Ξενοφών Μιχαηλίδης*

Η υψηλή ανεργία, η βαριά εξάρτηση από τα ακριβά εισαγόμενα καύσιμα, ο στραγγαλισμός της οικονομίας, ο πόνος στον οποίο υποβάλλονται οι άμεσα πληττόμενες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης συχνά παρουσιάζονται ως αναπόδραστο μέρος της τελετουργίας μύησης προς τη μεταλιγνιτική μετάβαση.

Παρευρισκόμαστε θεατές, στην πορεία των περασμένων 18 μηνών, σε μια απότομη, βίαιη, ακατανόητη ενεργειακή μεταβατική φάση, την απολιγνιτοποίηση, την ελληνική έκδοση της απανθρακοποίησης, υπό κλίμακα, ωστόσο, σημαντικά ευρύτερη και σε πολύ πιο περιορισμένο χρόνο εξελισσόμενη από όσο σε άλλες χώρες της οικουμένης (π.χ. Γερμανία το 2038, Τσεχία το 2040, Πολωνία το 2050).

Το επίσημο δόγμα της απολιγνιτοποίησης είναι ότι οι «υψηλού κόστους» ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες θα αντικατασταθούν από «φτηνές», περιβαλλοντικά φιλικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), τα υφιστάμενα ενεργειακά κέντρα θα μετατραπούν σε silicon valleys έρευνας και ανάπτυξης ηλεκτρόλυσης, κυψελών υδρογόνου, αποθήκευσης ενέργειας· ότι όποιο ενεργειακό έλλειμμα ήθελε προκύψει θα καλυφθεί με μέτρα ενεργειακής απόδοσης.

Και η υψηλή ανεργία, η βαριά εξάρτηση από τα ακριβά εισαγόμενα καύσιμα, ο στραγγαλισμός της οικονομίας, ο πόνος στον οποίο υποβάλλονται οι άμεσα πληττόμενες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης συχνά παρουσιάζονται ως αναπόδραστο μέρος της τελετουργίας μύησης προς τη μεταλιγνιτική μετάβαση.

Και μπουχτίζει κανείς με τους μύθους, τις προκατασκευασμένες βεβαιότητες, τις παρανοήσεις και τις πλάνες σχετικά με το μέλλον της παγκόσμιας ενέργειας, όπου συχνά παρουσιάζεται ως γεγονός – διαδίκτυο, ΜΜΕ, πολιτικοί, επιστήμονες- ότι με τις ΑΠΕ θα μπορούσαμε να διαθέτουμε, ισοδύναμα, τις ίδιες ποσότητες ενέργειας για την ικανοποίηση των αναγκών μας στο ελάχιστο κόστος.

Ούτε ο Τύπος και το διαδίκτυο, οι πολυσυζητημένες μελέτες ΕΣΕΚ, ΣΔΑΜ κ.λπ. της κυβέρνησης, ούτε τα μοντέλα των εταιρειών παροχής συμβουλών, με τα ιδιότροπα κίνητρά τους, ή τα Diplomat Clubs of Greece είναι επιστημονικά φόρα όπου διεξάγονται αυστηροί έλεγχοι από ομότιμους στις διαδικασίες αξιολόγησης μιας πραγματικής καινοτομίας/εφεύρεσης ώστε να αποτελούν υποκατάστατα του ελέγχου της πραγματικότητας.

Βιώνοντας την ανάπτυξη των εμβολίων του κορονοϊού, ο κάθε πολίτης του κόσμου γνωρίζει πλέον πως οτιδήποτε βελτιωμένο ή καινούργιο χρειάζεται να δοκιμάζεται πρώτα σε πιλοτική εφαρμογή, με ακριβείς μετρήσεις, πριν από την ανάπτυξή του σε βιομηχανική κλίμακα.

Και η ανάγκη της ακρίβειας επιτείνει, με τη σειρά της, την ανάγκη για τη μεγάλη ελληνική παράδοση, την ανοιχτή συζήτηση των ιδεών και τον αμείλικτο διαχωρισμό των πραγμάτων που έχουν νόημα από εκείνα που δεν έχουν.

Είναι τα επιστημονικά περιοδικά και τα ανοιχτά σε όλους τους επιστήμονες δημοκρατικά συνέδρια τα φόρα που υπηρέτησαν την επιστήμη για περισσότερο από τρεις αιώνες, που κατέγραψαν, έλεγξαν και αξιολόγησαν -με διαδικασίες αξιολόγησης/ελέγχου από ομότιμους- όλες τις σημαντικές επιστημονικές προόδους, τις καινοτομίες, ανέδειξαν νομπελίστες, αλλά και απέτρεψαν αποτυχίες.

Μια ματιά στις δημοσιεύσεις, τα σενάρια, τις προσομοιώσεις και τα συμπεράσματα αντικατάστασης μονάδων παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα με ΑΠΕ συνεπάγεται ότι όταν η διείσδυση στην αγορά των ηλιακών και αιολικών πηγών ενέργειας αυξάνεται σε περίπου 25% της ετήσιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (Η.Ε.), απαιτείται σημαντική ικανότητα αποθήκευσης ενέργειας που αυξάνει τα έξοδα/κόστη τα οποία σε μια οικονομία της αγοράς θα μεταβιβάζονταν στους καταναλωτές:

Α. έξοδα/κόστη κατασκευής των αιολικών και ηλιακών εγκαταστάσεων, σε συνδυασμό με

Β. έξοδα/κόστη των συστημάτων αποθήκευσης-αναπαραγωγής και της απώλειας ενέργειας, λόγω των αναντίστρεπτων θερμοδυναμικών απωλειών, αυξάνουν/επιβαρύνουν απότομα κατά 2,8 έως 4,2 φορές την τιμή της Η.Ε. σε σχέση με τις τρέχουσες τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές1,2,3.

Τώρα, ας υποθέσουμε ότι η αντικατάσταση των λιγνιτικών μονάδων γίνεται πραγματικότητα.

Αυτό θα προκαλέσει τα ακόλουθα αποτελέσματα:

1. Οι εκπομπές CO2 στον τομέα παραγωγής Η.Ε. της χώρας, περίπου το 0,09% των παγκόσμιων εκπομπών CO2, θα μειωθούν, ένα αποτέλεσμα επιθυμητό4.

2. Η τιμή της Η.Ε. στη χώρα θα αυξηθεί λόγω των παραπάνω στοιχείων Α και Β και με το εκτιμώμενο κόστος αυξημένο κατά 2,8 έως 4,2 φορές θα κυμαίνεται από το σημερινό εύρος του 0,6 €-0,7 € / kWh στο εύρος 1,68 €-2,94 € / kWh, μια σημαντική αύξηση από 280% έως 420% σε σχέση με τις τρέχουσες τιμές Η.Ε.

Και η αύξηση αυτή θα έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις κυρίως στα λιγότερο εύπορα τμήματα του πληθυσμού, γεγονός ασυμβίβαστο με τον στόχο/αξίωμα της μείωσης της ανισότητας και της οικονομικής αποτελεσματικότητας της αειφόρου ανάπτυξης που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 20151.

Σήμερα όμως δεν υπάρχει χώρα, λόγω της απουσίας οικονομικών λύσεων αποθήκευσης, που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στη μεταβλητότητα της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ.

Επίσης δεν υπάρχει κράτος που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε σημαντικό βαθμό -μεγαλύτερο από 25 έως 30%- τις ανανεώσιμες πηγές χωρίς να προσφεύγει στη χρήση άμεσα ελεγχόμενων και διαθέσιμων πηγών παραγωγής ενέργειας.

Υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί ίσως και ένας αιώνας για να λυθεί αποτελεσματικά και με οικονομικό τρόπο το πρόβλημα της αποθήκευσης στο σύνολό του.

Και είναι, δυστυχώς, πολύ πιο ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι το έλλειμμα που θα προκύψει από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων θα καλυφθεί αναγκαστικά από μονάδες εισαγόμενου Φ.Α. – που μετριάζει μεν αλλά δεν λύνει το πρόβλημα του φαινομένου του θερμοκηπίου, καθώς εκπέμπει περίπου το 65% των εκπομπών του CO2 που εκπέμπει ο λιγνίτης, εις βάρος ωστόσο τόσο της ασφάλειας τροφοδοσίας όσο και της προσιτότητας των τιμών της Η.Ε.

Αλλά το σημαντικότερο ίσως διακύβευμα της κυβέρνησης -που θα προκύψει από την αναγκαστική κάλυψη του ελλείμματος Η.Ε. με εισαγόμενο Φ.Α.- θα είναι η διαχείριση της βίαιης, de facto απελευθέρωσης της αγοράς Η.Ε., της μετάβασης από τη βεβαιότητα του κρατικού μονοπωλίου στην αβεβαιότητα του περιορισμένου ανταγωνισμού, της μετατόπισης της ιδιοκτησίας ενός δημόσιου αγαθού από «το δημόσιο συμφέρον» στο «συμφέρον των μετόχων».

Η ιδιαιτερότητα της φύσης της αγοράς ηλεκτρισμού (αδυναμία αποθήκευσης, ανελαστική ζήτηση) διευκολύνει τόσο συμπεριφορές σύμπραξης όσο και άσκησης μονοπωλιακής δύναμης, όπως κατεδείχθη στις περισσότερες αγορές του πλανήτη – Καλιφόρνια, Βραζιλία, Νέα Υόρκη, Αγγλία, Νέα Ζηλανδία, Ευρώπη, στο σκάνδαλο της Enron και πρόσφατα στο Τέξας5,6.

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένα θεσμικό πλαίσιο-μοντέλο στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας που να διασφαλίζει τον υγιή ανταγωνισμό, την οικονομική αποτελεσματικότητα, μια δίκαιη διανομή του πλούτου, την ασφάλεια τροφοδοσίας, τα κίνητρα για νέες επενδύσεις, την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, την εξασφάλιση των ενεργειακών εφεδρειών5,6.

Πόρρω απέχοντας, δυστυχώς, από το να είναι μια όμορφη τεχνολογική ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, η μυθολογία της αντικατάστασης των «ακριβών» λιγνιτικών μονάδων με τις «φτηνές» των ΑΠΕ ισοδυναμεί με την ανακατασκευή ενός αεροσκάφους την ώρα που πετάει και είναι γεμάτο επιβάτες.

Επιβάλλεται μια θεμελιώδης επανεξέταση της ενεργειακής μας πολιτικής που θα αντιμετωπίζει τον κόσμο όπως είναι και σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, όχι με τις μυθολογίες ή με τις ιδεολογίες της Αριστεράς ή της Δεξιάς ή όπως τα lobbies θα επιθυμούσαν.

Προϋπόθεση επιτυχίας των βασικών αρχών μιας αειφόρου ανάπτυξης είναι η δημιουργία μιας νέας σύνθεσης, ενός μεταβατικού συνδυασμού συμβατικών και εναλλακτικών μορφών, που πρέπει να προσαρμόζεται με τη διάρκεια του χρόνου, καθώς πρέπει να τηρούνται συγκεκριμένοι οικονομικοί περιορισμοί και τα οικολογικά όρια, αλλά και που θα δώσει νόημα και ζωή στη μεταβατική-μεταλιγνιτική περίοδο.

*Χημικός μηχανικός, BS, MS Columbia University, ΜΒΑ University of Sheffield, πρώην γενικός γραμματέας του Δ.Σ. του Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ

Πηγή:efsyn.gr