‘Ένα μεγάλο άγχος των νέων και σύγχρονων δημιουργών, όταν καταπιάνονται με κλασικά κείμενα και ιδιαίτερα με το αρχαίο ελληνικό δράμα είναι η απόδοση τους με όρους επικαιροποίησης ή αν θέλετε ο εκσυγχρονισμός του ύφους και της όψης των παραστάσεων. Τις περισσότερες φορές, αυτό γίνεται με τρόπους νεωτερίστικους, που φτάνουν ή και ξεπερνούν τα όρια της παραδοξότητας, τρόποι που δηλώνονται ρηξικέλευθοι και προοδευτικοί. Έτσι, συχνά το αποτέλεσμα που προκύπτει από τέτοιες «επαναστατικές» προσεγγίσεις είναι από αδιάφορο έως βαθιά ασεβές . Γιατί, εκείνο που προβάλλεται, σε πρώτο πλάνο είναιένας οφθαλμολογικός εντυπωσιασμόςμε ευρήματα, εφέ και τεχνάσματα, σε βάρος της ουσίας του «ηδυσμένου λόγου» και της «σπουδαίας πράξης». Και, δυστυχώς, εκείνο που εξάγεται ως συμπέρασμα, είναι η κακοπιστία του σκηνοθέτη απέναντι στην αυτόνομη διαχρονικότητα και την πανανθρώπινη αξία του ίδιου του έργου που επέλεξε να ανεβάσει.

Ένα τέτοιο παράδειγμα παράστασης αποτελούν οι «Βάκχες» που ο πολλά υποσχόμενος νέος σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης πρότεινε φέτος το καλοκαίρι, και ανεβαίνει με την σύμπραξη του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και της People Entertainment Group. Έχοντας ήδη, ασχοληθεί με το αρχαίο δράμα με τρόπο ενδιαφέροντα («Οιδίπους Τύραννος», «Αίας»), και προσφάτως βραβευμένος με το βραβείο Κάρολος Κουν της Ένωσης Ελλήνων Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, δεν μπόρεσε αυτήν την φορά στο έργο του Ευριπίδη, να αποβάλλει το άγχος του σύγχρονου, του επίκαιρου και του μοντέρνου.

Σε ένα δυστοπικό, φουτουριστικό περιβάλλον εγκαταλειμμένης παιδικής χαράς, γίνεται η έλευση και η επιβολή του μεταμφιεσμένου Θεού Διονύσου, ένα σκηνικό εκτός αρχαιολογικής και αρχαιολαγνικής αποτύπωσης, ενταγμένo στην ιδέα μιας Φελινικής γραφής και ατμόσφαιρας. Κι εδώ, θα συναντήσουμε το μόνιμο πλέον πρόσχημα του τσίρκου με παλιάτσους και κλόουν, με κάποιες μπεκετικές αναφορές (όπως η εμφάνιση ηθοποιού μέσα από σκουπιδοντενεκέ). Τα αρχαία ερείπια ή παλάτια που πιθανόν να περίμενε να δει κανείς αντικαθίστανται από τσουλήθρες, κούνιες, παγκάκια, τραμπάλες και από τη… Ρούλα Πατεράκη (η οποία με εξαίρεση μιας απαγγελίας ενός εμβόλιμου ποιήματος της Κατερίνας Γώγου, δεν έχει κανένα άλλο ρόλο εκτός από το να παρευρίσκεται στη σκηνή πλέκοντας). Η κωμικότητα και αποδόμηση γίνονται εμμονικά αυτοσκοπός χωρίς καμιά συγκεκριμενοποίηση ιδεολογικής στόχευσης, η περίφημη ζυγαριά της «Ευριπίδειας τραγικοκωμωδίας» (αν ασπαστούμε αυτήν την ερμηνεία στις τραγωδίες του Ευριπίδη) γέρνει καθοδηγούμενα και με σαφήνεια στην κωμωδία, σε τέτοιο βαθμό που οι υποψιασμένοι θεατές έρχονται σε φανερή αμηχανία αν θα πρέπει να γελάσουν ή όχι. Οι Βακχικές τελετές μετατρέπονται σε παιδικά παιχνίδια και απογυμνώνονται με αυτόν τον τρόπο από κάθε ιερότητα, δεν φτάνουν στην κερκίδα ούτε καν ως λαϊκά δρώμενα.

Έτσι, οι Βάκχες, αυτό το τελευταίο κληροδότημα του Ευριπίδη, του νεωτεριστή και πειραματιστή, που με κατάνυξη και ιερή φρίκη αποτολμά να απεικονίσει την συνάντηση Θεού και Ανθρώπου, το σημείο εκείνο που ο Θεός εξανθρωπίζεται και ο Άνθρωπος αποθεώνεται, δείχνει να εκπίπτει στην ευκολία της φόρμας. Η ανατριχίλα του δέους, του φόβου και της φρίκης, εγκαταλείπουν τη σκηνή δίνοντας τη θέση τους σε εύπεπτες ευκολίες (ο νεκρός Πενθέας-Εσταυρωμένος, ο Επιτάφιος θρήνος κλπ) και εμβόλιμες/αχρείαστες επικαιροποιήσεις (Αγαύη-Τζόκερ, αποσπάσματα από άλλα έργα, εισαγωγή καινών και κενών ρόλων κλπ).

Υπάρχει εκφραστικός ειρμός, συνέχεια και συνέπεια στο επιλεγμένο ύφος της παράστασης (αυτό είναι αλήθεια), ύφος που επιεικώς θα λέγαμε ότι αγωνιά σε μια προσπάθεια Αριστοφάνειας πολιτικής ανάγνωσης του έργου, όπως υπάρχουν και πραγματικά σπουδαίες ερμηνείες που καταφέρνουν να υψωθούν σε αυτό το θολό τοπίο της δραματουργικής και σκηνικής υπόστασης της και να αποζημιώσουν τόσο το ίδιο το αδικημένο κείμενο, όσο και το κοινό. Για παράδειγμα ο Νίκος Καρδώνης και ο Δημήτρης Ήμελλος, συγκροτούν ένα γερό υποκριτικό δίδυμοΤειρεσία-Κάδμου, σαρωτικοί στη σκηνή, ξεδιπλώνουν ταλέντο, εμπειρία και τεχνικές. Στο πρόσωπο του Στάθη Κόικα και στην ερμηνεία του ως Πενθέας, διακρίνεις τη δυναμική νέων ηθοποιών που προσέρχονται στη σκηνή μελετημένοι και με σκληρή δουλειά. Με σταθερή εκφορά του λόγου, βροντερή χροιά, ολοκάθαρη εκφορά και μετρημένη σκηνική οντότητα, χωρίς υποκριτικό ακκισμό, ο Στάθης Κόικας δηλώνει παρών και έτοιμος για μεγάλους ρόλους.Ο Γιώργος Κοψιδάς, εκμεταλλεύεται το φυσικό δέμας και την ιδιαίτερη χροιά προς ενίσχυση της σωματικής μεγαλοπρέπειας και του θεϊκού δέους του Διονύσου, προσεγγίζοντας ερμηνευτικά τη διττή υπόσταση του ρόλου. Θαυμάσιοι, με γλαφυρότητα στην έκφραση οι Χριστόδουλος Στυλιανού και ο Βασίλης Μαυροματάκης ως Άγγελοι, με κωμική προσέγγιση στον Θεράποντα ο Κρις Ραντάνοφ, χωρίς ουσιαστικό ρόλο οι Ρούλα Πατεράκη και ο Κώστας Λάσκος. Ο Άρης Καλλέργης, δίνει το ρυθμό, την ένταση, και τις μεταλλαγές στην παράσταση με το τύμπανο, ενώ οι Βάκχες που συγκροτούν τον χορό (Μυρτώ Αλικάκη, Μαρίζα Τσάρη, Γωγώ Καρτσάνα, Ηλέκτρα Σαρρή, Ξένια Ντάνια, Δέσποινα Μαρία Μαρτσέκη), δημιουργούν μια παρέα κοριτσιών που παρακολουθούν και μετέχουν της τραγωδίας σαν σε παιδικό παιχνίδι. Αφήνω τελευταία τη Νίκη Σερέτη, πως ως ρόλος και ερμηνεύτρια, είχε επιφορτιστεί με το πιο βαρύ φορτίο στην συγκεκριμένη παράσταση. Πως αλήθεια να πείσει για την τραγικότητα της Αγαύης, πώς να θρηνήσει κρατώντας το κομμένο από την ίδια κεφάλι του γιού της (με την μύτη κλόουν!), όταν έχει προηγηθεί όλη αυτή η αποδόμηση της τραγωδίας; O ίδιος ο ρόλος και η τραγικότητα του, φαντάζει από μόνος του, εκτός ύφους και η προσπάθεια σκηνικής έστω προσαρμογής του με το τέχνασμα του προσώπου Joker δεν στέκεται ικανή ώστε το θέαμα να προσεγγίσει το λόγο και το πνεύμα. Έτσι, η τραγικότητα και η ερμηνευτική απόδοση που επιχειρεί να μεταδώσει η πολύ καλή ηθοποιός, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη να πάει στα χαμένα. Το κλίμα της κωμωδίας, δεν μεταστρέφεται.

Η μουσική του Στέφανου Κορκολή συνδράμει καθοριστικά στην νεωτερίστικη γλώσσα της σκηνοθεσίας, οι φωτισμοί του Γιάννη Δρακουλαράκου είναι σκοτεινoί στην απόδοση της ερημιάς και της δυστοπίας, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια (κάποια δημιουργούν απορίες για την επιλογή τους, όπως τα μπαλόνια στη θέση του στήθους των κοριτσιών) είναι των Αριστοτέλη Καρανάνου και Αλεξάνδρας Σιάφκου.

Μια σπουδή στην παιδική ηλικία, όρισε το ιδεολογικό πλαίσιο της παράστασης ο ίδιος ο Χρήστος Σουγάρης. Θα είχε έντονο ενδιαφέρον και εξαιρετική ίσως επιτυχία μια τέτοια προσέγγιση εάν δεν χανόταν στη επιλογή της σκηνικής γλώσσας και στην ευκολία της κωμικής ανάγνωσης του έργου. Αντίθετα, επιφόρτισε τους πολύ σημαντικούς ηθοποιούς που μετέχουν στην παράσταση, με ένα επιπλέον βάρος, να προσπαθήσουν να πείσουν το κοινό για το αυτονόητο: για το τραγικό μεγαλείο του έργου.

Κώστας Ζήσης
Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής

Πηγή: intownpost.com