Ποτέ ξανά δεν με ταλαιπώρησε η εύρεση ενός τίτλου τόσο πολύ όσο στο συγκεκριμένο άρθρο. Πώς να συνοψίσω με λίγα λόγια τον Γράμμο; Είναι βλέπετε ένα βουνό που έχει κάτι το ανθρώπινο…

Σιωπηλό αλλά κατά κάποιον τρόπο το ακούς να σου μιλά… Απόμακρο αλλά συμπονετικό. Ακριτικό αλλά φιλόξενο, τόσο όσον αφορά τους λιγοστούς ανθρώπους που κατοικούν εκεί, όσο και το ίδιο το βουνό που μορφολογικά σχηματίζει ένα πλατύ U που μοιάζει με αγκαλιά.

Έχει δει αδέρφια να αλληλοσκοτώνονται, έχει δει τον παραλογισμό του πολέμου για αυτό οικτίρει τους ανθρώπους και δεν τους δίνει σημασία (συμπεριφορά που συναντάται σε όντα θεϊκά), αφήνοντάς τους άλλοτε να θαυμάσουν την ομορφιά του τοπίου και άλλοτε να τα βάλουν με τα στοιχεία της φύσης.

Το βουνό μοιάζει με έναν υπεραιωνόβιο ασκητή. Κάθεται εκεί και ατάραχο βλέπει. Κυλάει με τις εποχές. Το πέρασμα του χρόνου δεν το αγγίζει γιατί απλά έχει γίνει ένα με τον χρόνο. Όταν ντύνεται στα λευκά είναι χειμώνας, όταν ανθίζει είναι άνοιξη. Αυτό όμως που το κάνει να μοιάζει περισσότερο με ασκητή είναι το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή δεν υφίσταται τηλεφωνικό σήμα ούτε διαδίκτυο. Η επικοινωνία γίνεται μόνο μέσω σταθερού τηλεφώνου ενώ για να πας στο ομώνυμο χωριό πρέπει να διασχίσεις από το Νεστόριο Καστοριάς έναν δύσκολο, γεμάτο στροφές δρόμο, με τα τελευταία 5 χλμ να είναι ακόμα (μέχρι αυτήν την στιγμή που γράφω το κείμενο) χωματόδρομος…

Είναι ένας τόπος που σε μεταφέρει σε έναν άλλο χωροχρόνο. Θέλοντας και μη μετατρέπεσαι σε ασκητής. Το χωριό μοιάζει με ακριτική πόλη της Αμερικανικής Άγριας Δύσης αφού ουσιαστικά αποτελείται από 2 ξενώνες, μία ταβέρνα και ένα φυλάκιο του στρατού. Η κίνηση από ανθρώπους είναι σχεδόν ανύπαρκτη ενώ στα γύρω οροπέδια οι Αλβανοί καουμπόηδες (δεν κάνω πλάκα, πολλές φορές είδα έφιππους βοσκούς) που δουλεύουν για τους Έλληνες κτηνοτρόφους μοιάζουν με φαντάσματα τρελαμένα από τη μοναξιά που αποζητούν λίγη ανθρώπινη επικοινωνία.

Μετά από όλον αυτόν τον πρόλογο, θα τολμήσω να πω το εξής: Έχω πάει στο Άγιον Όρος. Εκεί υπήρχε και κίνηση από ανθρώπους και πρόσβαση σε τηλέφωνο και διαδίκτυο. Σαν τον Γράμμο δεν υπάρχει πουθενά. Αν θέλει κάποιος να νιώσει ασκητής, εκεί πρέπει να πάει. Αν ο επισκέπτης αφεθεί στη γοητεία του τόπου θα έρθει σε επαφή με τη φύση, με τον ίδιο του τον εαυτό, την ύπαρξή του, ενώ ταυτόχρονα αν το επιθυμεί, αυτός ο τόπος θα μπορέσει να του εξάψει το ενδιαφέρον ώστε να μάθει περισσότερα σχετικά με μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες στη ιστορίας της πατρίδας μας, τον εμφύλιο του 1946-1949…

Αν και αρχικός σκοπός αυτού του άρθρου ήταν η καταγραφή εντυπώσεων του τόπου, του βουνού και η παροχή πληροφοριών σχετικά με την ανάβαση στην δρακολίμνη του Γράμμου, τη λεγόμενη Γκιστόβα (οι βλάχοι έμαθα τη λένε Γκιζντόβα), θεωρώ ότι οτιδήποτε γράψω μετά από αυτήν την ποιητική μακρά εισαγωγή μου θα είναι περιττά…

Θα σταθώ στα εξής και μετά θα σας αφήσω να απολαύσετε το βίντεο της ανάβασης και τις φωτογραφίες από αυτήν την εξόρμηση:

Με εξέπληξε η ευγένεια των κατοίκων. Ακόμα και αν δεν μείναμε σε ξενώνα (μείναμε σε σκηνή στο ελικοδρόμιο) οι πληροφορίες που μας έδωσαν οι διαχειριστές του Grammohome για την περιοχή και το χαμόγελό τους με κάνουν να
θέλω την επόμενη φορά να μείνω στον εν λόγω ξενώνα (από φωτογραφίες που είδα οι χώροι του είναι πολύ όμορφοι). Ανάλογα σχόλια έχω διαβάσει και για τον έτερο ξενώνα Grammos Lodge.

H ταβέρνα του χωριού προσφέρει τέλεια κρεατικά δεδομένου ότι ο ιδιοκτήτης είναι κτηνοτρόφος. Επίσης, λειτουργεί και ενοικιαζόμενα δωμάτια στο ίδιο κτίριο.

Να είσαστε προετοιμασμένοι ότι δεν υπάρχει δίκτυο κινητής τηλεφωνίας στην περιοχή πέραν από κάποια σημεία που υπάρχει Αλβανικό δίκτυο.

Μονοπάτι σηματοδοτημένο δεν υφίσταται, οπότε θα πρέπει να μελετήσετε καλά τη διαδρομή είτε για την κορυφή είτε για την Γκιστόβα. Χρήση gps συνίσταται κάνοντας download μία χαρτογραφημένη διαδρομή από το διαδίκτυο (hellaspath, wikiloc κλπ) ή συμβουλευτείτε την διαδρομή του χάρτη της «Ανάβασης». Στην προκειμένη ανάβαση και έχοντας παρακολουθήσει σχολή βουνού το χειμώνα θέλησα να πειραματιστώ και να προσανατολιστώ μόνο με πυξίδα και χάρτη. Δυστυχώς (ή ευτυχώς γιατί έτσι έμαθα από το λάθος μου) αν και πήρα τα σωστά αζιμούθια (κλίσεις κατεύθυνσης να το πω λαϊκά), ξεκίνησα από λάθος σημείο αφετηρίας με συνέπεια να κινούμαι παράλληλα με την διαδρομή που είχα χαράξει. Όταν βρήκα τα σκούρα χρησιμοποίησα gps. Επισημαίνω ότι υπάρχουν «τεμπέλικες διαδρομές» για όποιον το επιζητήσει δεδομένου ότι υφίστανται αγροτικοί δρόμοι.

Το αρχικό μας πλάνο προέβλεπε άφιξη στον Γράμμο κατά τις 12 το μεσημέρι, ανάβαση και κατασκήνωση στη λίμνη και την επομένη, ανάβαση στην κορυφή Τσούκα Πέτσικ και επιστροφή στο χωριό. Ωστόσο, αφενός το gps μας έδειξε λάθος δρόμο για το χωριό (να το γνωρίζετε γιατί μας το επισήμαναν και οι κάτοικοι, μην πάτε στον Γράμμο από το Γιαννοχώρι όπως υποδεικνύει το οδικό gps αλλά μέσω του χωριού Πεύκο) με συνέπεια να αργήσουμε σημαντικά, και αφετέρου ο καιρός όταν φτάσαμε δεν ήταν καλός (πυκνή νεφοκάλυψη που προμήνυε βροχή). Έτσι, κατασκηνώσαμε στο χωριό και ξεκινήσαμε την ανάβαση την επόμενη μέρα.
Από αυτό το διήμερο δεν θα ξεχάσω ποτέ τους ήχους των πουλιών την αυγή και το γάργαρο νερό του Αλιάκμονα. Ο Γράμμος όπως έγραψα είναι ένα μέρος ηρεμίας και εσωτερικής αναζήτησης. Είναι ένα βουνό που σίγουρα θα ξαναεπισκεφτώ δεδομένου ότι λόγω άστατου καιρού διστάσαμε να ανέβουμε στην κορυφή.

Εις το επανιδείν λοιπόν.

 

Πηγή: ferruccelli.com