Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης: Ήρθε ο καιρός που ο Ιωσήφ πέθανε, καθώς και τ’ αδέρφια του. Οι απόγονοί του όμως, που καθώς είπαμε λέγονταν Ισραηλίτες, πλήθαιναν πολύ και σε λίγα χρόνια όλη η Αίγυπτος γέμισε από αυτούς. Αυτό έκαμε τους Αιγυπτίους ν’ ανησυχούν και περισσότερο τους βασιλείς τους, που άρχισαν να φοβούνται μη τυχόν έρθη καιρός που οι Ισραηλίτες κυριέψουν την Αίγυπτο και βάλουν δικούς τους βασιλείς.

Η γέννηση του Μωυσή

Για να προλάβει λοιπόν αυτό το κακό ο Φαραώ και για να εμποδίσει τον Ισραηλιτικό λαό να αυξάνει, μεταχειρίστηκε τέτοια μέτρα:

Διάταξε να αναγκάσουν τους Ισραηλίτες να κάνουν βαριά έργα, να χτίζουν πολιτείες και τείχη, κι έτσι από τους κόπους ν’ αδυνατίζουν και να χάνωνται. Όμως οι Ισραηλίτες με τον τρόπον αυτόν όχι μόνο δε λιγόστευαν, παρά δυνάμωναν περισσότερο.

Σαν είδε αυτό ο Φαραώ έδωσε διαταγή να σκοτώνουν οι μαμές όλα τα νεογέννητα παιδιά των Ισραηλιτών.
Μα ούτε με αυτό δεν πέτυχε τίποτε.

Οι καλές μαμές έλεγαν πως δεν τις πρόφταιναν τις Ισραηλίτισσες στη γέννα τους, γιατί είναι γερές και γεννούσαν χωρίς τη βοήθειά τους.

Τότε ο Φαραώ έβγαλε διαταγή να ρίχνουν οι Αιγύπτιοι στον ποταμό Νείλο όλα τα νεογέννητα παιδιά των Ισραηλιτών.
Μία Εβραία γέννησε ένα πολύ ωραίο αγοράκι. Το έκρυβε η καημένη αρκετόν καιρό στο σπίτι της, για να μη της το πάρουν και το πνίξουν στο ποτάμι. Μα επειδή φοβήθηκε πως δεν θα κατόρθωνε να προφυλάξει το παιδί της ώσπου να μεγαλώσει, σκέφτηκε να το σώσει διαφορετικά.

Το έβαλε μέσα σ’ ένα καλάθι, που το είχε αλειμμένο καλά με πίσσα, ώστε να μην περνούν μέσα τα νερά. Πήρε το καλάθι και μαζί με τη μεγάλη κόρη της, τη Μαριάμ, ήρθαν στο ποτάμι. Εκεί ακούμπησε το καλάθι με το παιδί πάνω στο ήσυχο νερό και γύρισε στο σπίτι, ενώ η Μαριάμ έμεινε κρυμμένη πίσω από τις καλαμιές, για να δη τι θ’ απογίνει.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και να, έρχεται η κόρη του βασιλιά με τις υπηρέτριές της να λουστει στο ποτάμι. Καθώς είδε το καλάθι, διάταξε τις υπηρέτριες να το τραβήξουν έξω, περίεργη να δη τι είχε μέσα. Το άνοιξαν λοιπόν και βλέπουν το παιδάκι, που ήταν μέσα. Η βασιλοπούλα το λυπήθηκε και αποφάσισε να το πάρει αυτή και να το αναθρέψει στο παλάτι.

Μόλις είδε αυτά η κρυμμένη Μαριάμ, πήρε θάρρος και πρόβαλε εμπρός στη βασιλοπούλα. Τη ρώτησε μη τυχόν και ήθελε παραμάνα για το παιδί, γιατί αυτή γνώριζε μια πολύ καλή. Η βασιλοπούλα δέχτηκε και την έστειλε να πάει ευθύς να φέρει την παραμάνα. Έτρεξε λοιπόν η καλή κόρη στη μητέρα της και της είπε όλα όσα είχαν γίνει. Οι δυο μαζί γύρισαν τότε στη βασιλοπούλα και κείνη παράδωσε το παιδί στη μητέρα του να το κρατήσει τρία χρόνια.

Όταν πέρασαν τα τρία χρόνια, η μητέρα πάλι έδωσε το παιδί στη βασιλοπούλα. Αυτή το πήρε τότε στο παλάτι να το αναθρέψει και του έβγαλε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει σωσμένος από το νερό.

Ο Θεός φανερώνεται στο Μωυσή

Ο Μωυσής ανατράφηκε βασιλικά στο παλάτι του Φαραώ, χωρίς ποτέ να λησμονήσει την καταγωγή του. Γι’ αυτό πάντοτε προστάτευε και βοηθούσε τους Ισραηλίτες. Κάποια μέρα, περνώντας σ’ ένα δρόμο, είδε έναν Αιγύπτιο να χτυπά έναν Ισραηλίτη. Στάθηκε ευθύς και ρώτησε γιατί μαλώνουν. Ο Αιγύπτιος θυμωμένος θέλησε να χτυπήσει και τον ίδιο το Μωυσή. Τότε ο Μωυσής αναγκάστηκε να χτυπήσει τον Αιγύπτιο και να τον σκοτώσει.

Όταν ο φόνος αυτός έγινε γνωστός, ο Μωυσής, για ν’ αποφύγει την εκδίκηση των Αιγυπτίων, αναγκάστηκε να φύγει από την Αίγυπτο. Πήγε τότε σ’ έναν άλλον τόπο, τη Μαδιάμ, όπου παντρεύτηκε την κόρη ενός ιερέα, που λεγόταν Σεπφώρα.

Όσον καιρό έλειπε ο Μωυσής, βρήκαν ευκαιρία οι Αιγύπτιοι να βασανίζουν τους Ισραηλίτες με διάφορους τρόπους και να τους κάνουν τη ζωή στην Αίγυπτο ανυπόφορη.

Ο Θεός όμως, που αγαπούσε τον Ισραηλιτικό λαό, αποφάσισε να τους σώση. Μια μέρα ο Μωυσής βρισκόταν σ’ ένα βουνό, το Χωρήβ, κι έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του. Εκεί που καθόταν συλλογισμένος, είδε ένα βάτο απ’ όπου έβγαιναν φλόγες χωρίς να καίεται.
Γεμάτος απορία κίνησε να δη πως γινόταν αυτό το πράγμα. Μα δεν είχε πλησιάσει ακόμα κι άκουσε τη φωνή του Θεού, που του έλεγε να μη προχωρήση περισσότερο, γιατί ο τόπος είναι ιερός.

Ο Μωυσής έπεσε στα γόνατα κι άκουσε τότε τη φωνή του Θεού να του λέη πως αυτός ήταν προορισμένος να σώσει τους Ισραηλίτες και να τους βγάλει από την Αίγυπτο, όπου υπόφεραν τόσα μαρτύρια, και να τους πάει στη Χαναάν. Του παράγγειλε να παρουσιαστή στο Φαραώ και να του πη να δώση την άδεια, γιατί αλλιώς πολλά κακά θα πέσουν στην Αίγυπτο.

Τότε ο Μωυσής καταφοβισμένος ρώτησε πως μπορούσε να παρουσιαστή και να πη αυτό το πράγμα στο Φαραώ, αφού είχε το ελάττωμα να μη μπορεί να μιλεί εύκολα, γιατί ήταν βραδύγλωσσος. Ο Θεός όμως του αποκρίθηκε πως μπορούσε να πάρει μαζί του τον αδερφό του τον Ααρών, που μιλεί πολύ ωραία.

Τότε ο Μωυσής πήγε στον Ααρών και του είπε όλα αυτά.

Οι δέκα πληγές του Φαραώ

Ο Μωυσής κι ο Ααρών πήγαν και παρουσιάστηκαν μπροστά στο Φαραώ και του είπαν για την εντολή, που ο Θεός του έδωσε. Ο Φαραώ όμως τους έδιωξε λέγοντάς τους πως δεν πρόκειται ν’ αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν. Ύστερα διάταξε να βασανίζουν πιο σκληρά τους Ισραηλίτες.

Ο Ααρών κι ο Μωυσής ξαναπήγαν στο Φαραώ. Για να δείξει ο Ααρών πως είναι απεσταλμένος του Θεού, έριξε κάτω το ραβδί του κι αυτό έγινε ευθύς φίδι. Όμως ο Φαραώ ούτε στο θαύμα αυτό έδωσε καμιά σημασία, αλλά εξακολουθούσε να κρατεί τους δύστυχους Ισραηλίτες στη σκλαβιά.

Τότε ο Θεός, θυμωμένος εναντίον αυτού του άπιστου βασιλιά, έριξε πάνω στη χώρα του δέκα φοβερά κακά, «τις δέκα πληγές του Φαραώ». Να μερικές:

Έκαμε το νερό του Νείλου αίμα. Γέμισε τον τόπο βατράχους. Άπλωσε βαθύ σκοτάδι, που κράτησε πολλές ημέρες. Τέλος, στέλνει και τη δέκατη πληγή, την πιο φοβερή: δηλαδή άγγελος Κυρίου χτύπησε όλα τα νεογέννητα παιδιά των Αιγυπτίων και πέθαναν όλα σε μια νύχτα.

Την ίδια νύχτα οι Ισραηλίτες, σύμφωνα με την εντολή του Θεού, που την έδωσε στον Μωυσή, έμειναν άγρυπνοι και ντυμένοι, για να είναι έτοιμοι να φύγουν.

Πριν απ’ αυτό είχε σφάξει κάθε οικογένεια από ένα αρνί κι αφού πρώτα έβαψαν την πόρτα τους με το αίμα του, ύστερα το έψησαν. Έβαψαν οι Ισραηλίτες σύμφωνα με την εντολή του Θεού τις πόρτες των σπιτιών τους, για να ξεχωρίζουν από τα σπίτια των Αιγυπτίων κι έτσι να μη χτυπηθούν με θάνατο και τα δικά τους παιδιά.

Την ημέρα αυτή οι Εβραίοι τη γιορτάζουν ως σήμερα. Είναι το Πάσχα τους και κάθε χρόνο την ημέρα αυτή τρώνε αρνί ψητό καθώς και άζυμα, για να θυμούνται την έξοδό τους από την Αίγυπτο.

Πηγή:ekklisiaonline.gr