Περίκλειστη από καταπράσινους λόφους, φιλοξενεί εντυπωσιακό πλούτο άγριας ζωής γύρω από τις λεύκες και τους αγριοπανσέδες στις όχθες της

Η Χειμαδίτιδα παραμένει ανάμεσα στα μικρά «μυστικά» του βορειότερου τμήματος της χώρας μας. Αν και πρόκειται για μια γραφική λίμνη με καταπληκτικό υδροβιότοπο, είναι γνωστή μόνο σε επισκέπτες που έχουν εξερευνήσει ενδελεχώς τις ομορφιές της Φλώρινας, καθώς οι περισσότεροι εστιάζουν στους πιο διαφημισμένους προορισμούς της ευρύτερης περιοχής.

Η Χειμαδίτιδα βρίσκεται στο νότιο τμήμα της περιφερειακής ενότητας Φλώρινας, αρκετά κοντά στα σύνορα με την Κοζάνη, σε υψόμετρο 593 μέτρων. Εκτείνεται σε 10,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και είναι σχετικά ρηχή, με το μέσο βάθος να υπολογίζεται σε 1 μέτρο και το μέγιστο να ανέρχεται στα 3,5 μέτρα. Το μέγιστο μήκος της φτάνει στα 6,3 χιλιόμετρα, το δε μέγιστο πλάτος στα 2,5 χιλιόμετρα.

Σύμφωνα με τις επιστημονικές μελέτες η Χειμαδίτιδα είναι παμπάλαια λίμνη, καθώς φαίνεται να σχηματίστηκε κατά την Εποχή των Παγετώνων, λόγω σεισμικής δραστηριότητας. Συγγενεύει δε αρκετά με τη γειτονική λίμνη Ζάζαρη (μοιράζονται την ίδια υδρολογική λεκάνη), από την οποία και τροφοδοτείται. Με τη σειρά της, έπειτα, τροφοδοτεί κι αυτή –μέσω ενός καναλιού που συναντιέται με το ρέμα Αμύντα– τη λίμνη Πετρών.

Το ιδιαίτερο όνομά της, ωστόσο, το οφείλει σε νεότερα χρόνια, καθώς το ήπιο (για τα δεδομένα της περιοχής) κλίμα την έκανε προορισμό των παλαιότερων κτηνοτρόφων για ξεχειμώνιασμα. Μέχρι τότε, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, ήταν γνωστή άλλοτε ως λίμνη Αναργύρων, άλλοτε ως Έλος Ρούδνικ.

Επειδή λοιπόν οι κτηνοτρόφοι κατέβαιναν από τα ορεινότερα χωριά και έστηναν στους υπήνεμους δυτικούς της όρμους τα χειμαδιά όπου ζούσαν μαζί με τα κοπάδια τους περιμένοντας τον επόμενο ερχομό της άνοιξης, έγινε γνωστή ως «Χειμαδίτιδα». Μάλιστα, παραμένει και στις μέρες μας τόπος για χειμαδιά, αν και μετά τη δεκαετία του 1960 σημειώθηκε και γεωργική ανάπτυξη γύρω της, η οποία της άσκησε σημαντική πίεση λόγω των απαιτούμενων αποστραγγίσεων, μειώνοντας το μέχρι τότε μέγεθός της.

Η σημερινή λίμνη βρίσκεται σε ένα ιδιαιτέρως γραφικό τοπίο, καθώς περικλείεται στα δυτικά και στα ανατολικά από δύο κατάφυτους λόφους, με μεικτά δάση βελανιδιάς, φτελιάς και φράξου. Στα βόρεια, πάλι, επικοινωνεί με τις σύγχρονες καλλιεργήσιμες περιοχές μέσω υγρολιβαδιών, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της διαθέτει πυκνούς καλαμιώνες. Στις όχθες της, πάλι, αφθονούν οι ιτιές, οι λεύκες και τα σκλήθρα, ενώ –αναλόγως της εποχής– συναντά κανείς και υπέροχα άνθη: νούφαρα, ορχιδέες, αγριοπανσέδες, αλλά και νεροφακές και τραγοπόγωνες.

Το ήπιο κλίμα, εντωμεταξύ, είναι και ο κύριος λόγος για τον καταπληκτικό υδροβιότοπο που έχει δημιουργηθεί γύρω από τη Χειμαδίτιδα. Συνδυαστικά με το καθοριστικό γεγονός ότι δεν αναπτύχθηκαν οικισμοί στις όχθες της δημιουργήθηκε ένα ελκυστικό περιβάλλον για την άγρια ζωή, η οποία εμφανίζει πλέον τέτοιο πλούτο, ώστε η λίμνη συμπεριλήφθηκε στο δίκτυο Natura 2000.

Υπολογίζουμε ότι σήμερα ζουν στη Χειμαδίτιδα πάνω από 150 είδη πουλιών, μερικά από τα οποία λογίζονται ως εξαιρετικά σπάνια. Χαρακτηριστικά, η λίμνη είναι ο σημαντικότερος τόπος αναπαραγωγής της βαλτόπαπιας, που θεωρείται είδος απειλούμενο με εξαφάνιση. Ερχόμενοι εδώ, ωστόσο, θα παρατηρήσετε και κούκους, πελαργούς, μελισσοφάγους, αλλά και αρπακτικά είδη όπως γερακίνες, φιδαετούς και μαυροκιρκινέζες. Σημαντικός είναι βέβαια και ο αμφίβιος πληθυσμός –δενδροβράταχοι, ποταμοχελώνες, λοφιοφόροι τρίτωνες– ενώ στις όχθες θα συναντήσετε και βίδρες, λιμνόφιδα, καθώς και τους σπάνιους λαγόγυρους. Περιστασιακά, μάλιστα, τις επισκέπτονται ακόμα και αρκούδες, λύκοι ή αγριογούρουνα.

Πέρα επίσης από τον υγροβιότοπο αυτό, η Χειμαδίτιδα φιλοξενεί και πολλά είδη ψαριών, γενόμενη έτσι και αλιευτικός προορισμός για τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Στα νερά της, λ.χ., ζουν πεντανόστιμα γριβάδια, καθώς και θεσσαλόσιρκα, ποτάμιοι λούτσοι (τούρνες), γληνιά, μέχρι και χέλια.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες και φωτογραφίες στο travel.gr