Ξεκινάει κι ο νιάημερος. Όλοι μας, λίγο ή πολύ, έχουμε όμορφες αναμνήσεις από αυτό το μοναδικό για την παλιά εποχή γεγονός, που συγκέντρωνε στην πόλη μας τους κατοίκους της γύρω περιοχής για να ψωνίσουν και να διασκεδάσουν. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το πανηγύρι αυτό κρατούσε εννιά μέρες, γι’ αυτό και το όνομά του εννιάμερος-νιάημερος στα κοζανίτικα.

Στη Λαχαναγορά στου “Μισχιάθκου”, όπου γινόταν ο νιάημερος όταν εγώ ήμουν παιδί, το πανηγύρι ξεκινούσε από τη Δευτέρα. Τότε στηνόταν το Λούνα παρκ, ο θαυμαστός και μαγικός κόσμος των παιδιών, που το περιμέναμε με λαχτάρα. Αμέτρητη η ανυπομονησία και η χαρά μας, όταν στηνόταν. Οι κούνιες (εκείνες οι βάρκες που νόμιζες ότι σε ανέβαζαν στον ουρανό), τα αλογάκια με τον αλησμόνητο Κουκουρίνο, τα παιγνίδια, προσκαλούσαν τους μικρούς και όχι μόνο, να διασκεδάσουν και να χαρούν.

Την Τρίτη, από το πρωί, ένα πολύχρωμο, πολύβουο μελίσσι νέων και μεγαλύτερων περιδιάβαινε ανάμεσα από τους πάγκους με τα ρούχα, τα παιγνίδια, τα παπούτσια και τα είδη του νοικοκυριού, ενώ τσαντήρια με μάγους και ασώματες κεφαλές, ταχυδακτυλουργούς και φίδια, προσκαλούσαν τον κόσμο να μπει και να θαυμάσει. Το “μαλλί της γριάς”, άσπρο ή ροζ, που κολλούσε στα χείλη όταν το τρώγαμε, τα μαντζούνια του Ρέτζιου και τα κόκκινα μήλα του, φάνταζαν προκλητικά στις προθήκες των πρόχειρων κατασκευών, σκέτος πειρασμός για τους μικρούς. Το αποκορύφωμα όμως των γλυκών της ημέρας ήταν “ου νιαημιργιότ’κους χαλβάς απ’ τουν Νταβάν¨”, όπου σχηματίζαμε ατέλειωτες ουρές μπροστά από το μαγαζί του για να τον απολαύσουμε. “Χαλβάν νιαημιργιότ’κουν” παρασκεύαζαν και άλλοι επιτήδειοι Κοζανίτες μόνον τις μέρες εκείνες, όπως ο αξέχαστος Χαρίσης, που πουλούσε όλο τον χρόνο στα γήπεδα τον ωραίο άσπρο σαπουνέ χαλβά και τον διαλαλούσε με το χαρακτηριστικό εκείνο “Χαλβάν παιδία”.

Από το γραφικό “Μισχιάθκου” ο νιάημερος μεταφέρθηκε “στ’ Κλη το μπαχτσέ”, από κει σε μεγαλύτερο χώρο προς τον σιδηροδρομικό σταθμό (κάτω από την οδό Γκέρτσου), για λίγα χρόνια στον δρόμο προς τον Αϊ-Θανάση και τα τελευταία χρόνια στους πρόποδες του Ψηλού Αϊ-Λια, ξέμακρος, μακριά απ’ την ανάσα της πόλης. Χάθηκε έτσι η παλιά αίγλη, η γραφικότητα και η απλότητά του, έγινε πιο εμπορική εκδήλωση και λιγότερο ανθρώπινη, όπως όλες οι κοινωνικές εκδηλώσεις.

Όμως, εμείς οι “λίγο” μεγαλύτεροι έχουμε πάντα στις μνήμες και τις αναμνήσεις μας εκείνο τον νιάημερο των παιδικών μας χρόνων “στου Μισχιάθκου”, τις σκανταλιές και τα παιγνίδια μας εκεί, την ανυπομονησία που τον περιμέναμε και τον λαχταριστό χαλβά του Δαβάνη, που άξιζε όσο κι αν περιμέναμε για να τον απολαύσουμε..

Στη φωτογραφία, με τον αδελφό μου, 5 Οκτωβρίου 1948, “πετάμε” στα σύννεφα, στο πιο αγαπημένο παιγνίδι των παιδιών