1.Xαμελόκλαδα 2.Eζαλίεν 3.Ελλάεν 4. Ατώρα 5.Όμνυσμαν

6.Χωρεσίαν -Εχωρίγανε

Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου προέρχονται από Ποντιακούς στίχους τραγουδιών

ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

Χαμαίμηλον

Και ντ’ έπαθες χαμαίμηλον Και στέκεις μαρεμένον

Γιαμ η ρίζα σ’ εδίψασεν. Γιαμ ο καρπό σ’ ελάεν.

Γιαμ ασά χαμελόκλαδα ς’ κανέναν εζαλίεν. Νια η ρίζα μ’ εδίψασεν νια ο καρπό μ’ ελάεν

Νια ασά χαμελόκαδα μ’κανέναν εζαλίεν. Έναν κορίτσ’ κι έναν παιδίν
Ση ρίζα μ’ εφιλέθαν.

Εποίκαν όρκον κι όμνυσμαν, να μη εφτάν’ χωρισίαν . Ατώρα εχωρίγανε. Γιαμ έχω ασό κρίμαν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

Χαμομηλία

Και τι έπαθες χαμηλή μου μηλιά και στέκεις μαραμένη

Μήπως η ρίζα σου δίψασε; Μήπως ο καρπός σου άλλαξε

Μήπως από τα χαμηλά σου κλαδιά κανένα ζαλίστηκε.

Ούτε η ρίζα μου δίψασε ούτε ο καρπός μου άλλαξε.

Ούτε από τα χαμηλόκλαδα μου ζαλίστηκε κανένα,

ένα κορίτσι και ένα αγόρι στην ρίζα μου φιληθήκαν

και έκαναν όρκο και ορκίστηκαν να μη κάνουν χωρισμό,

τώρα χώρισαν, μήπως έχω εγώ την αμαρτία(μήπως φταίω).

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

1.Xαμελόκλαδα 2.Eζαλίεν 3.Ελλάεν 4. Ατώρα 5.Όμνυσμαν

6.Χωρεσίαν -Εχωρίγανε

********************************************

1.Xαμελόκλαδα

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Χαμαί + Κλάδος < κλάω

Ετυμολογία : Χαμελος< χαμηλός Χαμηλός. π’ τό ἐπίρρ. χαμαί, =καταγῆς.

κλαδί < μεσαιωνική ελληνική κλαδί(ν) < ελληνιστική κοινή κλαδίον < κλάδιον < αρχαία ελληνική κλάδος < κλάω

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Χαμηλόκλαδα

Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Χαμελώνω, χαμελωσια,

χαμάδις, χαμᾶζε, χαμαίζηλος =χαμηλός, ταπεινός, χαμαιλέων

χαμομήλι, χαμαιπετής =ξαπλωμένος καταγῆς),

χαμερπής, χαμηλός, καί τά χθαμαλός, χθών.

*****************************************************

2.Eζαλίεν

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Ζέω, ζάλη + -άδα

Ετυμολογία ζαλάδα < ( ζάλη + -άδα )

Ζέω (=βράζω). Ἀπό ρίζα ζεσ ζέσ-ω καί μέ ἀπο-

βολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα ζέω.

Ζάλη (=τρικυμία). Ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ζέω

(=βράζω).

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Ζαλίστηκε

Σύνθετη ή συγγενής λέξη :Ζέμα (=ἀπόβρασμα), ζέσις (=βράσι-

μο), ζεστός (=βραστός).

Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: ζάλη, ζῆλος, ζύμη, ζῦθος.

ζαλάδα ζαλίζομαι ζαλίζω ζάλισμα

*****************************************************

3.Ελλάεν

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Αλλάσω

Ετυμολογία αλλαγή < αρχαία ελληνική ἀλλαγή < ἀλλάσσω

Ἀλλάσσω (=μεταβάλλω). Ἀπό ρίζα αλλ- ἀπ’ ὅπου

παράγονται καί οἱ λέξεις: ἄλλος, ἀλλά, ἀλλότρι-

ος, ἀλλοῖος (=διάφορος), ἀλλήλων.

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Άλλαξε

Σύνθετη ή συγγενής λέξη : ν. Παράγωγα

ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλλαγή, ἀνταλλαγή, ἀπαλλαγή, ἄλλαγμα, ἀλλακτέον, ἀλλακτικός, διαλλακτικός, ἄλλαξις,

διάλλαξις, ἀνταλλάξιμος, ἐναλλάξ, συνάλλαγμα, συναλλαγή.

********************************************

4. Ατώρα

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Τη (ταύτη ) ώρα

Ετυμολογία τώρα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τώρα < αρχαία ελληνική τῇ (ταύτῃ) < ὤρα

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Τώρα δα ,νυν

Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Τωρινός

Τωραγατζικας= Αυτή δα την στιγμή

*****************************************************

5.Όμνυσμαν

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη :Ὄμνυμι

Ετυμολογία Ὄμνυμι

Ἀπό θέμα ομ + πρόσφυμα νυ + μι = ὄμνυμι.

Θέμα ομο τοῦ μέλλοντα ὁμόσω – ὁμοῦμαι,

θέμα ομοσ, γιά τόν παθητ. μέλλ. καί ἀό-

ριστο.

Ὁ παρακειμ. καί ὑπερσ. παίρνουν ἀττικό

ἀναδιπλασιασμό (ὀμώμοκα – ὠμωμόκειν).

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Όρκος , ὁρκίζομαι.

Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Άντωμοσία =ὅρκος ὅτι θά λεχθῆ ἡ αλήθεια

καί ἀπ’ τόν κατήγορο καί ἀπ’ τόν κατηγορούμενο.,

Ανώμοτος = πού δέν ὁρκίστηκε,

Απώμοτος =ὅ,τι μέ ὅρκο λέει κάποιος ὅτι δέν έκανε

Ξυνώμοτον (=ἔνορκη συμφωνία),

Συνωμοσία, συνωμότης, ὁρκωμοσία.

*****************************************************

6.Χωρεσίαν -Εχωρίγανε

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Χωρίς ή χῶρος

Ετυμολογία Χωρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χωρίζω < Χωρίς ή χῶρος

Χωρίς (=χωριστά). Ἐπίρρημα ἀπ’ τή ρίζα χα-, συγ-

γενικό μέ τά: χῆρος, χῆτος, χῶρος

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Χωρισμός

Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Χωρίζω, χώρισις, χώρισμα, χωρισμός, ἀποχωρισμός, καταχωρισμός, χωριστέον, χωριστής, χωριστικός, χωριστός, ἀκαταχώριστος, ἀχώριστος.