Τέλη 2017. Μέσα στην παράνοια δουλειάς, διδακτορικού και τρεξίματος παρατηρώ ότι χάνω κάποια κιλά και νιώθω ασυνήθιστα αδύναμος. Κάνω τις τυπικές εξετάσεις και όλα φαίνονται ΟΚ. Άγχος μάλλον. Πάλι. Αρχές 2018. Επισκέπτομαι τους γονείς μου στην Πτολεμαΐδα και επιμένουν να κάνω ακόμα ένα check up στον οικογενειακό μας παθολόγο Στέργιο Τζιμίκα (αναφέρω το όνομά του όχι για διαφήμιση αλλά γιατί είναι ένας σπουδαίος γιατρός και άνθρωπος και γιατί χωρίς αυτόν εγώ τώρα πιθανότατα θα έκανα επικοινωνία και social media σε κάποιο φιλόδοξο σύννεφο). Το θεωρώ χαμένο χρόνο να πάω και σε άλλο γιατρό, αλλά επειδή πρόκειται για τον συγκεκριμένο αποφασίζω να μην τους πάω κόντρα. Ο κύριος Στέργιος επιμένει να κάνω κι άλλες εξετάσεις. Μα τι επιμονή σε αυτή την πόλη (σκέφτομαι). Μετά από ένα 24ωρο μου ανακοινώνουν ότι έχω καρκίνο. Δεν ξέρω άλλη τρισύλλαβη λέξη να παγώνει τόσο. Ούτε καν το παγωτό.

Και τότε ξεκινά ένα ταξίδι. «Αναμενόμενο», δύσκολο και σουρεάλ. Αρχικά, κατάγομαι από την Πτολεμαΐδα. Ο καρκίνος στην πόλη μας έχει τη συχνότητα της… γρίπης. Δεν υπάρχει φορά που να πηγαίνω στην πατρίδα μου και να μη μου λένε οι γονείς μου για (αρκετά) νέα κρούσματα. Συχνά σε μικρότερες ηλικίες από τη δική μου. Δεν ξέρω, αλήθεια, μέχρι πότε θα πληρώνουμε αυτή την κατάρα. Αλήθεια. Έπειτα είμαι δημοσιογράφος και δουλεύω σε media. Τα κρούσματα στον χώρο έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Τα έβλεπα. Τα βλέπω. Τέλος, μιλάμε για μία αρρώστια που θερίζει. Σκεφτείτε από τί πεθαίνουν όλοι αυτοί που ακούμε κάθε μέρα. Γιατί να κρυβόμαστε; Καρκίνο. Σκεφτείτε άλλα πόσα κρούσματα ακούμε ο καθένας στον περίγυρό του. Μπορείτε να σκεφτείτε πολλές οικογένειες που να μην είχαν ούτε ένα κρούσμα; Εγώ όχι. Έχουμε χάσει όλοι φίλους, συγγενείς, αγαπημένους ανθρώπους από τη νόσο, ενώ οι προβλέψεις για το ποσοστό του πληθυσμού που θα νοσήσει στη ζωή του είναι ανατριχιαστικές.

Η δική μου περίπτωση, μέσα σε όλα αυτά, είχε, όμως, κι ένα σουρεάλ (δεν βρίσκω άλλη λέξη) στοιχείο. Διαγνώστηκα με καρκίνο τους πρώτους μήνες που έκανα social media και επικοινωνία στον Fanis Baboulas & Son. Έναν Οίκο Τελετών! Σουρεάλ; Ναι. Απίστευτο; Ναι. Θυμάμαι έναν από τους ογκολόγους μου να προσπαθεί να σπάσει τον πάγο των πρώτων ραντεβού και να μου κάνει κουβέντα για τη ζωή, τη δουλειά και τα όνειρά μου. Με ρώτησε ποιο είναι το αγαπημένο μου πρότζεκτ αυτή την περίοδο. Του απάντησα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αντίδρασή του (όπως δεν μπορώ να φανταστώ -ούτε κατά διάνοια- το τί σκέφτονταν οι γονείς και οι φίλοι μου όταν έκαναν την σύνδεση). Τους καταλαβαίνω. Ήταν περισσότερο σουρεάλ από ότι θα μπορούσε να αντέξει το μυαλό τους. Το οποιοδήποτε μυαλό. Ακολούθησαν καμία 10αρια τέτοια σκηνικά μέσα στο νοσοκομείο. Η ζωή γράφει τα πιο σουρεάλ σενάρια. Ξεκάθαρα. Πιστεύω ότι το κάνει εσκεμμένα. Για να μετριάσει ορισμένες φορές την παράνοια των στιγμών.

Προχωράω, λοιπόν, με το πρωτόκολλο θεραπείας, οι νέες (3 εκατομμύρια) εξετάσεις δείχνουν ότι το κατάλαβα ευτυχώς νωρίς (ένα βράδυ θα γκρεμίσω την κεντρική πλατεία της πόλης και θα χτίσω ένα άγαλμα στον κύριο Στέργιο – σόρρυ Δήμαρχε) και φτάνω στις χημειοθεραπείες. Άλλος κόσμος. Ξέρετε υπάρχουν τριγύρω μας δεκάδες αόρατοι κόσμοι. Δεκάδες. Που είναι τόσο κοντά μας και τόσο μακριά ταυτόχρονα. Μόνο αν περάσεις την πόρτα τους θα διαπιστώσεις ότι υπάρχουν. Σοβαρές ασθένειες, αυτοάνοσα, χρόνια νοσήματα, ψυχιατρικές παθήσεις, αναπηρίες. Μόνο αν περάσεις τις πόρτες τους θα καταλάβεις. Μόνο. Αλλιώς δεν έχεις την παραμικρή ιδέα.

Την παραμικρή. Για μένα η παραμονή στην ογκολογική κλινική και η διαδικασία των χημειοθεραπειών ήταν 6200 διδακτορικά. Ούτε ένα, ούτε δύο. 6200. Κάθε δευτερόλεπτο έπαιρνα και από ένα μάθημα. Ο κοινός χώρος των χημειοθεραπειών με γκρέμισε και με έχτισε. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα κυριολεκτικά και οι παρενέργειές τους φεύγουν. Τα μεταφορικά, όμως, μένουν και σου αλλάζουν μία για πάντα τις ιστορίες που κουβαλάς μέσα σου. Ιστορίες πέρα και πάνω από κάθε κανόνα.

Ξέρετε ακόμα και ο καρκίνος έχει κανόνες. Κάποιοι από αυτούς είναι και χρυσοί. Όπως το να κάνεις αυτό που βοηθάει την ψυχή σου. Πιστεύεις ότι θα σε βοηθήσει να προσευχηθείς; Να το κάνεις. Πιστεύεις ότι θα σε βοηθήσει να μιλήσεις για την ασθένεια; Να το κάνεις. Πιστεύεις ότι με τον τάδε τρόπο παίρνεις δύναμη; Να το κάνεις. Ασυζητητί. Ο ασθενής έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Μόνο αυτός ξέρει τί περνάει η ψυχούλα του. Εγώ από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι θα μου έδιναν δύναμη δύο πράγματα: η οικογένεια και οι φίλοι μου. Τα είχα και τα 2.

Σε υπερθετικό βαθμό. Κάποτε πρέπει να μιλήσουμε για το πόσο δύσκολο είναι και το δικό τους έργο. Πρέπει να χαμογελάνε και να μην εκδηλώνουν το φορτίο που κουβαλούν μέσα τους. Ακόμα και στα πιο δύσκολα. Την ίδια ώρα που ο ασθενής έχει κάθε δικαίωμα να κάνει το αντίθετο. Κάθε μέρα ήταν στο νοσοκομείο (σωματικά ή πνευματικά) όλες οι οικογένειες που έχω κάνει στη ζωή μου. Έφευγαν μετά από τις παρατηρήσεις από τα μεγάφωνα. Όπως δίπλα μου ήταν και οι φανταστικοί γιατροί και νοσηλεύτριες του 424.

Εκείνο το διάστημα έμαθα πολλά. Κυρίως ότι υπάρχουν δύο πράγματα σχετικά με τον καρκίνο που με εκνευρίζουν. Στις μέρες μας υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που ονομάζουν την ασθένεια «επάρατη». Δεν είναι. Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι εκεί έξω που έζησαν. «Επάρατη» σημαίνει καταραμένη. Που δεν έχεις διαφυγή. Είσαι τελειωμένος από τη μοίρα. Δεν είναι έτσι. Και για ένα παιδί π.χ. 15 χρονών που ξεκινάει τώρα τον δικό του αγώνα και κάθε λέξη μετράει, το επάρατος είναι εγκληματικό.

Με εκνευρίζουν άπειρα και οι φράσεις «έχασε τη μάχη, κτλ κτλ» που έρχονται σε αντιδιαστολή με τους νικητές που παρουσιάζονται ως σούπερ ήρωες. Είναι λογικό να προβάλουμε τις ιστορίες με αίσια έκβαση προφανώς. Προφανώς. Για να παίρνουν θάρρος και αυτοί που νοσούν τώρα. Αλλά δεν έχουμε καταλάβει κάτι. Υπάρχουν άνθρωποι που διαγνώστηκαν και το μόνο που τους ανακοινώθηκε στη «μάχη» είναι ο χρόνος που τους μένει. Ποια μάχη λοιπόν; Πιστεύετε ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν πάλεψε; Που δεν ήθελε να ζήσει περισσότερο; Που δεν είναι ήρωας μπροστά σε έναν πόλεμο που είχε κριθεί από τη διάγνωση; Τα γράφουμε πολλές φορές σαν να είναι μία ισότιμη μάχη και κερδίζουν μόνο οι γενναίοι.

Όχι ρε φίλε. Δεν είναι έτσι. ΟΛΟΙ παλεύουν γενναία (ρωτήστε έναν ογκολόγο να σας πει ιστορίες). Αν το γράφεις έτσι είναι σαν να ρίχνεις ευθύνη στον ασθενή που δεν τα κατάφερε και στους συγγενείς που έμειναν πίσω. Ευθύνη;! Μέσα σε έναν τέτοιο αγώνα και μέσα στο μεγαλείο της ψυχής. Συνέλθετε. Θεωρώ ότι η εποχή μας έχει ανάγκη όχι τόσο από ήρωες αλλά από μοίρασμα.

Όλες αυτές οι σκέψεις, οι ιδέες, οι συζητήσεις με φίλους, γιατρούς αλλά και επιστήμονες του τομέα με έκαναν να δω τη ζωή λίγο διαφορετικά. Γέννησαν σκέψεις που ήθελα να μοιραστώ. Δεν ήθελα να κάνω, όμως, μία ομιλία για τον καρκίνο. Την έχουν κάνει άλλοι καλύτερα από εμένα. Ήθελα να μιλήσω για την ίδια τη ζωή. Ως μέρος ενός σουρεάλ σκηνικού που περιείχε την ασθένεια στο ένα άκρο και έναν Οίκο Τελετών στο άλλο. Έτσι, λοιπόν, δέχτηκα την πρόταση του TEDx Chania για να βρεθώ στη σκηνή του. Οι υπέροχοι άνθρωποί του (τώρα θα κάνω σαν γιαγιά αλλά τα λάτρεψα αυτά τα παιδιά: Τον Τασούλη, την Εβίνα, τον Μανώλη, την κυρία Βάσω, την Αντωνία, την Δέσποινα, τον Βασίλη, τον Θοδωρή με την υπέροχη ζακέτα, τους υπόλοιπους εξαιρετικούς ομιλητές, όλους. Ήταν ένα πραγματικό βάφτισμα εκείνο το 4μερο στα Χανιά) με φώναξαν για να μιλήσω για τη δουλειά μου στον Μπαμπούλα. Δεν είχαν (προφανώς) ιδέα για αυτό που είχα περάσει. Κι ότι η ομιλία μου θα ήταν χωρισμένη σε 2 ενότητες. Μπαμπούλας και ζωή. Ζωή και Μπαμπούλας.

Το κατάλαβαν στην πρόβα. Θυμάμαι μία εθελόντρια να γελάει και μετά να παθαίνει σοκ. Να ρωτάει τι είπα στη διπλανή της. Αν άκουσε καλά. Έτσι, κύλησε και η ομιλία πάνω στη σκηνή. Από κάτω 500 άτομα. Όλοι περίμεναν να ακούσουν την ιστορία πίσω από το πρότζεκτ του Μπαμπούλα (που τόσο αγαπώ). Περίμεναν να γελάσουν. Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Στα μισά τους ανακοίνωσα ότι πολλές φορές η ζωή δεν σου σερβίρει τα παγωτά που θέλεις. Και εξήγησα τη νοοτροπία μου. Περί ζωής. Στο τέλος της ομιλίας κατεβαίνω και κάθομαι σε μία γωνία. Μέσα σε μία ώρα ήρθαν να μου μιλήσουν οκτώ άνθρωποι. Που περνούν καρκίνο ή κάποιο άλλο σοβαρό θέμα οι ίδιοι, οι γονείς ή κάποιος συγγενής και σύντροφος. Στάθηκαν στα λόγια μου. «Δεν είμαστε μόνοι σε αυτό. Και δεν είμαστε και οι μόνοι». Τότε κατάλαβα ότι αυτή η ομιλία είχε όντως νόημα. Είναι ωραίο να μοιράζεσαι. Και ευλογία να μπορείς να κάνεις έστω έναν άνθρωπο να σκεφτεί λίγο διαφορετικά. Έστω και λίγο.

Αυτός ήταν ο σκοπός μου. Μία ομιλία για τη ζωή από έναν άνθρωπο που δουλεύει για οίκο τελετών. Όλα τα υπόλοιπα για τον καρκίνο έχουν ακουστεί πολλάκις και δεν έβρισκα το νόημα να μιλήσω για αυτά στους συναδέλφους δημοσιογράφους που μετά την ομιλία του Νοεμβρίου με προσκάλεσαν να εμφανιστώ στην τηλεόραση, σε πρωινές εκπομπές, σε βραδινά σόου, να δώσω συνεντεύξεις – ομιλίες κτλ. Δεν με αφορά κάτι τέτοιο και δεν με ενδιαφέρει. Εμένα με ενδιέφερε να πω 3 πράγματα για τη ζωή. Χωρίς τα φίλτρα, τα κλισέ, τα δακρύβρεχτα και την εμπορευματοποίηση της λύπησης (των media). Και το TEDx, ένας παγκόσμιος οργανισμός με εκατομμύρια subscribers που φιλοξενεί ιδέες και ιστορίες ανθρώπων από όλο τον κόσμο, ήταν ο καλύτερος τρόπος να το κάνω για μία και μοναδική φορά. Κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που με προσέγγισαν εκείνο το βράδυ, αλλά και τα μηνύματα που δέχτηκα στο inbox μου ήταν η καλύτερη ανταμοιβή. Αν αυτό το βίντεο επηρεάσει έστω και ελάχιστα έναν άνθρωπο στο πώς βλέπει τη ζωή εγώ το κέρδισα το στοίχημα. Το μοίρασμα θα έχει πετύχει.

Μπορεί πλέον το 2017 και το 2018 να μου φαίνονται μακρινά αλλά ξέρω ότι θα τα κουβαλάω μέσα μου (αιώνια). Ξέρω ότι θα ελέγχομαι συχνά για πάντα (λογικό και αναγκαίο), ξέρω, επίσης, ότι πρόκειται για μία ασθένεια που μπορεί να επανέλθει για πλάκα και να σε φάει σε κάποιους μήνες. Αυτή είναι η αλήθεια. Ξέρω, όμως, κι ότι πήρα ένα μάθημα ζωής που ανάμεσα σε όλα τα άλλα μου έκανε ένα μεγάλο δώρο: με ξεβόλεψε. Επιστρέφοντας στη ρουτίνα της (αγαπημένης μου) Θεσσαλονίκης μετά την περιπέτεια, άρχισα να ζυγίζω τα πράγματα.

Διαπίστωσα ότι δεν είχα άλλα επαγγελματικά απωθημένα στην πόλη και ότι υπήρχε ο κίνδυνος να μπω σε μία λούπα συντήρησης, στασιμότητας και συμβιβασμού που (μοχθηρά και αθόρυβα) κάνει κάτι τελείως ανθυγιεινό. ΤΡΩΕΙ. Αρχικά την αγάπη για αυτό που κάνεις. Μετά τη δημιουργικότητά σου. Έπειτα το ύψος του ταβανιού αυτών που υποθετικά μπορείς να κυνηγήσεις. Στο τέλος τρώει κι εσένα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο θέμα της πόλης ή του επαγγέλματος. Πόσες σχέσεις ή καταστάσεις αφήνουμε να μας «φάνε» καθημερινά; Θα τους επιτρέψουμε να χορτάσουν; Πιστεύετε ότι όλα αυτά δεν λειτουργούν αθροιστικά στην εκδήλωση μιας οποιαδήποτε ασθένειας;

Ένα ζεστό μεσημέρι, λοιπόν, στην Ολυμπιάδος μπροστά στο λάπτοπ και σε 32 deadlines πήρα την απόφαση να μετακομίσω. Οριστικοποιήθηκε μέσα μου σε λιγότερο από 24 ώρες. Το είπα σε οικογένεια, φίλους και συνεργάτες. Δεν το πίστεψε κανένας. Δεν τους αδικώ. Παλιότερα θα το σκεφτόμουν, θα το επεξεργαζόμουν, θα έβρισκα 23 αρνητικά σημεία στη σκέψη και θα το ξεχνούσα. Με την Αθήνα, άλλωστε, φλερτάραμε επαγγελματικά από τα φοιτητικά μου χρόνια. Αλλά έλεγα «έλα μωρέ πας στα 25, στα 30, στα 35. Χρόνος πάντα θα υπάρχει». Πλέον, όμως, συνειδητοποίησα ότι δεν μπορείς να ορίσεις εσύ τον χρόνο που υπάρχει. Μεγάλο μάθημα ζωής και ανατριχιαστικό. Να κατανοήσεις πως ο χρόνος που πιστεύεις ότι έχεις για τα όνειρα και τις φιλοδοξίες σου δεν ορίζεται από εσένα.

Λίγους μήνες αργότερα κατέβηκα από το αεροπλάνο. Χωρίς κανένα πλάνο (εκτός από τα ήδη υπάρχοντα πρότζεκτ), χωρίς να έχω βρει σπίτι (μεγάλο πρόβλημα εδώ) και γενικά χωρίς την παραμικρή ιδέα του που πάω και γιατί αφήνω τη Θεσσαλονίκη (ενώ εντός της επαγγελματικά είμαι στα καλύτερά μου). Είχα, όμως, στις βαλίτσες μου ένα διαβολεμένο συναίσθημα ξεβολέματος που ήταν ασυνήθιστα αναζωογονητικό. Δεν ξέρω τι θα έρθει, πώς θα έρθει κτλ. Δεν μπορώ να ξέρω. Κανείς δεν μπορεί. Ξέρω όμως ότι το ξεβόλεμα – σε οποιαδήποτε μορφή του – πολλές φορές είναι ζωή. Και τα σημαντικότερα μαθήματά της εγώ τα έχω πάρει από έναν Οίκο Τελετών. Οξύμωρο; Γιατί η ζωή μας -ορισμένες φορές- τί αγαπά να είναι;

Καλή δύναμη σε αυτούς (και τους γύρω τους) που πολεμούν με το οτιδήποτε στην καθημερινότητά τους.

Να θυμάστε πως δεν είστε (οι) μόνοι.

Και να προσέχετε τα παγωτά σας