γράφει ο Ευθύμιος – Σπυρίδων Γεωργίου

Τα αρχοντικά της Μακεδονίας, χτισμένα σύμφωνα με την μακεδονική αρχιτεκτονική, εκφράζουν την οικονομική ανάπτυξη της εποχής. Τα πρώτα δείγματα της μακεδονικής αρχιτεκτονικής τα συναντάμε στα τέλη του 17ου με αρχές 18ου αιώνα σε πόλεις της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας (Καστοριά Σιάτιστα Βέροια). Αρχικά τα αρχοντικά χτίζονταν από ντόπιους και Κωνσταντινοπολίτες μαστόρους επηρεασμένα από την Βυζαντινή αρχιτεκτονική, ενώ με το πέρασμα των χρόνων και την ανάπτυξη του εμπορίου δέχτηκαν επιρροές από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική.

Η αρχιτεκτονική μορφή της αστικής κατοικίας στην Κοζάνη ολοκληρώθηκε γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία οι έμποροι και οι βιοτέχνες της πόλης απέκτησαν οικονομική δύναμη.

H αρχιτεκτονική των κατοικιών και η καθημερινότητα επηρεάστηκε από το δυτικό τρόπο ζωής. Ο εξευρωπαϊσμός που κυριάρχησε στην βαλκανική χερσόνησο ύστερα από την πτώσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την δημιουργία εθνών–κρατών εκφράστηκε στην πόλη με την κατασκευή των αρχοντικών και την συμπλήρωση του παλιού πολεοδομικού ιστού της Κοζάνης, όπου τα πολυδαίδαλα στενοσόκακα, χαμηλές σε ύψος κατοικίες αντικαταστάθηκαν με την ιπποδάμεια γεωμετρία στους οδικούς άξονες. Σχηματίζοντας στην τομή, πλατείες με ορισμένο τοπόσημο, παραδείγματος χάρη καμπαναριό και εκκλησία ή ορισμένα κτίρια θεσμικού χαρακτήρα.

Τα αρχοντικά της Κοζάνης-Αρχιτεκτονική

Τα Κοζανίτικα αρχοντικά περιβάλλονταν από λίθινους τοίχους με λίγα σιδερόφρακτα ανοίγματα στις εξωτερικές πλευρές, ενώ στην ελαφριά κατασκευή του ορόφου (τσατμάς) ανοίγονταν «σαχνισιά» και «χαγιάτια» κυρίως προς την εσωτερική αυλή.

Στο ισόγειο γύρω από την πλακόστρωτη ευρύχωρη «μεσιά» διαμορφώνονται το «ανηλιακό» (καθημερινό χειμωνιάτικο δωμάτιο), το κελλάρι, ο «μαγαζές» (αποθήκη) καθώς και ο «καφέ-οντάς» και ο «μουσαφίρ-οντάς» (χώροι υποδοχής).

Η ξύλινη σκάλα οδηγούσε στο «χαγιάτι» (σκεπαστή στοά) του ορόφου που έκλεινε με καταπακτή («γκαβανή»). Στις δύο πλευρές του υπερυψωμένου «δοξάτου» (χώρου γιορτών) διατάσσονταν οι «μουσαφίρ-οντάδες» (καλοκαιρινοί χώροι διαβίωσης), ένα κελλάρι («μαερειός») και ο «καλοκαιρινός οντάς» που αποτελούσε ενιαίο χώρο με το «δοξάτο» και το «χαγιάτι». Συνήθως στην αυλή («νουβουρού») βρίσκονται βοηθητικοί χώροι («αναγκαίο», πηγάδι, αποθήκες), ενώ διαμορφωνόταν και υπόγειο με θολωτή οροφή.

Από τη μικρή αυλή στο πίσω μέρος του σπιτιού διέφευγαν οι ένοικοι σε ώρες κινδύνου μέσω της «απάνοιξης» (σύστημα επικοινωνίας των γειτονικών αυλών) που συνδυαζόταν με το οδικό δίκτυο της πόλης.

Τα περισσότερα από τα αρχοντικά που χτίστηκαν τον 18ο αιώνα στην Κοζάνη έχουν σήμερα καταστραφεί. Στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης διασώζονται ξυλόγλυπτα τμήματα του αρχοντικού του Χαρίση Ράντα (τέλη 17ου αιώνα), που έχουν στενή τεχνοτροπική σχέση με τα ξυλόγλυπτα του Αγίου Νικολάου και αυτά του «καλού οντά» του αρχοντικού Τζιμηνάκη (τέλη 18ου αιώνα) το οποίο έχει αποκατασταθεί στο Μουσείο Μπενάκη (δωρεά Ε. Σταθάτου). Στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης έχει μεταφερθεί, επίσης, και ο «μπας-οντάς» του αρχοντικού του Γ. Σακελλάριου (τέλη 17ου αιώνα) με τον πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο.

Τρία μόνο από τα πλούσια αρχοντικά που έχτισαν οι εύποροι έμποροι της Κοζάνης τον 18ο αιώνα σώζονται σήμερα. Τυπικά παραδείγματα της αρχιτεκτονικής της εποχής, αλλά και της τάσης για πλούσιο ξυλογλυπτικό και ζωγραφικό διάκοσμο τα αρχοντικά του Γεώργιου Λασσάνη (β’ μισό 18ου αιώνα), του Γρηγορίου Βούρκα (1748) , και του Βούρκα-Κατσικά (1762) αντιπροσωπεύουν την περίοδο του β’ μισού του 18ου αιώνα.

Αρχοντικό Γεωργίου Λασσάνη

Το αρχοντικό Λασσάνη, (λόγιος και πολιτικός από την Κοζάνη. Ο Γ. Λασσάνης ανέπτυξε δραστηριότητα ως συγγραφές, δραματουργός, δάσκαλος ενώ παράλληλα συμμετείχε στην επανάσταση του 1821. Ήταν συνεργάτης του Αλ. Υψηλάντη και βοήθησε στην προετοιμασία της ελληνικής επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Μετά την ίδρυση του ελλήνικου κράτους κατέλαβε υψηλά αξιώματα.) ήταν χτισμένο μέσα σε μία μεγάλη ιδιοκτησία, προστατευμένη από μία ψηλή πέτρινη μάντρα. Η κατοικία έχει έναν εσωστρεφή χαρακτήρα, ο οποίος καθορίζεται από την ανάπτυξή της γύρω από μία μικρή πλακόστρωτη αυλή. Μία ημιυπαίθρια μεταβατική ζώνη από την ιδιωτική αυλή προς το εσωτερικό τής κατοικίας διαμορφώνεται από το χαγιάτι πού λειτουργεί σαν ουσιώδες συστατικό της κατοικίας. Από το χαγιάτι πραγματοποιείται ή προσπέλαση των εσωτερικών χώρων, επειδή δεν υπάρχει κεντρική είσοδος. Στο ισόγειο, όπου διημέρευε η οικογένεια κατά τούς χειμερινούς μήνες, υπάρχουν δύο κύριοι χώροι, ένας για την υποδοχή των ξένων, ο καλός ή μπας οντάς, και ένας καθημερινός χώρος, το χειμωνιάτικο. Δύο βοηθητικοί χώροι, μία μεγάλη αποθήκη, ο μαγαζές και ένα κελάρι συμπληρώνουν το ισόγειο. Στον όροφο, όπου διημέρευε ή οικογένεια κατά τούς καλοκαιρινούς μήνες, υπήρχαν δύο οντάδες, ένα κελάρι και ένας καλοκαιρινός χώρος υποδοχής ξένων.

O χώρος αυτός ανοιγόταν ανατολικά προς την εσωτερική αυλή και προς το νότο με ένα σαχνισί. Από τον προσανατολισμό προέρχεται ή ονομασία ηλιακός ή ντηλιακός αυτού του ευχάριστα διακοσμημένου χώρου. Ένα μεγάλο θολωτό υπόγειο κατά την ανατολική προέκταση της κάτοψης προσπελάσιμο από την αυλή, χρησίμευε για την αποθήκευση αγροτικών προϊόντων και σαν κρυψώνας σε ώρα κινδύνου. Οι διαστάσεις τού αρχοντικού δεν ήταν αρκετά επιβλητικές όσο άλλων στην Κοζάνη, όμως χαρακτηριζόταν από έναν αρμονικό όγκο με μορφολογικά χαρακτηριστικά αστικής αρχιτεκτονικής και μία λειτουργικότητα σοφά προσαρμοσμένη στις καιρικές συνθήκες τού τόπου.

To ιστορικό κτίριο έχει αποκατασταθεί από το Δήμο Κοζάνης, με την εποπτεία της Τεχνικής Υπηρεσίας του, μετά την παραχώρηση της χρήσης από το Υπουργείο Πολιτισμού. Σήμερα στο αρχοντικό στεγάζεται η Δημοτική χαρτοθήκη Κοζάνης. Η δωδεκάφυλλη «Χάρτα» του Ρήγα Βελεστινλή, ο «Γεωγραφικός Πίναξ της Ελλάδος», ο «Άτλας ή χάρτης της Υδρογείου» του Άνθιμου Γαζή, τα γεωγραφικά συγγράμματα των Μελέτιου Μήτρου και Χρύσανθου Νοταρά, αντίγραφο του «Μεγάλου Ατλαντα» του Schrambl, του πρώτου αυστριακού άτλαντα και άλλα σημαντικά και πολύτιμα ιστορικά αρχεία “στεγάζονται “ στη χαρτοθήκη Κοζάνης.

Αρχοντικό Γρηγορίου Βούρκα

Το Αρχοντικό του Γρηγορίου Βούρκα βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της πόλης της Κοζάνης, πίσω από το κτίριο της Μητρόπολης Σερβίων & Κοζάνης και έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό μνημείο. Σύμφωνα με μαρμάρινη επιγραφή, που βρίσκεται εντοιχισμένη στο αρχοντικό και η οποία φέρει χαραγμένο σταυρό, το αρχοντικό χτίστηκε στις 10 Ιουνίου του 1748. Είναι κτίσμα του 18ου αιώνα, το οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον από αρχιτεκτονικής κυρίως άποψης και έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό μνημείο. Διασώζει τον περίβολο και την αυλή του και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αστικής μακεδονικής αρχιτεκτονικής.

Στο εσωτερικό του κτηρίου υπάρχουν ενδιαφέρουσες ξύλινες διακοσμημένες οροφές και μουσάντρες. Στο αρχοντικό δεν υπάρχει οργανωμένη έκθεση. Φυλάσσεται σ’ αυτό σημαντικός αριθμός μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών και ψηφιδωτών από τον Κόμανο και άλλες περιοχές του νομού Κοζάνης, καθώς και ένα σύνολο φορητών εικόνων και λειτουργικών βιβλίων από τους Πύργους και την Αιανή του νομού Κοζάνης.


Πηγές :

 

http://www.maxmag.gr