εκείνη την εποχή το κατάφερα, ρε παιδί μου. Αυτό πρέπει να ήταν το 2013; Κάπως έτσι. Και κατάφερα και πέρασε. Και όλοι έκραζαν. «Εντάξει παιδιά, τσάμπα ψηφίζουμε. Πώς πέρασε αυτή η ταινία; Δηλαδή ποιος την ψήφισε; Ποιοι ήταν αυτοί οι πεντακόσιοι που ψήφισαν την “Κοινωνική Σαπίλα” να τη δείξετε;». Κι όμως ήτανε, ουσιαστικά η ψηφοφορία ήτανε σωστή και δεν είχε πρόβλημα εγκυρότητας. Γιατί εγώ κίνησα γη και ουρανό για να ψηφιστεί η ταινία. Έβαλα όποιον ήξερα και δεν ήξερα που είχε email να ψηφίσει την ταινία. Και παίχτηκε μεταμεσονύχτια προβολή, 00:00 η ώρα, στην αίθουσα Ζάννας. Και είχα τότε άλλον βιολιστή, διάλεξα έναν πάρα πολύ καλό από την Κρατική Ορχήστρα, τον Βαγγέλη τον Μιχαηλίδη. Εγώ πάλι στο πιάνο.

Έγινε η προβολή. Και ήταν τότε όλοι, δηλαδή ήταν ο δήμαρχος της πόλης, ήταν, ήταν. Και όλοι απορούσαν, σου λέει: «Τι είναι αυτό που είδαμε τώρα;». Ξέρεις τι; Με αυτή την ταινία υπήρχαν δύο σοκ. Σοκ με αυτό που έβλεπες και σοκ με αυτό που άκουγες. Βέβαια, μετά άρχισα να ανησυχώ και λέω: «Ρε συ, μήπως δεν πετυχαίνει τον σκοπό η μουσική και ξεχνιούνται, αφαιρούνται από την ταινία και βλέπουνε τη μουσική;». Δηλαδή κάπως έτσι. Πρέπει να βρεις χρυσή τομή, δεν γίνεται να κλέβεις εσύ την παράσταση. Αυτό σίγουρα δεν το ήξερα να το διαχειριστώ τότε. Δηλαδή κάποια πράγματα στο δίπλωμα της σύνθεσης που μαθαίνεις. Προφανώς θα μάθεις κάποιες τεχνικές, εντάξει, ναι. Θα μάθεις, θα ακούς πολύ περισσότερη μουσική για να δεις τι υπάρχει στον κόσμο και να μπορέσεις να βρεις μια χαραμάδα δική σου για να γίνεις κι εσύ μέρος όλου αυτού. Δηλαδή μην αντιγράφεις κάποιον άλλον, αν και είναι πάρα πολύ δύσκολο. Αυτό που σίγουρα θα μου μάθαιναν αν είχα πάρει πριν το δίπλωμα της σύνθεσης και μετά έκανα αυτή την ταινία, ήταν να μην κλέψω την παράσταση από την ταινία. Δηλαδή μην φτιάξω κάτι τόσο ή το ταιριαστό ή το θαυμάσιο που να τραβάει την προσοχή από την ταινία.

Και μετά την αφήνω λίγο να ξεκουραστεί. Και αμέσως τρέχω σε έναν παλιό μου δάσκαλο από το πανεπιστήμιο, στον Βασίλη τον Κίτσο. Και του λέω: «Κύριε Κίτσο, αυτό και αυτό μου συνέβη. Καταλαβαίνω ότι θέλω να εκφραστώ και δεν μπορώ σωστά. Δηλαδή θέλω να πάρω κι άλλες σπουδές, θέλω να συνεχίσω τις σπουδές μου σε αυτό». Ευτυχώς είχα τελειώσει όλα τα απαραίτητα πτυχία. Δηλαδή είχα πτυχίο αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας. Οπότε ήταν πάρα πολύ εύκολο απλά να γραφτώ. Λέει: «Ωραία, άμα έχεις όρεξη και πέντε χρόνια από το μέλλον σου, πάμε να το κάνουμε». Μου είχε πει ότι «θέλω μαθητές που να το τελειώνουν όχι να μου μείνουν εδώ αμανάτι πέντε και δέκα χρόνια και να μην κάνουνε τίποτα». Κατάλαβε ότι τα μάτια μου γυάλιζαν, γυάλιζαν πραγματικά. Όσοι με ήξεραν εκείνη την περίοδο, τα μάτια μου απλά γυάλιζαν. Γυάλιζαν για αυτό το πράγμα. Και με το που γράφομαι στην τάξη του Βασίλη Κίτσου για να ξεκινήσω τη σύνθεση, αρχίζει ένας τρελός χορός, πραγματικά ένας τρελός χορός. Δηλαδή με το που γράφομαι, με πιάνουν και μου λένε: «Θέλουμε να μας γράψεις μουσική για το θέατρο». Ένας φίλος φίλης, ξέρεις, που ήτανε υπεύθυνος στα τμήματα του Θεάτρου Σοφούλη. Με γνωρίζει, μιλάμε και μου λέει αμέσως «Θέλω να γράψεις για Μολιέρο για την εφηβική σκηνή. “Γιατρός με το στανιό”».

Και τώρα αρχίζει… Πρόσεξε να δεις τώρα. Εγώ ήμουνα ένας άνθρωπος ο οποίος μέχρι τα 18 του είχα δει μία παράσταση. Είχα δει μία παράσταση 7 ή 8 χρονών, τον Θύμιο τον Καρακατσάνη προφανώς σε Αριστοφάνη. Και τη θυμάμαι αυτή την παράσταση. Μπορεί να ήμουνα και 6. Δεν θυμάμαι, δεν ξέρω. 5, 6, 7, κάπου εκεί ήμουνα πάντως. Με είχαν πάρει οι γονείς μου στο γήπεδο μαζί τους, προφανώς γιατί μάλλον δεν είχαν πού να με αφήσουνε. Πήγαν να δουν τότε το φαινόμενο Θύμιος Καρακατσάνης στη δεκαετία του ’80 που γύριζε όλη την Ελλάδα και έπαιζε Αριστοφάνη, δηλαδή θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος ο Αριστοφάνης, ο Θύμιος Καρακατσάνης. Και τη θυμάμαι αυτή την παράσταση, δηλαδή είχα δει Θύμιο Καρακατσάνη στο γήπεδο της Κοζάνης σε Αριστοφάνη. Και τη θυμάμαι. Αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο εγώ πάντα έλεγα «κινηματογράφος. Όχι θέατρο. Κινηματογράφος, κινηματογράφος». Ίσως γιατί δεν ξαναείχα άλλη παράσταση, δεν ξαναείχα δει τίποτα. Είχαμε εδώ κινηματογράφο στην Κοζάνη και βλέπαμε και μας πήγαιναν. Ή και μετά αργότερα σαν έφηβοι και τα λοιπά πηγαίναμε στον κινηματογράφο εδώ στην Κοζάνη. Οπότε έλεγα κινηματογράφο.

Και όταν πήγα Θεσσαλονίκη, υπήρχαν φίλοι μου ή συμφοιτητές μου από άλλα μέρη που μου έλεγαν: «Πάμε να δούμε θέατρο» και εγώ έλεγα: «Όχι. Όχι, δεν με ενδιαφέρει». Το έλεγα με μανία, θυμάμαι. «Όχι, δεν με ενδιαφέρει. Κινηματογράφο άμα θέλετε, πάμε. Πάμε να δούμε ό,τι θέλετε, ό,τι ταινία θέλετε. Δεν με πειράζει. Ή σπίτι». Τότε υπήρχαν τα DVD, να μαζευτούμε να δούμε σπίτι DVD. Και θέατρο, θυμάμαι, χαρακτηριστικά έλεγα όχι. Και υπήρχε μία συγκεκριμένη φίλη μου, και μάλιστα Κοζανίτισσα και αυτή, η οποία με έκανε χρυσό, μου έλεγε: «Έλα, ρε παιδί μου, να δεις μια παράσταση, να δεις πώς είναι, πώς θα νιώσεις». «Όχι», έλεγα εγώ. Και μέχρι σίγουρα τα 28, δηλαδή μια δεκαετία Θεσσαλονίκη, δεν είχα δει ούτε μία παράσταση. Αυτό για μένα είναι τώρα, το λέω και ντρέπομαι. Εγώ το λέω και ντρέπομαι τώρα. Ήταν εξωφρενικό αυτό που έκανα. Και μάλιστα έλεγα: «Δεν με ενδιαφέρει αυτό, ρε παιδί μου».

Και όμως τα έφερε η ζωή έτσι που πλέον το 50% της ζωής μου είναι αφιερωμένο στο θέατρο. Γνώρισα τη γυναίκα μου μέσα στο θέατρο, είναι ηθοποιός. Και πλέον αρχίζει από τότε που γράφτηκα στη σύνθεση, από το 2015 δηλαδή, αρχίζει η ζωή μου να είναι μέσα στο θέατρο. Κι εγώ παθαίνω φυσικά την πλάκα της ζωής μου. Δηλαδή λέω: «Δεν είναι δυνατόν αυτός ο ζωντανός οργανισμός να έλεγα εγώ “Δεν με ενδιαφέρει”». Είναι απίστευτο συναίσθημα. Ξέρεις, λες: «Τι έκανα μέχρι τώρα; Με τι ασχολιόμουνα;». Τα οποία είναι σχεδόν μηδενικά μπροστά στο θέατρο. Γιατί το θέατρο πραγματικά είναι ένα πράγμα ζωντανό, το οποίο συμβαίνει εκείνη τη στιγμή. Κάθε πρόβα είναι άλλο πράγμα, δηλαδή προχωράει, προχωράει και προχωράει. Έρχονται οι μουσικές, έρχονται οι χορογραφίες. Αν υπάρχουν όλα αυτά, έτσι.  Το κείμενο είναι η σταθερά μας σε όλους μας, πρώτα από όλα στον σκηνοθέτη και πρέπει να είναι. Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι δεν πρέπει οι σκηνοθέτες να πειράζουν το κείμενο. Δηλαδή είμαι ενάντια στις διασκευές. Εντάξει, είμαι πολύ ενάντια. Γιατί θεωρώ ότι ακυρώνουνε τους συγγραφείς, ειδικά τους μεγάλους συγγραφείς. Δεν μπορείς να ακυρώνεις τώρα τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη και τον Αισχύλο και τα λοιπά και να λες: «Έκανα μία διασκευή στο κείμενό του». Κατ’ εμένα θα έπρεπε να απαγορεύεται. Δεν μπορείς να τους ακυρώνεις αυτούς τους αρχαίους και τα λοιπά. Και πιο σύγχρονους. Δεν μπορείς να ακυρώνεις τον Σαίξπηρ, δεν μπορείς να ακυρώνεις τον Μπρεχτ, δεν μπορείς να ακυρώνεις κάποιον, τον Τσέχοφ, ας πούμε, και να κάνεις μια διασκευή. Γιατί να κάνεις μια διασκευή; Κάνε δικό σου έργο αν μπορείς. Γράψ’ το και και παίξ’ το. Ο Τσέχοφ είναι Τσέχοφ, ο Αριστοφάνης είναι Αριστοφάνης και ο Αισχύλος είναι Αισχύλος. Τελείωσε. Παρένθεση.

Σ.Μ.: Εκεί τι συναντάτε;

Χ.Γ.: Πού;

Σ.Μ.: Στο θέατρο.

Χ.Γ.: Στο θέατρο. Εγώ ξεκινάω με τα εφηβικά και παιδικά τμήματα του Θεάτρου Σοφούλη. Πρώτο κείμενο που ήρθε στα χέρια μου ήταν από τον Μολιέρο, «Ο γιατρός με το στανιό». Ήταν μια πολύ ωραία δουλεμένη ομάδα, η αλήθεια είναι, από τον Κώστα τον Μελίδη. Ήταν ο σκηνοθέτης και ο παιδαγωγός των παιδιών. Και αμέσως έρχεται, με πλησιάζει, μου λέει: «Θέλω να γράψεις μουσική. Και αν μπορείς να γίνεις κι εσύ μέλος της ομάδας και να κάνεις μουσικό τραγούδι στα παιδιά». «Ναι», λέω εγώ, «Ναι». Αμέσως, ναι. Και, θυμάμαι, γράφω το πρώτο μου θεατρικό, δεν ανοίχτηκα πολύ, έγραψα μόνο πιάνο και χρησιμοποίησα τις φωνές των παιδιών. Αλλά ήρθε με τη βοήθεια του καθηγητή μου, που με πήγε αμέσως σε άλλα μονοπάτια. Μου λέει: «Ξέρεις, διάνθισε λίγο τον αρμονικό σου ιστό. Μην το κάνεις να μοιάζει σαν ένα απλό έντεχνο τραγούδι. Δεν είσαι αυτό πλέον. Ωραία, αυτό το έχεις βίωμά σου. Πάρ’ το, χρησιμοποίησέ το με δύο-τρεις άλλες κατευθύνσεις που θα σου δώσω εγώ, άκουσε και άλλους πέντε-έξι συνθέτες που έχουν γράψει για θεατρική μουσική, για παραστατικές τέχνες και τα λοιπά και φτιάξε κάτι δικό σου». Και κάπως έτσι γίνεται το πρώτο θεατρικό. Πιάνο και οι φωνές των παιδιών. Και αρχίζει μετά, «Ξέρεις, Χάρη, έχουμε και αυτή την παράσταση. Έλα να τη δεις και να μας πεις –είμαστε ακόμα στα σπάργανα–, να μας πεις αν θες να γράψεις». Ουσιαστικά αρχίζει να με τραβάει πάρα πολύ το παιδικό θέατρο. Ίσως επειδή ξεκίνησα από αυτό και αμέσως με τράβηξαν εκεί. Και έχω πλέον περίπου είκοσι δύο παιδικές θεατρικές παραστάσεις που υπογράφω τη μουσική κι έχω περίπου έντεκα ενηλίκων, έτσι, μεγάλα κείμενα.

Και έρχεται το 2017 μία φανταστική σκηνοθέτρια στη Θεσσαλονίκη, η Λένα η Πετροπούλου. Μου λέει: «Χάρη, ανεβάζω», άκου τώρα, «μία διασκευή Σαίξπηρ, “Το ημέρωμα της στρίγκλας”». «Εντάξει», λέω, «θα το κάνουμε». Μου λέει: «Θα γράψεις τη μουσική;». «Θα γράψω». Μου λέει: «Θέλω και κάτι άλλο». Λέω: «Τι;». Μου λέει: «Θέλω να παίξεις». Δεν είχα ξαναπαίξει, εννοείται, ποτέ. Λέω: «Τι εννοείς;». Μου λέει: «Θέλω να είσαι πάνω, να έχεις έναν μικρό ρόλο μαζί με άλλους δύο μουσικούς. Θα έχετε μικρό ρόλο, αλλά θα είστε ουσιαστικά η ζωντανή μουσική σκηνή στο θεατρικό του Σαίξπηρ. Δηλαδή θέλω να έχω ουσιαστικά μία μπάντα μέσα στο θεατρικό η οποία και θα σχολιάζει και θα κινείται. Δεν θα κάνετε χορογραφίες γιατί πρέπει να παίξετε όταν θα έχουμε τις χορογραφίες, αλλά σας θέλω εκεί». Ήταν φανταστικό, ήταν πάρα πολύ κουραστικό. Εκεί κατάλαβα, δηλαδή, πόσο κουράζονται οι ηθοποιοί, και ειδικά οι μικρές ομάδες. Εντάξει, οι έμπειροι ηθοποιοί, που έχουν πολλά χρόνια στην πλάτη τους, κουράζονται και αυτοί, αλλά ξέρουν να το διαχειριστούν πλέον. Κάναμε άπειρες πρόβες. Και, νομίζω, είχαμε πετύχει τότε και μία περίοδο στη Θεσσαλονίκη που ήταν ένας βαρύς χειμώνας με χιόνια και τα λοιπά. Και ενώ ήταν όλα αποκλεισμένα, εμείς πηγαίναμε στο Θέατρο Αυλαία μέσα στο ψοφόκρυο πραγματικά –δηλαδή δεν μας άνοιγαν τη θέρμανση και καλά μας έκανε, εννοείται– και κάναμε πρόβες. Κάναμε πρόβες, έρχονται μετά τα κουστούμια, μας ντύνουνε, το μακιγιάζ. Και βγαίνουνε δέκα παραστάσεις, δώδεκα παραστάσεις με αρκετό κόσμο για πειραματική νεανική ομάδα.

Και έρχεται ένα βραβείο καλύτερης μουσικής, θεατρικής μουσικής το 2017 σ’ εμένα από το πουθενά. Είναι μια επιβράβευση, δεν μπορώ να το παραβλέψω. Είναι ωραίο συναίσθημα. Νομίζω, αυτό που είναι περισσότερο το βραβείο, είναι δύναμη για συνέχεια. Δηλαδή σου δίνει ένα boost και λες: «Ωραία, θέλω κι άλλο, ρε παιδί μου. Ναι, κάνω κάτι καλά προφανώς και θέλω κι άλλο». Και έρχονται απλά κι άλλα. Και μετά αρχίζω και το κυνηγάω κι εγώ με την άποψη ότι αρχίζω να μιλάω σε μεγάλους φορείς, αρχίζω να μιλάω σε μεγάλους σκηνοθέτες, αρχίζω να μιλάω σε μεγάλους συγγραφείς. Ε, κι εκεί πλέον είναι η μία σφαλιάρα μετά την άλλη. Γιατί όταν πας να μιλήσεις σε τέτοιο επίπεδο, προφανώς πρέπει να έχεις μεγάλο background από πίσω. Κακά τα ψέματα, πρέπει να έχεις γνωριμίες. Αλλά μπορεί και μέσα από αυτές τις δέκα, ας το πούμε, συνεντεύξεις ή δέκα γνωριμίες, είκοσι γνωριμίες, πόσες θα είναι, να σε πιστέψουνε οι πέντε, αλλά ένας θα σου δώσει τη δουλειά. Δηλαδή μιλάμε σε τέτοιο ποσοστό. Οι ίδιοι έχουν τους συνθέτες τους, έχουν τους συνεργάτες τους, είναι κλεισμένοι οι περισσότεροι. Και δύσκολα μπορείς κάποιον να του πεις, να τον πείσεις ότι «ξέρεις, εγώ είμαι καλύτερος». Και είναι και πολύ άχαρο αυτό, είναι ένα πράγμα που δεν μπορώ να το κάνω. Και με άλλους συναδέλφους που έχω μιλήσει και αυτοί έχουν αυτό το πρόβλημα. Είναι πολύ άχαρο να προωθείς τον εαυτό σου. Τι να πεις; «Είμαι καλός;». Δεν μπορείς να πεις τίποτα, παρά μόνο να τους παρακαλέσεις να ακούσουν τη δουλειά σου. Εγώ τουλάχιστον αυτό κάνω. Παρακαλάω, ρε παιδί μου. «Είμαι αυτός και κάνω αυτή τη δουλειά. Θέλετε να την ακούσετε;». Δεν μπορείς να πεις, να πεις τι; «Είμαι καλός. Είμαι κακός. Είμαι άσχημος. Είμαι…»; Δεν ξέρω εγώ. Δεν μπορείς πάντως να το κάνεις. Νιώθω πολύ περίεργα και άσχημα να το κάνω. Όταν γνωρίζω κάποιον, μπορεί και να κατεβάζω και το κεφάλι. Δηλαδή ντρέπομαι, ντρέπομαι, δεν μπορώ να το κάνω. Αλλά, εντάξει, με τα χρόνια ξεπερνιέται αυτό.

Βέβαια, αν δεν είχα τόση μεγάλη… Ξέρεις, μερικές φορές αμφιβάλλω και για τον εαυτό μου. Ή αν δεν ντρέπομαι τόσο πολύ και αν ήθελα όντως να το κυνηγήσω πολύ, θα έπρεπε να ήμουνα μόνο στην Αθήνα. Κακά τα ψέματα, δεν βολεύει ούτε η Θεσσαλονίκη, ούτε η Κοζάνη, ούτε η επαρχία, ούτε τίποτα. Δεν ήθελα ποτέ να ζήσω εκεί, δεν με τραβούσε σαν πόλη, το να ζεις εκεί, αλλά είναι όλα εκεί. Αν θες όντως πραγματικά να κάνεις κάτι που να ακουστεί το όνομά σου, εγώ θα έλεγα, όχι απαραίτητα καλό, γιατί καλό γίνεται όντως και στη Θεσσαλονίκη, και στην επαρχία, και στα ΔΗΠΕΘΕ, σε μερικά –σε μερικά δεν γίνεται τίποτα–, γίνονται πολύ καλές δουλειές. Μετά έρχεται το ζητούμενο αυτό. «Πού θέλεις να ζήσεις; Θες να κάνεις οικογένεια; Δεν θες να κάνεις οικογένεια; Μπορείς εκεί; Δεν μπορείς εκεί; Θέλεις; Δεν θέλεις; Σ’ αρέσει; Δεν σ’ αρέσει;». Τα σκέφτηκα όλα αυτά και κάποια στιγμή καταλήγω στο γεγονός ότι εγώ θέλω να κάνω μία οικογένεια, μ’ αρέσει και αυτό το κομμάτι. Άρα αποκλείω από μόνος μου την Αθήνα και δεν το κυνήγησα ποτέ. Μένω στην Θεσσαλονίκη, κάνω την οικογένειά μου μέσα στην καραντίνα του κορονοϊού. Πολύ δύσκολες καταστάσεις. Δεν είχαμε τίποτα τότε. Δηλαδή είχαν παγώσει όλα. Γνωστό αυτό, μην τα ξαναλέμε. Είχα τουλάχιστον δύο χρόνια να γράψω μουσική για το θέατρο. Μου στοίχισε πάρα πολύ. Προσπάθησα να βρω άλλους διεξόδους. Δηλαδή είτε αυτά τα προγράμματα που γινόταν με την ΕΡΑ, με το θέατρο, ξέρεις, από το ραδιόφωνο και τα λοιπά και εκεί ήτανε ήδη κλειστές οι πόρτες.

Και κάπως έτσι γνωρίζω έναν πολύ σπουδαίο άνθρωπο πλέον στη ζωή μου, τον Δημήτρη τον Δημητριάδη, τον συγγραφέα, μόνος μου. Έτσι, δηλαδή, πήρα το θάρρος και πήγα και τον γνώρισα. Είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας Έλληνας. Το πιο γνωστό του έργο είναι που είναι αναγνωρισμένο και στο εξωτερικό, σε πολλές χώρες, το «Πεθαίνω σαν χώρα». Εγώ τον κύριο Δημητριάδη τον ήθελα για άλλον λόγο. Ήθελα να μου γράψει ένα λιμπρέτο για μία πρόταση που είχα κάνει στο Επταπύργιο, στο Φεστιβάλ Επταπυργίου. Μου έγραψε ένα φανταστικό κείμενο και όταν το διάβασαν οι άνθρωποι αυτοί, έπαθαν σοκ και αρνήθηκαν την πρόταση που είχα κατεβάσει. Δεν ήταν έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Το κείμενο αυτό εγώ συνεχίζω να το διαφημίζω, λεγότανε «Θαμμένοι ζωντανοί». Ήταν ένα ζευγάρι που ήταν τρελά ερωτευμένο και χωρίς συστολές εξέφραζε τον έρωτά του παντού, παντού, παντού, ακόμα και μέσα σε μία εκκλησία. Και φυσικά η Θεσσαλονίκη δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί κάτι τέτοιο και δεν είναι ακόμα και τώρα. Και δεν έγινε ποτέ αυτή τη δουλειά. Αλλά εγώ γνώρισα έναν σπουδαίο άνθρωπο και είναι και φίλος μου και με πάντρεψε και έχουμε απίστευτες σχέσεις και μου μαθαίνει τόσα πολλά πράγματα. Μου μαθαίνει να διαβάζω, καταρχάς. Δεν διάβαζα πάρα πολύ είτε φιλοσοφία, είτε λογοτεχνία, είτε θεατρικά κείμενα. Τώρα έχουμε με τον κύριο Δημητριάδη ένα έργο στη Λυρική, συμμετέχουμε στο Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής. Μου εμπιστεύτηκε αρκετά σονέτα που έχει γράψει ο ίδιος. Και ένα από αυτά επιλέχθηκε από τη Λυρική να μελοποιηθεί για τσέλο και φωνή και να παιχτεί στο Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής το Πάσχα που μας έρχεται. Οπότε βγήκε κάτι πάρα πολύ καλό από αυτή τη γνωριμία.

Και κάπως έτσι, αντί να έχω μία καριέρα που θα έπρεπε να είχα μια καριέρα είκοσι ετών πάνω στη σύνθεση, έχω μία καριέρα δέκα ετών. Από τα 32 μέχρι τα 42 που είμαι τώρα. Με πολλή μουσική για θέατρο, με κινηματογράφο αρκετά. Δηλαδή πέρα από την «Κοινωνική Σαπίλα», έχω φτιάξει σε δύο μικρού μήκους τη μουσική. Που ο ίδιος σκηνοθέτης είναι από δω, από την Πτολεμαΐδα, και το τρέχει πάρα πολύ και τα αγαπάει, έχει πάει σε διάφορα φεστιβάλ, έχει διακρίσεις ο ίδιος. Και μετά έρχεται ένας διαγωνισμός στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ο οποίος ήταν για μία ταινία animation, η οποία μου άρεσε πάρα πολύ, ενώ δεν είχα ξαναγράψει κάτι. Συμμετέχω, παίρνω βραβείο. Παίζεται η ταινία στο μεγαλύτερο Φεστιβάλ της Ευρώπης, στο Αννεσύ της Γαλλίας. Οπότε είχα κι εκεί μια διάκριση, παίχτηκε κι εκεί η μουσική μου. Βέβαια, δεν έγινε κάτι, είναι αυτό που λες ότι παίχτηκε μια μουσική μου στο εξωτερικό, ας πούμε. Κάπως έτσι. Υπάρχει και μία διάκριση από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Κι έρχονται μετά κάποια μεγάλα έργα με τη βοήθεια του δασκάλου μου, όπως είναι το «Πέραν», είναι για πολίτικη λύρα. Είναι η λύρα της Κωνσταντινούπολης και μεγάλο οργανικό σύνολο που παίζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με σολίστ τον Σωκράτη τον Σινόπουλο. Ένας από τους φοβερότερους σολίστες σε αυτό το όργανο που έχουμε και με τεράστια καριέρα και στο εξωτερικό. Εκπληκτικός άνθρωπος. Τεράστια εμπειρία και αυτό.  Έρχεται μετά πάλι για ποντιακή λύρα. Δηλαδή γράφω για την πολιτική και μετά έρχεται μία ανάθεση από τον Σύλλογο Νίκος Καπετανίδης που κάνουν τα πρώτα Καπετανίδεια στη Θεσσαλονίκη και μου λένε «Θέλουμε να μας γράψεις ένα κοντσέρτο για ποντιακή λύρα». Κι εγώ γράφω για δύο ποντιακές λύρες, δηλαδή δύο σολίστες. Και παίζει και η Δημοτική Ορχήστρα, η Κλασική Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης, ένα έργο δεκαπέντε λεπτών αφιερωμένο στον Νίκο Καπετανίδη, τον εθνομάρτυρα. Ήταν ένας εκδότης εφημερίδας στον Πόντο ο οποίος απαγχονίστηκε. Και βγάζω ένα σπαρακτικό έργο, το οποίο βέβαια καταλήγει με μία απίστευτη αισιοδοξία. Και εγώ ότι αυτή την αισιοδοξία και τη δύναμη την πήρα από το γεγονός ότι ένας άνθρωπος που απαγχονίστηκε πριν εκατό χρόνια, εμείς τη μνήμη την κρατάμε ζωντανή και τον έχουμε ακόμα ζωντανό δίπλα μας. Εγώ αυτό έτσι το είδα και το εξήγησα στους μουσικούς και κατάλαβαν και αυτοί γιατί καταλήγει έτσι αυτό το έργο. Γιατί είχαν μία απορία: «Τώρα εσύ γιατί καταλήγεις έτσι;». Έρχεται και αυτή η εμπειρία με το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης σε ένα κατάμεστο μέγαρο μουσικής. Ήταν κι εκεί σπουδαίοι άνθρωποι που άκουσαν το έργο μου και με συνεχάρησαν.

Και μετά έρχεται μία πρόταση εδώ από Κοζάνη. Ήταν για τα σαράντα κάτι χρόνια της εφημερίδας «Χρόνος». Και κάνουμε κι εδώ ένα μεγάλο έργο. Ήτανε για αφηγητή και ένα μεγάλο οργανικό σύνολο. Παίζεται στην Αίθουσα Τέχνης εδώ στην Κοζάνη πέρσι, θα κλείσουμε έναν χρόνο τώρα. Κι εκεί αρκετός κόσμος αρχίζει να με μαθαίνει και να γνωρίζει και να παθαίνει σοκ. Σου λέει: «Τι γράφει αυτό το παιδί; Από πού εμφανίστηκε;». Και κάπως έτσι γίνεται ένας κύκλος στη σύνθεση δέκα ετών. Εγώ θεωρώ ότι είναι αρκετά μεγάλος. Δηλαδή αρκετά έργα έχω γράψει μέσα σε δέκα χρόνια. Βέβαια πολύ λιγότερο από ό,τι έγραφαν κάποιοι σπουδαίοι όπως ήτανε ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν που ακούς ότι έγραφαν δύο και τρία κοντσέρτα μέσα σε μια χρονιά. Και εμείς λέμε τώρα: «Δεν γίνονται αυτά». Δεν έχουμε και πού να τα παίξουμε. Είναι άλλο το δυστύχημα αυτό. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρεις και πάρα πολλοί, δυστυχώς, πάρα πολλοί συνθέτες δεν παίζονται τα έργα τους. Τα γράφουν και δεν παίζονται πουθενά, δεν τα ακούνε δηλαδή. Αυτό είναι το μεγαλύτερο δυστύχημα που μπορεί να συμβεί σε έναν συνθέτη. Το μεγαλύτερο ευτύχημα είναι να ακούσει αμέσως το έργο του. Και ευτυχώς εγώ τα περισσότερα μου έργα, καλά όλα τα θεατρικά, εννοείται, τα άκουσα, τις ταινίες τις άκουσα. Έχω γράψει δεκατέσσερα, δεκαπέντε σύγχρονα έργα. Ε, τα δέκα τα έχω ακούσει.

Σ.Μ.: Η θεατρική παράσταση για τα Τέμπη;

Χ.Γ.: Ναι. Άκου να δεις τώρα. Βρίσκομαι στη Ρόδο. Διορίστηκα εκεί σαν καθηγητής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Πολύ αργά μου ήρθε ο διορισμός, να το σχολιάσουμε και αυτό. Ήμουν δεκαπέντε χρόνια αναπληρωτής, ουσιαστικά αναπλήρωνα τον εαυτό μου με όλη αυτή την κρίση και ξαφνικά στα 41 μου διορίστηκα. Πηγαίνω, παίρνω την οικογένειά μου και πηγαίνω στη Ρόδο. Εννοείται δεν το μετάνιωσα ποτέ. Ήταν μία από τις καλύτερες σεζόν που είχαμε, ένα  φανταστικό νησί. Είμαστε τυχεροί η Ελλάδα που έχει τέτοια νησιά και τέτοια μέρη. Και εκεί πέρα που είμαι στη Ρόδο, μια παλιά φίλη, γνωστή, η οποία τη θυμόμουνα απλά σαν να συμμετέχει σαν ηθοποιός σε ερασιτεχνικές ομάδες, με παίρνει τηλέφωνο. Μου λέει: «Χάρη, βρήκα το τηλέφωνό σου. Είμαι η τάδε. Δεν ξέρω να με θυμάσαι». Λέω: «Φυσικά και σε θυμάμαι». Η Ανθή Ιωαννίδου. Μου λέει: «Έχω σπουδάσει πλέον σκηνοθέτης και τα λοιπά. Έχω προχωρήσει κι εγώ τη ζωή μου από τότε που ήμασταν μαζί στη θεατρική ομάδα. Κάνω την πρώτη μου παράσταση σαν σκηνοθέτης». «Ωραία», της λέω, «ποιο είναι το κείμενο;».

Και μου αναφέρει ένα κείμενο, που δεν το ήξερα και που ευτυχώς διδάσκεται στην Πρώτη Γυμνασίου στα παιδιά, είναι το κείμενο του Λουίς Σεπούλβεδα «Ο γάτος που έμαθε σε έναν γλάρο να πετά». Είναι, ας πούμε, μια γλαρίνα η οποία δυστυχώς πέφτει σε μία πετρελαιοκηλίδα, βγαίνει έξω στην ακτή, είναι έτοιμη να πεθάνει λόγω αυτού του ατυχήματος και γεννάει ένα αυγό. Και εκείνη την ώρα βρίσκεται ο πιο αλητάμπουρας γάτος του λιμανιού. Και τον πιάνει η γλαρίνα και του λέει: «Θα υποσχεθείς κάτι. Πρώτον, θα μεγαλώσεις και για να γεννηθεί το γλαρόπουλό μου, δηλαδή να το εκκολάψεις». Λέει αυτός ναι. «Δεύτερον, δεν θα το φας». Λέει αυτός ναι. «Και τρίτον, θα το μάθεις να πετάει». Λέει αυτός: «Άντε καλά τα άλλα δύο, ναι. Το τρίτο πώς θα γίνει;». Τέλος πάντων, τον ορκίζει και αυτός δέχεται τον όρκο. Και λέει: «Εντάξει, κάπως, κάτι θα κάνουμε». Και μαζεύει και όλους τους άλλους γάτους του λιμανιού. Και είναι τώρα τρεις-τέσσερεις γάτοι οι οποίοι προσέχουν ένα γλαρόπουλο, ένα αυγό. Το οποίο γεννιέται, δεν το τρώνε. Ξέρεις, να είναι τα ποντίκια να το φάνε, να είναι οι άλλοι γάτοι να το φάνε, το προσέχουνε. Και στο τέλος καταλήγει με κάποιον τρόπο ως δια μαγείας να το μάθουν να πετάει. Η σκηνή, τώρα πρόσεξε να δεις, η σκηνή που θάβουνε τη γλαρίνα όταν έδωσαν τον όρκο και μετά και είχαν το αυγό στα χέρια και θάβουνε τη γλαρίνα, είναι δυστυχώς η βραδιά που γίνεται το ατύχημα στα Τέμπη.

Εγώ δεν το παίρνω χαμπάρι το βράδυ. Γιατί, θυμάμαι, εκείνη την ημέρα κοιμηθήκαμε σχετικά νωρίς γιατί ήταν και ο μικρός που ήθελε να κοιμηθεί και τα λοιπά. Οπότε δεν είχαμε τηλεόραση στο σπίτι. Και ξυπνάω την άλλη μέρα και να γίνεται χαμός, πανζουρλισμός. Κινητά, τηλέφωνα, τηλεοράσεις, όλα αυτά. Μία παρένθεση θα ανοίξω εδώ. Εγώ ήμουνα στη Ρόδο τότε και μου είχε κάνει εντύπωση πώς και τα παιδιά του σχολείου μας αλλά και οι μεγάλοι καθηγητές, ενήλικες και τα λοιπά δεν μπορούσαν να αντιληφθούν το μέγεθος της καταστροφής. Γιατί; Γιατί δεν είχαν μπει ποτέ σε τρένο. Ενώ άμα, ας πούμε, υπήρχε ένα ναυάγιο με πλοίο, θα το καταλάβαιναν. Όπως κι εμείς δεν μπορούμε να καταλάβουμε τόσο πολύ ένα ναυάγιο. Γιατί δεν είμαστε νησιώτες, δεν έχουμε επαφή με τη θάλασσα. Μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση που δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι εστί ένα τρένο που κάνει κάθε μέρα τέσσερεις φορές τη διαδρομή, τρεις, πόσες φορές την κάνει, από Αθήνα-Θεσσαλονίκη, που εμείς τουλάχιστον έχουμε μπει άπειρες φορές σε αυτό το τρένο, σε αυτό το δρομολόγιο. Τι εστί, ας πούμε, να συγκρουστεί και να έχουμε τέτοιες τεράστιες απώλειες. Δεν μπορούν να το καταλάβουν οι νησιώτες. Προφανώς συμπάσχαμε με τη μεγάλη αυτή τραγωδία, αλλά δεν μπορούσαν να το αντιληφθούνε.

Κι εγώ πρέπει να γράψω εκείνη την ημέρα ένα επικήδειο τραγούδι, ένα μοιρολόι που έλεγαν οι γάτες στη γλαρίνα. Πραγματικά δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Αυτά τα συναισθήματα, το να βλέπεις αυτή την τραγωδία και να έχεις να γράψεις για ένα παιδικό θεατρικό που μπορεί να διακωμωδείται αυτή η σκηνή στο θεατρικό. Δηλαδή δεν είναι προφανώς μία κηδεία τα παιδάκια για να πέσουν στα πατώματα και να κλαίνε. Μπορεί να διακωμωδείται και λίγο. Ο σκηνοθέτης το βγάζει με λίγο αστείο τρόπο, ας πούμε. Και έγραψα ένα τραγούδι, ήταν και οι στίχοι φανταστικοί. Το ρεφρέν και αυτό μου έδωσε τεράστια δύναμη… Περίμενε τώρα να το βρω. «Είμαστε όλοι ένα σώμα, γάτοι, σκύλοι και πουλιά. Δεν μας…». Πρέπει να το βρω. Είναι κρίμα που δεν το θυμάμαι ή που δεν είμαι έτοιμος να το θυμάμαι. Πρέπει να το βρω να το πούμε. Και που λες τραβάω ένα ψυχολογικό τραύμα με όλο αυτό και λέω: «Τώρα κοίτα να δεις τι μου φέρνει στη ζωή μου και πώς έρχονται έτσι τα πράγματα».

Και έρχεται, παίζεται το θεατρικό, γράφω το τραγούδι, το στέλνω και πηγαίνει κάποιος, το βλέπει και μου ζητάει να το κάνουμε διασκευή για χορωδία, για δίφωνη χορωδία εφηβική για το Ωδείο Νάκα στη Θεσσαλονίκη. Και συνεχίζεται αυτό το τραγούδι τώρα, συνεχίζονται οι μνήμες. Και γίνεται και το χορωδιακό, παίζεται το καλοκαίρι. Και λέω: «Δεν γίνεται». Ενώ ήμουνα Ρόδο και τα λοιπά «Πρέπει οπωσδήποτε να δω την παράσταση. Δεν γίνεται». Δεν μπορούσα να δω την παράσταση, ήμουνα στη Ρόδο, δεν πήγα πάνω για την πρεμιέρα Θεσσαλονίκη. Ήταν αδύνατον. Και λέω: «Πρέπει να δω την παράσταση». Και έρχομαι, παίρνω τη μετάθεση Κοζάνη και σκυλιάζω. Και παίρνω μαζί μου το 2ο Γυμνάσιο και τους πάω να δούμε την παράσταση. Και όντως και τα παιδιά το χάρηκαν πολύ και τα λοιπά και εγώ ουσιαστικά μου έκλεισε, ξέρεις, ένας κύκλος με όλο αυτό το τραύμα. Και, ναι, ήταν τόσο ταιριαστό, ας πούμε, όλο αυτό. Και δυστυχώς πάλι μου έρχονται όμως οι άσχημες οι μνήμες. Νομίζω, δεν θα μας φύγει ποτέ αυτό, σε οποιονδήποτε άνθρωπο. Καλά, δεν το συζητάμε σε αυτούς οι οποίοι έχασαν τους ανθρώπους τους. Αλλά είναι κάτι τέτοια πράγματα που λες: «Πώς το βιώνω τώρα εγώ αυτό; Πώς συνδυάστηκε έτσι, ας πούμε, να γράψω μια νεκρώσιμη ακολουθία για ένα παιδικό θέατρο που έχω αυτές τις εικόνες μπροστά μου;». Ναι, δεν ξέρω. Μπορεί να μην είναι και τίποτα για εσάς που το ακούτε, αλλά για μένα ήτανε, δεν ξέρω, ήτανε τρομακτικό.

Σ.Μ.: Κλείνοντας, τι είναι αυτό το οποίο σας έχει διαμορφώσει σαν άνθρωπο;

Χ.Γ.: Είμαι της άποψης ότι κάθε άνθρωπος είναι ένα παζλ. Δεν είναι ένα κομμάτι, είναι ένα ολόκληρο παζλ. Μεγάλο μέρος του παζλ είναι τα παιδικά μου χρόνια και το πώς με μεγάλωσαν οι γονείς μου. Που, ξέρεις, το βλέπω τώρα πώς μεγαλώνω κι εγώ το παιδί μου. Δηλαδή λέω πράγματα που μου έλεγε ο πατέρας μου, κάνω πράγματα που μου έλεγε ο πατέρας μου. Αυθόρμητα βγαίνουν αυτά. Είναι τα βιώματα που λένε. Και μετά, εντάξει, τεράστιο μέρος δηλαδή είναι η μουσική. Είναι τεράστιες αγάπες η οικογένειά μου και η μουσική και πλέον συναγωνίζονται η μία την άλλη. Αν δεν είχα καλή οικογένεια, μία πολύ συμπονετική γυναίκα που να με αφήνει να δουλεύω άπειρες ώρες εδώ πέρα χωρίς να λέει τίποτα και να με στηρίζει και τα λοιπά, μπορούσα να καταστραφώ. Ή άμα ήμουν μόνος στη μουσική ταγμένος και παρατούσα οτιδήποτε άλλο, μπορεί αργότερα να μου έλειπε το κομμάτι της οικογένειας και να μην μπορούσα να το αποκτήσω. Νομίζω ότι είμαι πλήρης με αυτά που έχω, προσπαθώ, εννοείται, για το καλύτερο, τρέχω. Αλλά αυτό που με χαρακτηρίζει σαν άνθρωπο είναι η μουσική και η οικογένεια με την ευρύτερη έννοια. Είτε εγώ σαν μέλος, σαν παιδί, είτε τώρα σαν γονέας.

Σ.Μ.: Η Κοζάνη ήταν σωστή επιλογή να γυρίσετε;

Χ.Γ.: Θα δείξει. Είναι πάρα πολύ νωρίς να σ’ το απαντήσω. Είμαι τέσσερεις μήνες εδώ. Προς το παρόν δεν το μετανιώνω. Μου αρέσει που γυρνάω στη γενέτειρα πόλη μου. Αντιλαμβάνομαι ότι είναι σε μία καθίζηση. Έχω την εντύπωση, όμως, ότι δεν είναι μόνο η Κοζάνη αυτή που τραβάει τέτοιο πράγμα. Νομίζω ότι είναι κι άλλες πόλεις. Ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό. Αλλά πλέον με γεμίζει ότι έχω δύο ωραία σχολεία, το 1ο και το 2ο Γυμνάσιο, καλά παιδιά, έχει υλικό. Μου αρέσει που δουλεύω, δηλαδή, για παιδιά που μεγαλώνουν στην ίδια πόλη που μεγάλωσα κι εγώ, ενώ αυτό δεν το ένιωθα στη Θεσσαλονίκη που ήμουν και στη Ρόδο. Ένιωθα λίγο ξένος εκεί που πήγαινα, ενώ τώρα εδώ βλέπω ότι μ’ αρέσει να διδάσκω σε παιδιά που μεγαλώνουν στην πόλη που μεγάλωσα εγώ, πηγαίνουν στο ωδείο που πήγα εγώ ή σε αθλήματα. Δηλαδή έχω γνωστούς ή έχω τα παιδιά των συμμαθητών μου πλέον, τους κάνω εγώ μάθημα. Θα δείξει, θα δείξει τώρα για την Κοζάνη. Στο χέρι μας είναι να προσπαθήσουμε αυτοί οι οποίοι είτε γυρνάμε από το εξωτερικό είτε από μεγαλύτερες πόλεις και λέμε ότι θα γυρίσουμε για κάποιον λόγο καθένας στην Κοζάνη, στο χέρι μας είναι ένα να δώσουμε πλέον και όχι μόνο να πάρουμε. Όσο μπορούμε. Είτε στον τομέα του πολιτισμού, είτε στον τομέα της ενέργειας, είτε στον τομέα γενικότερα των οικονομικών. Ό,τι μπορεί ο καθένας. Εγώ θα καλούσα κι άλλους να έρθουν. Γιατί όχι; Όσοι περισσότεροι.

Σ.Μ.: Ευχαριστούμε πολύ.

Χ.Γ.:Να είστε καλά.

Πηγή:archive.istorima.org