Η Πρωτοχρονιά ήταν γιορτή ξεφαντώματος στην Πέλκα. Τα όργανα ερχόταν από την παραμονή στο χωριό. Παρέες νέων τα υποδέχονταν στο Πέρα το πηγάδι. Η άφιξή τους ήταν πανηγυρική και ενθουσιώδης. Σχηματιζόταν μια πομπή με τα νταούλια μπροστά να παίζουν εύθυμα τραγούδια, προσαρμοσμένα σε πηδήματα και συγκαθίσματα όπως το Έντεκα, και με τις παρέες κατόπιν να τραγουδούν το «Άγιους Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημερώνει», η οποία έκανε ένα γύρο- κύκλο στο χωριό και δημιουργούσε την ατμόσφαιρα του κεφιού και του γλεντιού για ένα εικοσιτετράωρο.

Όταν νύχτωνε, το γλέντι συνεχιζόταν στα καφενεία του Μπαρμπαγιάννη και του Μπαντή.

Το πρωί της παραμονής του νέου έτους, τα παιδιά με τα σακούλια γύριζαν και πάλι τα σπίτια, λέγοντας «σούρβα, μπάμπου μ’, σούρουβα κι μένα μια σουρβίνα, κι τώρα κι του χρόνου.». Η οικοδέσποινα τα φιλοδωρούσε σούρβα και κάστανα, καρύδια και αμύγδαλα.

Ξημερώνοντας η Πρωτοχρονιά, νύχτα ακόμη, όλοι μικροί και μεγάλοι και οι πενθούντες ακόμη πήγαιναν στην εκκλησιά. Μετά την απόλυση το γλέντι ξεκινούσε στην πλατεία του χωριού με τα μπουμπουσιάρια και τα νταούλια να παίζουν. Το μεσημέρι γινόταν το διάλειμμα για την κοπή της βασιλόπιτας .

Η οικοδέσποινα ετοίμαζε, την παραμονή, τη βασιλόπιττα που ήταν πιτουρόπ’τα, με φύλλα ανοιγμένα ένα-ένα και η γέμιση ήταν μόνον τυρί. Με ιδιαίτερη επιδεξιότητα και τέχνη, ανοίγανε οι Πελκιώτισσες τα φύλλα, τα στέγνωναν, τα σιγοψήνανε πάνω στη γάστρα και τα αράδιαζαν στο μεγάλο σινί. Προς τον κόθαρο και κάτω από το επάνω φύλλο έμπαινε το φλουρί. Το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς, τοποθετούσαν την πίτα στο τραπέζι και γύρω καθόταν όλη η οικογένεια. Την σταύρωνε τρεις φορές και την έκοβε σε φιλλιά το πιο σεβαστό πρόσωπο της οικογένειας. Κόβοντας, ονομάτιζε το πρώτο στον Αϊ Βασίλη, το δεύτερο στο σπίτι, το τρίτο στα πρόβατα και έπειτα, αναλόγως της ηλικίας, στους οικείους, παρόντες και ξενιτεμένους. Αν το φλουρί τύχαινε στον Αϊ Βασίλη σήμαινε ότι ο Άγιος θα βοηθάει, αν στο σπίτι ότι θα ευημερούσε, αν στα πρόβατα θα αποκτούσαν βιος, αν σε πρόσωπο που βρισκόταν στα ξένα ότι θα επιστρέψει κι αν το έβρισκε κάποιος από τους παρόντες του δίνανε τα συχαρίκια και κάποια χρήματα..

Μετά την κοπή της βασιλόπιτας, ξανάρχιζε ο χορός των καρναβαλιών στο μεσοχώρι της Πέλκας. Οι άντρες μεταμφιεσμένοι σε φουστανελοφόρους με χαϊμαλιά κρεμασμένα και γιαταγάνια στο χέρι, σε βλάχους με κουδούνια κρεμασμένα στο λαιμό, στη μέση ,εμπρός και πίσω, άλλοι με μαντήλι στο πρόσωπο και με δυο μάτια που έφτιαχναν, άλλοι με ματογυάλια, άλλοι πάπποι, άλλοι μπάμπες, άλλοι κοκόνες και οι γυναίκες μεταμφιεσμένες σε βοσκοπούλες, σε χανούμισες, σε νύφες με φλουριά γλεντούσαν όλοι ως αργά το βράδυ, περιμένοντας το νέο χρόνο με τραγούδι, χορό, κέφι και με πολλές ευχές και ελπίδες. Όσοι δεν χόρευαν, σχημάτιζαν ένα κύκλο καθισμένοι γύρω-γύρω στο μεσοχώρι σε καρέκλες που ο καθένας έφερνε από το σπίτι. Όλο το χωριό μετείχε και ξεχνούσε τις έγνοιες του!

Πηγή