Επαναφέρω σήμερα το άρθρο που είχα γράψει για τον βομβαρδισμό της Κοζάνης, με όλες τις λεπτομέρειες πόσες βόμβες έριξαν πόσοι σκοτώθηκαν και τι καταστροφές είχαμε.

10 Απριλίου 1941, ημέρα Πέμπτη, προ παραμονή του Λαζάρου και ώρα 5η απογευματινή τα χιτλερικά αεροπλάνα στούκας επιτίθενται και Βομβαρδίζουν την Κοζάνη. Έχουν περάσει τέσσερες ημέρες από την 6ην Απριλίου που επετέθησαν εναντίον της Ελλάδας και προχωρούν να την κατακτήσουν, αφού προηγουμένως έσπασαν τα μούτρα τους στα οχυρά του Ρούπελ, από τους ήρωες φαντάρους υπερασπιστές. Οι Σειρήνες χτυπούν δαιμονισμένα και τρέχουν οι Κοζάνιτες στα καταφύγια, που είχαν προκαθοριστεί, δηλαδή υπόγεια με θόλο, ή κτίρια με τσιμέντο που ήταν ελάχιστα, ένα από αυτά ήταν και το υπόγειο του Δημαρχείου όπου στεγάζονταν η Βιβλιοθήκη και χρησιμοποιείτο και για καταφύγιο. Επί μιας ώρας τα χιτλερικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν την Πόλη και οι εννέα βόμβες που έπεσαν σε κατοικημένη περιοχή, προκάλεσαν δεκαπέντε (15) θανάτους, από τα στοιχεία που συγκεντρώσαμε και πολλές υλικές ζημιές. Οι βόμβες που έπεσαν εντός της Κοζάνης ήσαν τα ακόλουθα σημεία.

1.Μία βόμβα έπλεξε το Δημαρχείο, κατέστρεψε τον επάνω όροφο, δεν προχώρησε κάτω και έτσι σώθηκαν οι ευρισκόμενοι στο καταφύγιο, που ήσαν πάρα πολλοί, όλοι οι καταστηματάρχες της αγοράς, ήταν ανοιχτά τα καταστήματα ,εκεί προσέφυγαν, όπως μου είπε και η κ. Άννα Καραγκούνη η πρόεδρος της στέγης παιδιού “Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ” ότι την ώρα εκείνη ήταν στο μαγαζί του πατέρας της, που είχε παντοπωλείο- σούπερ μάρκετ της εποχής, επί της οδού Μ. Αλεξάνδρου.. Πήγαν στο υπόγειο του Δημαρχείου, μαζί με τον πατέρα της, να προφυλαχτούν και πολλοί άλλοι που ήσαν έξω στην αγορά Οι Θρησκευόμενοι Κοζανίτες απέδωσαν την μη είσοδο της βόμβας στο υπόγειο στην προστασία του Παππού Αϊ-Νικόλα. Να σημειωθεί ότι την ώρα του βομβαρδισμού στο Ναό του Αγίου Νικολάου ετελείτο εσπερινός και η εκκλησία ήταν γεμάτη από κόσμο. Επίσης ήσαν και πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες Γιουγκοσλάβοι, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από την πατρίδα τους μετά την είσοδο των Γερμανών.

2. Μια άλλη βόμβα έπεσε πίσω από το Βαλταδώρειο γυμνάσιο, ο στόχος ήταν το κτίριο του γυμνασίου, ευτυχώς και διεσώθη το ιστορικό αυτό κτίριο μόνο υλικές ζημίες προκάλεσε.

3. Άλλη βόμβα κατέστρεψε το σπίτι και το οδοντιατρείο του Παναγιώτη Ματιάκη, ο ίδιος απουσίαζε ,ήταν στο μέτωπο, και η γυναίκα του Παρασκευούλα Ασημοπούλου-Ματιάκη, μαζί με την κουνιάδα της, Θεοδώρα Τρεμπενιώτη πήγαν στον εσπερινό στον Άγιο Νικόλαο, η κουνιάδα της δεν ήθελε να πάει στην εκκλησία γιατί περίμενε τα παιδιά της που έπαιζαν στην αλάνα νάρθουν στο σπίτι, με την επιμονή όμως της παρασκευούλας πήγαν στην εκκλησία και όταν τα παιδιά πήγαν στο σπίτι και δεν βρήκαν τη μάνα τους και τη θεία πήγαν στον Άγιο Νικόλαο και έτσι σώθηκαν από τον βομβαρδισμό, τους προστάτευσε ο Παππούς Αϊ-Νικόλας. Το σπίτι ήταν επί της σημερινής οδού Μουράτη, οι ζημιές από το βομβαρδισμό επεκτάθηκαν και στα γύρω σπίτια της γειτονιάς, που έμειναν οι περισσότεροι βλάχοι της Κοζάνης και γι’ αυτό τον αποκαλούσαν βλάχικο μαχαλά. χωρίς ευτυχώς να φονευθεί άνθρωπος. Η καρέκλα του οδοντιατρείου εκτινάχθηκε και βρέθηκε στην οροφή του Δημαρχείου, όπως μου είπε ο Ντίνος Ματιάκης γιος και οδοντίατρος. Επίσης μια ηλικιωμένη κυρία ονόματι Κούλα, μου είπε ότι τότε ήταν μικρή και δούλευε στο τυπογραφείο-χαρτοπωλείο του Ασημιανάκη, ο οποίος ήταν γαμπρός των Τσιαρτσιώνηδων και το σπίτι και το τυπογραφείο ήταν εκεί κοντά ,που αργότερα το σπίτι αυτό κτίστηκε και μπροστά στο μαγαζί λειτουργούσε για πολλά χρόνια η καφετερία του ΕΛ ΓΚΡΕΚΟ. Λέγανε τότε, ότι αιτία να βομβαρδιστεί το σπίτι του Ματιάκη, ήταν η διανυκτέρευση που έκανε ο διάδοχος Παύλος, όταν επισκέφτηκε το μέτωπο του πολέμου στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Η κυρία Κούλα τον είχε δει να πηγαίνει στο σπίτι του Ματιάκη, φορούσε χλαίνη και δίκοχο , χωρίς διακριτικά. Και το σπίτι το είχαν επισημάνει όπως έλεγαν οι κατάσκοποι της εμπόλεμης εποχής.

4. Άλλη βόμβα έπεσε στην οδό Π. Μελά στο σπίτι του Δικηγόρου Δόκου Δημοσθένη, γαμπρού του Θανάση Γκέρτσου, και στο μπροστινό μαγαζί που ήταν σαμαράδικο του Διάφα φονεύθηκε ο ιδιοκτήτης

5. Άλλη μια βόμβα έπεσε πλησίον του Δευτέρου Δημοτικού σχολείου καταστρέφοντας τη βιοτεχνία υφαντών του Ματιάκη, ένα βλήμα αυτής σκότωσε τον γείτονα Ζήση Βαχτσεβάνο, ο οποίος εκείνη την ώρα ήταν στο σπίτι και κουνούσε το «μπισίκι» στο οποίο μέσα ήταν ο εγγονός του Χρήστος, χωρίς να πάθει τίποτε το μωρό, όπως λένε ήταν σκεπασμένος «πάτουν’ κουρφή» και τα αέρια της βόμβας δεν τον πείραξαν. Ο Χρήστος βρίσκεται εν ζωή, έχει τρεις κόρες και εγγόνια, και τους αφηγείται το γεγονός αυτό. Από βλήμα είχε τραυματιστεί και η γιαγιά Μαρία σύζυγος του Ζήση.

6.Άλλη βόμβα έπεσε πλησίον της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, στο σπίτι του Στέργιου Κακά-γίτσου, και σκοτώθηκα ο παππούς Στέργιος, η γιαγιά Τσιτσιά και η κόρη τους Ελένη, έχοντας το γιο της μωρό στη αγκαλιά, Στέργιο Νικολάου, χωρίς να πάθει τίποτε.

7. Άλλη βόμβα έπεσε και στο σπίτι του Θεόδωρου Τζιάτζιου, η γυναίκα του η Φώτο ήταν αδερφή του Παπασιώπη, το σπίτι της ήταν επί της σημερινής οδού Ιπποκράτους, φονεύθηκε ο Ευριπίδης Σιώπης ανιψιός της φώτους, από τον αδερφό της Γιώργο που έμεινε στη Λάρισα μόλις είχε επιτρέψει από το αλβανικό μέτωπο και τον βρήκε η βόμβα στο κρεβάτι κοιμότανε και το κεφάλι του εκσφενδονίστηκε στην πλατεία., όπως μου είπε ο Άνθος Πεσλής, «ο τα πάντα γνωρίζων αειθαλής γέρων 93 ετών».

8. Άλλη Βόμβα έπεσε στο σπίτι των Αφων Γκιούρα που ήταν στην περιοχή του «Μισκάθκου», επί της σημερινής οδού Σοφοκλέους. Στη γειτονιά αυτή υπήρχε ένα υπόγειο καταφύγιο του Βατάλα, ήταν μάγειρας και είχε το μαγειρείο του, στη γωνία Λιούφη και Ελευθερίου Βενιζέλου. Και πήγαιναν στο καταφύγιο αυτό να κρυφτούν όταν χτυπούσαν οι σειρήνες και οι καμπάνες, δεν πρόλαβαν να πάνε μερικές γυναίκες της γειτονιάς και παρέμειναν στο πλυσταριό των Γκιούρα και εκεί τους βρήκε η βόμβα και σκοτώθηκαν οι Ζγκίρλια, μάνα και κόρη Φώτο και Ματιό, επίσης τραυματίστηκε από θραύσμα της βόμβας ο μικρός Γκιούρας Αθανάσιος (Σάκης) τον είχε η μάνα του στην αγκαλιά της, Σήμερα είναι συνταξιούχος της Δ.Ε.Η.(είναι αείμνηστος) Σκοτώθηκε επίσης η Ελένη Τσιόπτσια το γένος Καρδογιάννη και τραυματίστηκε η κόρη της Δέσποινα ενός έτους, την οποία είχε αγκαλιά και βρέθηκε στη γωνία του πλυσταριού να κλαίει και έτσι την ανακάλυψαν στα χαλάσματα. Το κοριτσάκι αυτό, τη Δέσποινα, την θεράπευσε ο Γερμανός γιατρός που είχε εγκατασταθεί στην Κοζάνη, όταν ήρθαν οι Γερμανοί και είναι γνωστό ότι ήταν μεγάλος επιστήμονας και θεράπευε δωρεάν τους αρρώστους της Κοζάνης και περιοχής , πολλοί σώθηκα χάρις στην θεραπεία του γιατρού αυτού. Αργότερα «δυστυχώς» τον θεραπευτή αυτόν του λαού, άσχετα αν ήταν κατακτητής έδειξε με τη συμπεριφορά του το ανθρώπινο πρόσωπο, σκότωσαν οι αντάρτες της εθνικής αντίστασης έξω από το χωριό Βατερό και για αντίποινα οι Γερμανοί σκότωσαν όσους βρήκαν στα αμπέλια τους, στη διαδρομή Βατερό-Κοζάνη, την ημέρα αυτή στο αμπέλι του στις Κυδωνιές , έτσι λέγεται η περιοχή, που είναι επί της αναφερόμενης οδού, ήταν και ο παππούς μου Γιώργος, ο οποίος άκουσε τους πυροβολισμούς και κρύφτηκε στον παρακείμενο λάκκο και γλύτωσε. Την κοπέλα αυτή τη Δέσποινα, την συνάντησα στην Αυστραλία το 1993, είναι παντρεμένη με τον Κοζανίτη Ζήση Κυριάκου και εκεί μου έδωσε γνωριμία και ότι είναι αδερφή της Κίτσας Χασάπη του Νικολάου, αλευροβιομήχανου,. Την κ. Δέσποινα δεν την γνώριζα προηγουμένως και αυτή μου είπε για τον τραυματισμό της στον βομβαρδισμό. Ο πατέρας των κοριτσιών ήταν φαντάρος στο Αλβανικό μέτωπο και επανερχόμενος μετά τη συνθηκολόγηση, πέθανε ύστερα από οχτώ μήνες από τη στεναχώρια του που έχασε τη γυναίκα του, αφήνοντας δύο μικρά κορίτσια παντελώς ορφανά και τα οποία φρόντισε η γιαγιά Καρδογιάννη μαζί με τα παιδιά της. Αυτά τα δράματα δημιουργεί η φρίκη του πολέμου και όποιος δεν τα έζησε δεν μπορεί να καταλάβει το μέγεθος του πόνου και της τραγωδίας των ανθρώπων. Να σκεφθεί κανείς ότι οι δύο αυτές μοναδικές αδερφές που τόσο ταλαιπωρήθηκαν από τον πόλεμο δεν είναι μαζί, δεν ζουν στον ίδιο χώρο. Βρίσκονται η μία από την άλλη αδερφές πολύ μακριά, 20.000 χιλιάδες χιλιόμετρα απόσταση. Αυστραλία με Ελλάδα. Η Κίτσα Χασάπη που είναι γειτόνισσα μας, την είχα φέρει από την Αυστραλία χαιρετισμούς από την αδερφή της Δέσποινα. Είναι πάρα πολύ καλή κυρία, μάνα και σύζυγος, ο σύζυγος Νίκος πέθανε προ ετών, και μου έδωσε συμπληρωματικές πληροφορίες για το δράμα της ζωής τους. Στον ίδιο χώρο τραυματίστηκε και ο γείτονας Ηλίας Λιώνας σπάζοντας το πόδι του. Και πίσω από το σπίτι των Γκιούρηδων , ήταν το σπίτι του Γκάγκαλη, σκοτώθηκε ο παππούς Γκάγκαλης που ήταν στον αχυρώνα.

9.Βόμβα έπεσε και στο σπίτι του ξενοδόχου Θύμιου Ταρτάρα, εκεί δεν υπήρξε νεκρός.

10. Και μια τελευταία μεγάλη βόμβα έπεσε στο μπαχτσέ του Κλή, επί της σημερινής οδού Ολύμπου. Εκεί άνοιξε μεγάλο κρατήρα και τα χώματα πλάκωσαν δύο καπνεργάτες, οι οποίοι είχαν πάει να προφυλαχτούν κάτω από τα δένδρα. Κοντά εκεί, ήταν ένα μεγάλο κτίριο η καπναποθήκη του Τριανταφύλλου, και αυτό ίσως προκάλεσε τον βομβαρδισμό. Ο ένας από τους φονευθέντες ήταν από το καταφύγι Κοζάνης Καρανίκας Ν. και ο άλλος ο Καρατζιάς γαμπρός του Γ. Μπήινα στην αδερφή του Κατίνα, γείτονάς μας, και είχε αφήσει μια κορούλα την Σούλα δύο ετών. Σήμερα βρίσκεται στον Πειραιά όπου είναι παντρεμένη. Επίσης σκοτώθηκαν ο Νικόλαος Κικής, όπως μου είπε η κόρη του Βαγγελίτσα Κική, συνταξιούχος του Δημοσίου.
Και οι Αριστείδης Καραγιάννης και Δημήτριος Νιάκας.

Όπως αποδείχθηκε όλες οι βόμβες είχαν στόχο τα τότε μεγάλα κτίρια. Το Δημαρχείο, το Βαλταδώρειο, την Εθνική τράπεζα, το Ερμιόνιο, το Δεύτερο Δημοτικό σχολείο, «τ αϊ Δημήτρ’», τις καπναποθήκες του Κων/νου Τριανταφύλλου. Πλην του Δημαρχείου που βρήκαν το στόχο οι άλλες έπεσαν στη γύρω περιοχή του στόχο.

Εμείς στη γειτονιά μας Π. Χαρίση ,είχαμε καταφύγιο το θολωτό υπόγειο του Δεληβάνη Νικολάου, κόρη του είναι η Ελένη Δεληβάνη-Μπλιούρα, που γράφει ταχτικά κείμενα που αναφέρονται στο παρελθόν με πολλά στοιχεία άγνωστα και χρήσιμα για τον ιστορικό της πόλης μας. Στο υπόγειο αυτό πήγαμε να προφυλαχτούμε , την ώρα εκείνη πολυβολήθηκε η είσοδος του σπιτιού από αναγνωριστικό αεροπλάνο και ένας αστυνομικός που στεκότανε στην είσοδο είπε ότι ήταν ένδειξη να βομβαρδιστεί ο χώρος αυτός , το είπε μετά τη λήξη του συναγερμού., για να μη μας πανικοβάλει. Βέβαια ο πολυβολισμός μας αναστάτωσε ακόμη περισσότερο και όλοι μας μικροί και μεγάλοι κάναμε το σταυρό μας, παρακαλώντας τον Άγιο Νικόλαο να μας σώσει. Σε λίγο είδαμε να εισέρχεται λάμψη από το παραθυράκι του υπογείου που έβλεπε στο δρόμο, επί της σημερινής οδού Π. Χαρίση, και στη συνέχεια σκόνη. Προέρχονταν από τη βόμβα που έπεσε πίσω από το Βαλταδώρειο Γυμνάσιο, που δεν απείχε μακριά από το σπίτι του Δεληβάνη.

Καταφύγια πρόχειρα, εκτός από αυτό που είχαν κατασκευάσει δίπλα στη Νομαρχία, για τους υπαλλήλους της Νομαρχίας και για τους γύρω κατοίκους προεξείχε μάλιστα πάνω από την τούμπα του καταφυγίου και ένας σωλήνας για να εισέρχεται αέρας στο καταφύγιο, τα άλλα ήταν τα υπόγεια με θόλο που διέθεταν πολλά σπίτια, λίγα όμως ήταν κατάλληλα , μετά τον έλεγχο που έγινε από την αρμόδια επιτροπή, για μπορούν να χρησιμοποιούνται Μερικά από αυτά ήταν, το σπίτι του Θεόδωρο Τρεμπενιώτη, του Νάνου Πτσή , του Κων/νου Τριανταφύλλου που ήταν από μπετόν και άλλα που μπορεί να μην ήσαν κατάλληλα αλλά έτρεχαν να προφυλαχθούν οι άνθρωποι, όπως πήγαμε κι εμείς στο σπίτι του Ν. Δεληβάνη.

Η Κεντρική σειρήνα ήταν επάνω στην Αγροτική τράπεζα, στο μέγαρο του Χρήστου Ριζόπουλου, επί της οδού Π. Μελά και εκεί το υπόγειο ήταν από μπετόν. Και φυσικά χτυπούσαν και οι Καμπάνες των εκκλησιών για να προειδοποιήσουν την αναμενόμενη άφιξη των εχθρικών αεροπλάνων. Στον Βομβαρδισμό της Κοζάνης είχαν συμμετάσχει εφτά(7) αεροπλάνα στούκας και δύο αναγνωριστικά.

Μετά τη λήξει του συναγερμού, όλος ο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος να αγοράσει τρόφιμα και να φύγουν από την Κοζάνη, φοβούμενοι ότι θα επανέλθουν την επομένη οι Γερμανοί να βομβαρδίσουν πάλι την Κοζάνη. Ο πατέρας μου έψαχνε να βρει μεταφορικό μέσο – γιατί τα δικά μας αυτοκίνητα είχαν επιταχθεί και ήσαν στο Αλβανικό μέτωπο – βρήκε τον Μήτσιο Φασνάκη που είχε ένα φορτηγό μικρό του έδωσε ένα δοχείο Βενζίνη και μας πήγε στο χωριό Ροδιανή, όπου είχαμε γνωστούς, εμάς και την οικογένειά του. Επίσης ο πατέρας μου φρόντισε και πήρε δοχείο λάδι, ζυμαρικά και άλλα τρόφιμα, γιατί αναμένονταν δύσκολες μέρες. Πηγαίνοντας για τη Ροδιανή απόσταση από την Κοζάνη 15 χιλιόμετρα, ο δρόμος ήταν γεμάτος από Κοζανίτες, οι οποίοι πήγαιναν σε διάφορα χωριά για να αποφύγουν τυχόν δεύτερο βομβαρδισμό. Χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά τους κάρα, ζώα και πολλοί με τα πόδια κρατώντας και από ένα “μπουχτσιά” στο χέρι, τα χρειαζούμενα. Μια εικόνα όμοια με αυτή που βλέπουμε σήμερα στις μετακινήσεις των προσφύγων από τις εμπόλεμες χώρες, και μας θυμίζουν κάποιες μαύρες μέρες δικές μας Μάλιστα το βράδυ εκείνο είχε πανσέληνο και βοηθούσε στη μετακίνηση των ανθρώπων, Ήταν ένα θέαμα που στα παιδικά μας μάτια έμοιαζε κάτι το φανταστικό και το περίεργο, να βλέπεις να κινείται όλος αυτός ο κόσμος. Γέροι, γριές, γυναίκες, νέοι, και παιδιά, ανακατεμένοι με ζώα, αμίλητοι και με ύφος σκυθρωπό, μη γνωρίζοντες πως και που θα διανυκτερεύσουν και τι θα ξημερώσει. Το ίδιο φαινόμενο είχαν όλοι οι δρόμοι εξόδου της πόλεως, δηλαδή προς τα κοντινά χωριά, Κοίλα, Μελίσσια, Δρέπανο, Πετρανά, Φτελιά, Κρόκο, Άνω και κάτω Κώμη, Καρυδίτσα, Βατερό, κλπ.

Ήταν γεμάτοι από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Έμοιαζε με Βιβλική έξοδο. Αφού τακτοποιηθήκαμε όπως, όπως, στο συγγενικό σπίτι, μαζί μας είχαμε και τις αδερφές της μητέρας μου, Θεοδώρα και Βασιλικούλα. Την επομένη το πρωϊ βλέπαμε τα στούκας να βομβαρδίζουν το φυσικό οχυρό” Τις πόρτες του Σαρανταπόρου” , όπου ήσαν οχυρωμένοι οι σύμμαχοι, Άγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί , μετρούσαμε τα αεροπλάνα, τα οποία έρχονταν κατά κύματα, σαράντα, πενήντα τον αριθμό. Θεώρησα ότι έπρεπε να πάρω μέρος στη μάχη εναντίον των αεροπλάνων, έβγαλα στο μπαλκόνι του σπιτιού μια ανέμη, την έδωσα κλήση προς τον ουρανό και την περιέστρεφα, ωσάν να είναι αντιαεροπορικό για να πλήξω τα αεροπλάνα, έτσι το έβλεπα με το παιδικό μου μυαλό, ότι μπορώ να ρίξω τα αεροπλάνα, για να πάρω εκδίκηση.

Η ταλαιπωρία του Κοζανίτικου λαού συνεχίζεται .Μετά από δύο μέρες ήρθε στη Ροδιανή η γιαγιά μας Σουλτάνα, ηλικίας τότε 65 ετών με τα πόδια, διανύοντας 15 χιλιόμετρα, τόση είναι η απόσταση μέχρι τα χωριό Ροδιανή. Κατά την πεζοπορία της τα γερμανικά αεροπλάνα πολυβολούσαν όταν έβλεπαν στο δρόμο να κινούνται άνθρωποι και κάθε φορά έτρεχε στα χαντάκια και στους θάμνους-γκαγκζιές- να κρυφτεί το ίδιο έκαναν και άλλοι συνοδοιπόροι που πήγαιναν στα χωριά. Η γιαγιά Σουλτάνα δεν γνώριζε που ακριβώς είναι το χωριό , το οποίο είναι μέσα από τον κεντρικό δρόμο Κοζάνη-Αιανή. Σταμάτησε σε κάποιο σημείο του δρόμου και σκεφτόταν πιο δρόμο να πάρει έξω από τον κεντρικό, που θα την έβγαζε στο χωριό και ενώ έκανε αυτές τις σκέψεις εμφανίστηκαν τότε μπροστά της δύο αξιωματικοί επάνω σε δύο άσπρα άλογα, τους ρώτησε ” πιδιάμ’ πιο δρόμο να πάρου για νταρντουμπίστα- δηλαδή τη Ροδιανή- και αυτοί υπέδειξαν αμέσως στη γιαγιά, πιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει και αμέσως μετά εξαφανίστηκαν, η γιαγιά σταυροκοπήθηκε μονολογώντας ότι αυτοί πρέπει να ήταν οι Άγιοι Δημήτριος και Γεώργιος, τους έστειλε η Παναγία να με βοηθήσουν και επιτάχυνε το βήμα της για το χωριό υμνώντας τους Αγίους,. Πήγε πρώτα στην εκκλησία, άναψε ένα κερί, προσκύνησε τις εικόνες των Αγίων Δημητρίου και Γεωργίου και μετά ήρθε στο σπίτι όπου φιλοξενούμασταν, Μας μάζεψε όλους και αφηγήθηκε το γεγονός σταυροκοπούμενη. Ειδοποιήθηκε ο παπάς του χωριού ενημερώθηκε και κάλεσε τους κατοίκους του χωριού , χτυπώντας την καμπάνα ,στην εκκλησία όπου τέλεσε Θεία ευχαριστία προς τους δύο Αγίους . Αυτή ήταν η δύναμη της Πίστεως των απλών ανθρώπων, που στη δύσκολη εκείνη περίοδο άφησαν τον εαυτόν τους στην προστασία των Αγίων της Ορθοδοξίας και δεν διαψεύστηκαν.
Η Κοζάνη ελάχιστες συμφορές υπέστη από τα δεινά του πολέμου και της κατοχής έναντι άλλων πόλεων. Γι’ αυτό και δικαιολογημένα όλοι οι Κοζανίτες ομιλούν με σεβασμό για τον Παππού Αϊ-Νικόλα, ότι προστατεύει μόνιμα την Πόλη μας. Η γιαγιά ερχόμενη στο χωριό μας πληροφόρησε ότι ο Παππούς Γεώργιος που έμεινε στην Κοζάνη για να φυλάει τα σπίτια μας, το δικό του, το δικό μας και της άλλης κόρης του Θεοδώρας-Βέλλιου, ο άνδρας της Νέστορας εργαζότανε στην Αμερική και είχε αποκλεισθεί εκεί ,λόγω του πολέμου. Καθημερινά περνούσε ο Παππούς από τα σπίτια και τα ήλεγχε, διότι πολλοί “πλιατσκατζήδες” παραμόνευαν να λεηλατήσουν σπίτια αστών τους ειχε δει ο παππούς και άλλους συνάντησε στο σπίτι της κόρης του Θεοδώρας στο κεραμαριό(Πλατεια Συντάγματος ) να κατεβάζουν μπαούλα , ευτυχώς τους πρόλαβε και έσωσε τα πράγματα από τους πλιατσκατζήδες , μερικούς τους γνώριζε.

Τη Μ. Τρίτη 15-4-41 ήρθαν οι γερμανοί στην Κοζάνη και την ίδια μέρα εμφανίστηκε στην πλατεία του χωριού Ροδιανή όπου μέναμε, μια τρίκυκλο μοτοσικλέτα με καλάθι και με δύο γερμανούς στρατιώτες οπλισμένους σαν αστακούς. Ζήτησαν να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στην πλατεία και συνέστησαν να μην ενοχλήσουν τα γερμανικά στρατεύματα, γιατί θα δεχθούν σκληρά αντίποινα και για εκφοβισμό πυροβόλησαν και σκότωσαν τρεις κότες , που κυκλοφορούσαν αδέσποτες στα στενά του χωριού , της πήραν μαζί τους ζήτησαν και αυγά, γέμισαν το καλάθι της μοτοσικλέτας και απεχώρησαν. Αυτό γινόταν από ομάδες μοτοσικλετιστών οι οποίοι επισκέπτονταν τα χωριά της διαδρομής Κοζάνη-Αιανή και έδιναν οδηγίες προς τους κατοίκους να μην αντισταθούν στα γερμανικά στρατεύματα.

Από τη μεγάλη Πέμπτη άρχισε η επιστροφή των Κοζανιτών στα σπίτια τους, ένα μεγάλο μέρος των σπιτιών των ευκατάστατων Κοζανιτών, που απουσίαζαν, ήσαν λεηλατημένα και όχι μόνο από τους γερμανούς , αλλά και από πλιατσικολόγους συμπολίτες και της περιοχής. Συγκεκριμένα ο Παππούς μου όταν πήγε στο σπίτι-διώροφο της κόρης του Θεοδώρας Βέλλιου, ευρισκόμενο επί της σημερινής πλατείας συντάγματος -“κεραμαριό”, έπεσαι επάνω στους πλιατσικοκλέφτες να κατεβάζουν μπαούλα που είχαν μέσα ρουχισμό, και ήσαν Αμερικάνικα, τους έπιασε στα “πράσα” που λένε, δυστυχώς γι’ αυτούς τους γνώριζε, γιατί τους έπαιρνε και δούλευαν στα αμπέλια του. Και έτσι γλίτωσε τα πράγματα. Κάρφωσε την εξωτερική πόρτα με χιαστί σανίδια και αναχώρησε, για το σπίτι μας, που είναι επί της ίδιας οδού, Π. Χαριση. Στο σπίτι του Δ. Μόσχου, που είναι και αυτό επί της πλατείας συντάγματος, και απέναντι από της Θεοδώρας Βέλλιου της θειάς μας. Καθόταν στο δεύτερο όροφο η οικογένεια του Δημητρίου Βέλλιου, και αυτοί ήσαν στη Ροδιανή είδε να κατεβάζουν πράγματα οι κλέφτες και όπως μου είπε και η Μαρίνα κόρη του Βέλλιου, που μένει στην Αμερική στη Σάντα κλάρα, και δραστηριοποιείται με τους εκεί Έλληνες , το είχαν αδειάσει τελείως το σπίτι τους. Στη Ροδιανή πρωτογνώρισα και τη Μαρίνα, ήταν χαριτωμένη μικρούλα, είχαμε τρία χρόνια διαφορά και την έπαιρνα μαζί μου και πηγαίναμε στο λάκκο του χωριού και κυνηγούσαμε πεταλούδες, ίσως δεν είχε καταλάβει το ενδιαφέρον μου. Έσπευσε αμέσως ο παππούς για το σπίτι μας, που δεν ήταν μακριά , για να προλάβει τυχόν πλιάτσικο, το οποίο είχε φουντώσει, το πατρικό σπίτι βρίσκονταν επί της σημερινής οδού Π. Χαρίση, είχε και γκαράζ ανοιχτό για στάθμευση αυτοκίνητου, εκεί έβαζε ο πατέρας μου ένα από τα αυτοκίνητα, βρήκε ένα Γερμανό αξιωματικό να έχει βάλει το αυτοκίνητό του μέσα, του είπε ο Παππούς στα Αγγλικά ότι το σπίτι είναι δικό του, γνώριζε και ο Γερμανός αξιωματικός Αγγλικά, ο Παππούς είχε κάνει στην Αμερική και γι’ αυτό γνώριζε Αγγλικά, οπότε μπόρεσαν και συνεννοήθηκαν. Του είπε ο Γερμανός αξιωματικός ότι θα μείνει δύο μέρες στο σπίτι και να μην ανησυχεί και έτσι γλιτώσαμε την λεηλασία. Μετά απ’ αυτά μας ειδοποίησε ο Παππούς, να επιστρέψουμε στην Κοζάνη και τη Μ. Πέμπτη ανεβασμένοι σε κάρο εμείς τα παιδιά και οι μεγάλοι περπατώντας, γυρίσαμε στο σπίτι μας. Και από κείνη την ημέρα άρχισε το δράμα της κατοχής με όλα τα επακόλουθα, πείνα, δυστυχία, φυλακίσεις, δολοφονίες, φοβερή εκμετάλλευση από τους μαυραγορίτες και τόσα άλλα που υπέστη ο λαός μας από τη μαύρη σκλαβιά τριών κατακτητών. Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων, αλλά ακόμη και από τους συνεργάτες των Ιταλών των Αλβανών τσάμηδων. Η Κοζάνη είχε μόνο Γερμανούς και ο Αξιωματικός φρούραρχος, που τοποθετήθηκε στην αρχή , ήταν Αυστριακός, οι Κοζανίτες τον καλούσαν σε γλέντια και η συμπεριφορά του ήταν κάποιος μαλακή, αργότερα βέβαια άλλαξαν τα πράγματα και φέρθηκαν ως γνήσιοι κατακτητές.

Η Μεγάλη εβδομάδα των παθών του Κυρίου, ξεκίνησε και με τα πάθη της κατοχής. Οι εκκλησίες λειτουργούσαν και ήσαν γεμάτες από τους θρησκευόμενους Κοζανίτες, τις ελπίδες τους είχαν εναποθέσει πλέον στην Ανάσταση του Κυρίου, να βοηθήσει να απελευθερωθεί η χώρα μας, η οποία απελευθέρωση δυστυχώς ήρθε μετά από τέσσερα (4) χρόνια.

Περιγράψαμε γεγονότα του βομβαρδισμού όσα πληροφορηθήκαμε από αφηγήσεις των μεγάλων και όσα εμείς ζήσαμε ως παιδιά, γιατί δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένα. Νομίζω ότι Θα πρέπει να γίνει μια συστηματική έρευνα για την περίοδο εκείνη. Επίσης σημειώσαμε και την έναρξη της κατοχής στην πόλη μας.

Ο Βομβαρδισμός έγινε προπαραμονή των Βαϊων και οι Ναζί ήρθαν στην Κοζάνη τη Μεγάλη Τρίτη 15- Απριλίου 1941.Μεγάλη Εβδομάδα των παθών του Κυρίου, αλλά και των κατοίκων της Κοζάνης μετά την κατάκτηση από τους Ναζί. Είναι επίκαιρο το θέμα, το επαναφέρω και κρίνω ότι θα πρέπει να ενημερωθούν και οι νέες γενιές Το κείμενο αυτό το έχω συμπεριλάβει στο βιβλίο μου «ΚΟΖΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ» εκδόσεως 2008.

Γιάννης Κορκάς