Εορτολόγιο: Από την παιδική του ηλικία ήταν ολιγαρκής καί αυτάρκης, «μόνοις δε οίς εύρισκεν ηρκείτο καί πλέον ουδέν εζήτει». Σε νεαρή ηλικία, περίπου 20 ετών, έχασε τούς γονείς του. Έξι μήνες μετά την κοίμηση των γονέων του, άκουσε στην εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή τού πλουσίου νεανίσκου, στην οποία αναφέρεται, ότι ο Χριστός είπε στον πλούσιο νέο : «πώλησον τα υπάρχοντά σου καί δος πτωχοίς».

Τόση μεγάλη εντύπωση προξένησε η Ευαγγελική αυτή προτροπή στην ψυχή τού Αντωνίου, ώστε αμέσως διένειμε τα υπάρχοντά του στούς πτωχούς καί ενδεείς, αφού φύλαξε τα απολύτως αναγκαία γιά την συντήρηση αυτού καί της μικρής του αδελφής, την οποία φρόντισε να παραδώσει σε Χριστιανές νέες παρθένους πού είχαν αφιερωθεί στη χριστιανική αρετή, βέβαιος ότι κοντά τους θα είναι κατά πάντα ασφαλής.

Από τότε ο Άγιος Αντώνιος άρχισε να ζεί ασκητικό βίο, εργαζόμενος αδιάκοπα καί υποβαλλόμενος σε αυστηρή νηστεία, γιά να κατανικήσει τούς πειρασμούς της σάρκας, αγρυπνώντας ολόκληρη τη νύχτα καί τρώγοντας ελάχιστα.

Νικώντας τους πειρασμούς

Στη συνέχεια απήλθε σε τόπο έρημο καί μακρινό όπου υπήρχαν μνήματα καί αφού εισήλθε σε ένα από αυτά έκλεισε τη θύρα. Η τροφή του ήταν ελάχιστη καί τού την πήγαινε σε καθορισμένες ημέρες ένας συνασκητής του.

Εκεί υπερνίκησε, με τη χάρη τού Θεού, νέους πειρασμούς. Αργότερα πήγε κοντά στα ερείπια ενός φρουρίου καί κατοίκησε σε σπήλαιο χωρίς να τον βλέπει κανένας καί χωρίς να δέχεται κανένα παρά μόνο έναν γνωστό του, ο οποίος τού έφερνε κάθε έξι μήνες ψωμί γιά ολόκληρο το εξάμηνο.

Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια ασκήσεως καί αφού έφθασε σε ύψη πνευματικής τελειώσεως, εμφανίσθηκε στον κόσμο καί τότε άρχισαν να συρρέουν περί αυτόν πολλοί πού τον θαύμαζαν ως ασκητή καί θαυματουργό.

Μαρτυρείται ότι, ενώ ο Άγιος βρισκόταν ακόμα στη ζωή, έβλεπε τις ψυχές των ανθρώπων πού εξέρχονταν από το σώμα τους, καθώς καί τούς δαίμονες πού τις οδηγούσαν. Το γεγονός αυτό είναι πολύ θαυμαστό, αφού μία τέτοια δυνατότητα είναι γνώρισμα μόνο νοερής καί ασώματης φύσεως.

Στην Αλεξάνδρεια

Το έτος 311 μ.Χ., κατά τον διωγμό τού αυτοκράτορα Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), κατήλθε στην Αλεξάνδρεια, γιά να ενθαρρύνει καί να βοηθήσει τούς πιστούς, τούς Ομολογητές καί τούς Μάρτυρες.

Όταν έπαυσε ο διωγμός, ο Όσιος επανήλθε στην έρημο, αλλά επειδή αισθανόταν ενοχλημένος από την παρουσία πολλών, πού πήγαιναν γιά να τον συναντήσουν, έφυγε από εκεί καί ήλθε σε τόπο έρημο, ο οποίος βρισκόταν σε όρος ψηλό, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα.

Καί εκεί όμως προσέρχονταν πολλοί γιά να λάβουν την ευλογία του, να διδαχθούν καί να θεραπευθούν. Θεράπευσε δε τούς ασθενείς «ου προστάζων, αλλ’ ευχόμενος καί τον Χριστόν ονομάζων».

Η φήμη τού Οσίου Αντωνίου έφθασε μέχρι τούς βασιλείς, τόσο ώστε ο Μέγας Κωνσταντίνος καί οι υιοί του, Κωνστάντιος καί Κώνστας, έγραφαν σε αυτόν, σαν να ήταν πατέρας τους καί τον παρακαλούσαν να τούς απαντήσει.

Κατά την διάρκεια τού ασκητικού του βίου ποτέ δεν άλλαξε ένδυμα καί ποτέ δεν ένιψε το σώμα η τα πόδια του με νερό. Ο Όσιος, αν καί αγράμματος στην ανθρώπινη σοφία, ήταν σοφός κατά Θεόν.

Δίδασκε στους μαθητές του να μην θεωρούν τίποτε ανώτερο από την αγάπη του Χριστού

Είχε λόγο «ηρτυμένον τω θείω άλατι καί χαρίεντα». Δίδασκε στούς μαθητές του να μην θεωρούν τίποτε ανώτερο από την αγάπη τού Χριστού καί να μη νομίζουν ότι, επειδή απέχουν από τα κοσμικά αγαθά, στερούνται κάτι αξιόλογο.

Το να αφήνει κανείς τα επίγεια αγαθά είναι σαν να καταφρονεί μία δραχμή από χαλκό, γιά να κερδίσει εκατό χρυσές. Δεν πρέπει, έλεγε, να λησμονάμε ότι ο ανθρώπινος βίος είναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος προς το μέλλοντα αιώνα.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να κοπιάζουμε γιά την απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών, τα οποία δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, αλλά γιά την απόκτηση αιώνιων αγαθών, δηλαδή της φρονήσεως, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης, της ανδρείας, της συνέσεως, της αγάπης.

Ο Μέγας Αντώνιος, αφού έζησε εκατόν πέντε έτη, κοιμήθηκε οσίως το 356 μ.Χ.

Αν καί, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες τού Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί πού μόναζαν κοντά του έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια καί από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Πηγή:ekklisiaonline.gr