Τα γιορτάσιμα και οι ετοιμασίες για το γάμο άρχιζαν στη Σιάτιστα παλιότερα οκτώ μέρες πριν. Την πρώτη μέρα αυτού του οκταημέρου οι συγγενείς της νύφης πήγαιναν μέσα σε μεταξωτό μαντήλι στο γαμβρό «το νάχτι», τα μετρητά δηλαδή που έταζαν. Εκείνος στο μαντήλι έβαζε καλλυντικά για τη νύφη και το επέστρεφε.

Η δεύτερη και η Τρίτη μέρα ήταν αφιερωμένες στο καθάρισμα των σπιτιών του γαμβρού και της νύφης. Τις δύο επόμενες απλωνόταν η προίκα στο σπίτι της νύφης φυσικά, για να τη δει ο κόσμος. Και ποιος δεν θα περνούσε πραγματικά απ’ αυτή την έκθεση;

Έρχεται η Πέμπτη. Από το πρωί ο γαμβρός στέλνει τα προσκλητήρια στα σπίτια των συγγενών και φίλων του. Το βράδυ της Πέμπτης ενώ ακόμα δείχνανε τα προικιά έπιαναν στο σπίτι του γαμβρού το προζύμι. Το δαχτυλίδι έμπαινε απάνω στο προζύμι:

Δίπλα απάνω σε μια σέλα καθόταν ένα αγόρι κρατώντας το σπαθί που συμβολίζει την παλικαριά του γαμβρού. Και όταν ένα απ’ τα συγγενικά κορίτσια άρχιζε το ζύμωμα, το σπιτικό αντιλαλούσε απ’ το τραγούδι:

Του κυρ γαμβρού η μάνα ανεβαίνει κατεβαίνει
ψηλανασκουμπωμένη τον ήλιο παραγγέλνει.
ψήσε ήλιε μ’ ψήσε αυτή την εβδομάδα
χαρά θέλω να κάμω, γαμβρό να προβοδίσω,
νύφη να καρτερέσω.
Ψιλό λιγνό τ’ αλεύρι κορίτσι του ζυμώνει
με μάνα, με πατέρα, μ’ αδέλφια κι αξαδέλφια.
Η μάνα αυτή του γαμπρού με τους ανέμους μάλουνιν.
Πάψτι ανέμοι μ’ πάψιτι ώσπου να ρθη η Κυριακή,
ν’ αλλάξει η νύφη κι ου γαμπρός με τα στολίδια του Χριστού
με τ’ άρματα της Παναγιάς.
Όσ άστρα είν’ στον ουρανό και φύλλα μεσ’ στα δένδρα
τόσα φλουράκια ξόδιψα κορίτσι μου για σένα.

Την άλλη μέρα, που ήταν Παρασκευή στέλνονταν από τους γονείς της νύφης τα προσκλητήρια στους συγγενείς της και το βράδυ της Παρασκευής όπως στο σπίτι του γαμβρού την Πέμπτη, έτσι και εδώ αναπιάνονταν τα προζύμια κατά τον ίδιο τρόπο και τραγουδιέται το παρακάτω τραγούδι:

Δέστε αυτόν τον δένδρο πως τον δέρνει αέρας
πως τον κυματίζει.
«Έτσι δέρνει ο νους μου
πως θα πάω στα ξένα στα πεθερικά μου»

Πόσο ζωντανό είναι το συναίσθημα της κοπέλας αλήθεια σ’ αυτούς τους στίχους. Ολοζώντανη η ψυχή της μπροστά στο ξεκίνημα της καινούργιας ζωής, στο ίδιο δάκρυ που καθρεπτίζει, το καρδιοχτύπι της χαράς της.

Την Παρασκευή από το σπίτι του γαμβρού γίνονταν τα προσκαλέσματα στον κουμπάρο, στο μεγάλο μπράτιμο, το μικρό μπράτιμο και τα μπρατιμόπκα.

Την ίδια μέρα αυτήν την Παρασκευή που πιάνονται τα προζύμια στο σπίτι της νύφης γινόταν η ανταλλαγή των δώρων που στέλνονταν απάνω σε «ταψί» στο «σινί ή σνι» όπως το λένε ακόμα. Στο σνι λοιπόν, έστελνε ο γαμβρός το νυφικό κι’ άλλα δώρα για τη νύφη και τους συγγενείς. Και εκείνη πάντα με το σνι, έστελνε τα δώρα της στον γαμβρό στα πεθερικά και στους άλλους συγγενείς με ονομαστικά αφιέρωση. Ελάχιστα βήματα από αυτόν που έχει το σινί στο κεφάλι προπορεύεται ένα αγόρι που κρατάει στο ένα χέρι καναβέτα και στο άλλο καθρέπτη και πίσω ακολουθούν τα μουσικά όργανα που παίζουν κατά τη διαδρομή.
Το Σάββατο ήταν αφιερωμένο στην τουαλέτα της νύφης και του γαμβρού. Στο σπίτι της νύφης γινόταν το πλέξιμο των μαλλιών από τις φιλενάδες της ενώ τα όργανα έπαιζαν και τα τραγούδια γέμιζαν το σπίτι:

Αργυρό μου χτένι σέρνει αγάλια, αγάλια
τρίχα μη ραγίσει για τ’ αυτή την τρίχα
την έχω αγουρασμένη και ξαγουρασμένη
με εκατό φλουράκια.

Και όπως τα μαλλιά ήταν μακριά και η νύφη έπρεπε νάναι όμορφη το τραγούδι δεν σταματούσε εύκολα. Από τη στιγμή αυτή κέντρο όλων των εθίμων είναι η κόρη που αναστρέφεται για τελευταία φορά στο πατρικό της σπίτι. Στο ζύμωμα της κουλούρας του γάμου η νύφη δεν παρευρίσκεται. Αποτραβηγμένη στο διπλανό δωμάτιο δειπνάει για τελευταία φορά στο σπίτι του πατέρα της και το τραγούδι προδιαγράφει τα γεγονότα που την περιμένουν:

Δείπνα, κόρη μ’ δείπνα
κόμα απόψε αντάμα
κι αύριο ως το γιόμα
κι ως το μεσημέρι,
θα σε πάρ’ ο ξένος
θα σε πάει στα ξένα
κάναν δεν θα ξέρεις
μον’ τον πεθερό σου
και την πεθερά σου.

Συγχρόνως η μάνα σκύβει στη σκάφη, ζυμώνει την κουλούρα και γράφει απάνω στολίδια με το ζυμάρι ενώ η κόρη τραγουδεί:

Γράψε, μάνα μ’ γράψε
γράψε στο σκαφίδι,
όντας θα ζυμώνεις
μένα θα θυμάσαι.

Η κουλούρα πλάθεται μεγάλη στολίζεται με σταφίδες και αλείφεται με μέλι.
Και στ’ άλλο σπίτι η μουσική αντιλαλούσε και τα παλικάρια τραγουδούσανε μαζί με το γαμβρό που ξυριζόταν.

Αργυρό μ’ ξυράφι σέρν’ αγάλια, αγάλια
τρίχα μη ραγίσει γιατ’ αυτή την τρίχα
την έχω αγουρασμένη και ξαγουρασμένη
εκατόν σαράντα άσπρα, εκατόν σαράντα ένα
και δαχτυλίδ’ δεμένου σ’ ένα χρυσό μαντήλι.

Έτσι κυλά το γιαρταστικό οκταήμερο και φθάνει η Κυριακή του γάμου.

Ορισμένες στιγμές της ημέρας αυτής θίγουν χορδές λεπτές της καρδιάς και ένας τόνος λεπτής περιπαθείας ακούμε να απηχεί από τα τραγούδια μάνας και κόρης. Η κόρη πρωί, πρωί την Κυριακή με τις φίλες της πηγαίνει στο πηγάδι. Είναι η τελευταία φορά που θα φέρει νερό στο σπίτι του πατέρα της, για να ποτίσει τα λουλούδια της. Αυτό συγκινεί βαθειά την ψυχή της κόρης και την συγκίνησή της εκδηλώνει το τραγούδι της:

Μάνα μου, τα λουλούδια σου συχνά να τα ποτίζεις
κάθε πρωί με δάκρυα, το βράδυ με τους πόνους.
Αφήνω γεια στο μαχαλά και γεια στις μαυρομάτες
αφήνω και στο σπίτι μου τρία γυαλιά φαρμάκι.
Τώνα να πιν’ η μάνα μου τ’ άλλο η αδελφή μου,
το τρίτο πούνε το φαρμακερό, ας πίνουν οι εχθροί μου.

Γλυκός και υποβλητικός είναι ο σκοπός της μουσικής που συνοδεύει το τραγούδι. Πως ν’ ανθέξουν οι καρδιές στον τρυφερό αυτόν πόνο; Πώς να μην κλάψει η ψυχή της μάνας με την παραγγελία αυτή;

Έρχεται το μεσημέρι. Τα τραπέζια έχουν ετοιμαστεί και το γεύμα προμηνύεται πλουσιότατο, «σουφράς». Σ’ αυτό ο νουνός, που αποκαλείται «και κούτσουρο», έχει το γενικό πρόσταγμα, οι δε μπράτιμοι εκτελούν όλες τις παραγγελίες του και περιποιούνται τους καλεσμένους πρόθυμα.

Μετά το γεύμα αρχίζουν το παρακάτω τραγούδι οι καλεσμένοι, αφού ρίξουν ένα φιλοδώρημα στην κανάτα του παιδιού που χρησιμοποιήθηκε για «φλάμπουρο» και βρίσκεται τώρα στο κέντρο του τραπεζιού.

Εδώ σε τούτον του σουφρά,
σε τούτο του τραπέζι
τρεις μαυρομάτες μας κερνούν
κι τρεις καλές κοπέλες.
Η μια κιρνάει με σταμνί
κι άλλη με την κούπα
κι η τρίτη η μικρότερη
με μαστραπά ασημένιου.
Κέρνα μας κόρη μ’ κέρνα μας,
κέρνα ώσπου να φέξη,
ώσπου να βγει ου Αυγερινός
να πάει η Πούλια γιόμα.

Αλλά η ώρα πλησιάζει. Οι παράνυμφοι ήρθαν με τα σημάδια, ήρθαν να πάρουν τη νύφη. Και αυτήν σαν να αποστέργει την συμφωνία του πατέρα της, τον παρακαλεί να δώσει πίσω τα παπούτσια που της έφεραν:

Σε γέλασαν, πατέρα μου
μ’ ένα ζευγάρι παπούτσια.
Για δώστα πίσω πατέρα μου
και μένα μη νε δίνεις.
Για δεν τα δίνω κόρη μου
και σένα θα σε δώσω.

Για την απάντηση αυτή στέκει η κόρη αναποφάσιστη. Η συγκίνησή της έχει φθάσει στο κατακόρυφο. Ποτάμια τρέχουν τα δάκρυα. Αργά στέκει και προσκυνεί τρεις φορές κατά ήλιου. Επήρε το δρόμο τον καλό προς τα στεφανώματα ενώ ακούγεται από τις γύρω γυναίκες το παρακάτω τραγούδι:

Δε σου λεγα περδίκα μου
το καλοκαίρι μη λαλείς;
θα στήσω βρόχια στα βουνά,
θα σε τσακώσουν ζωντανή
σαν την περδίκα στο κλουβί
σαν το στρουθί στην σκανταλιά.

Γίνονται τώρα τα στεφανώματα. Μετά απ’ αυτά στην πλατεία της Σιατίστης γίνεται ο τρανός χορός, στον οποίο παίρνουν μέρος όλοι οι προσκεκλημένοι. Για τον τρανό χορό η παράδοση αναφέρει τα εξής: Ο πλούτος της Σιατίστης προσείλκυσε πολλές φορές τις ορδές των Τουρκαλβανών για λεηλασία της πόλεως Σιατίστης. Οι Σιατιστινοί όμως είτε για τις διπλωματικότητές των είτε για της ανδρείας των προσπαθούσαν να αποτρέψουν την καταστροφή και ερήμωση. Στις επιδρομές αυτές χρησιμοποιούσαν ως οχυρά οι Σιατιστινοί τα αρχοντικά, τις Εκκλησίες και τον οχυρό πύργο του «Γουλά» στη Γεράνεια, που καταδαφίσθηκε το 1980 ως ετοιμόρροπος. Την πρώτη επιδρομή που έγινε το 1784 από 3.000 Τουρκαλβανούς με αρχηγούς τους Γκαβογιάτσο, Βεΐτση και το Χριστιανό Αλβανό Σταμούλη κατόρθωσαν να αποκρούσουν οι Σιατιστινοί με 500 παλικάρια, που συγκέντρωσε ο προεστός Λογοθέτης, ταμπουρωμένος και ο ίδιος με άλλους Σιατιστινούς στο οχυρό αρχοντικό της ξακουστής Κυρά Σανούκως. Το αρχοντικό αυτό σώζεται μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του Δημοτικού αυτού τραγουδιού που αναφέρονται στην προσπάθεια των Τουρκαλβανών να πατήσουν το σπίτι της Σανούκως. Ο τρανός χορός είναι ήρεμος και με συμμετρικές κινήσεις, στην αρχή, ταχύς και πηδηχτός στο τέλος, εκφράζει δε τη λύπη των συγγενών της νύφης και τη χαρά της οικογένειας του γαμβρού. Ιδού παρακάτω οι στίχοι του τρανού χορού.

Για τι σένα κυρά νύφη
πέντε κάστρα μάλωναν
και άλλα πέντε πολεμούσαν
για τα δυο σου μαύρα μάτια
κι το μιρτζιανό σου χείλι
την αμάχη, πο, πιάσαμι.
Και στη μέσ’ σταυραϊτός
και μου πήρεν την περδίκα
και μ’ την έφαγι
και μου πήρεν το μαντήλι
και μ’ το πέταξιν.
Στου Αι-Θανάση την αυλή
χρυσό πουλάκι στέκει και λαλεί
αηδονολαλεί και λέει
τον καιρό που θελ’ να εύρη.
Στα τρία αλώνια βάλαν τη βουλή
για Σταμούλη το σκυλί
μεσ’ στη Σιάτιστα να πάρουν
τρεις αρχόντισσες να πάρουν
τη Γεράνεια να πατήσουν
κι άρχοντα να μην αφήσουν.
Στο Γρεβενό γιουμάτισαν
και στο γιουφύρ’ σταμάτησαν
μεσ’ στην άκρ’ από το γιοφύρι
έστησαν χρυσό τσαντήρι
άνοιξαν τα μπαϊράκια τους
δεν ξέρουν τα φαρμάκια τους,
θα γυρίσουν λαβωμένοι,
δεν το ξέρουν οι καημένοι.
Κυρά Σανούκω πες της Βάιας σου
για να διώξ’ τους φυλακτάδες
διώξτε τους να παν εκείθε
να πατήσουμε το σπίτι.
Δεν σας φοβάμαι σκυλαρβανιτάδες
έχω τα σπίτια μου ψηλά
με μολύβι σκεπασμένα
και με μάρμαρα στρωμένα.
Κάτω στο μπούνο μαχαλά
πάρτε φκέλια και τσαπιά
σύρτε και στον καρδογιάννη
να του πάρτε το τηγάνι.
Μικρή κοντή συρμάτινη
κοντή συρματιρένια
να ρθης αργά στην πόρτα μου
να ρθης και στ αργαστήρα.
Έχω δυο λόγια να σου πω
δυο λόγια να σου κρένω.
Και πως να πω τη μάνα μου
Και πως να τη γελάσω.
Μάνα μ’ νερό δεν έχουμε.
Σαν δε ναι σύρι πάρι
κι αδράχνει το χρυσό σταμνί
στη βρύση για να πάη
και βρίσκει το γιαρέντι της
στην πέτρα να κοιμάται.
Να τον ξυπνήσ αντρέπεται,
Να τον λογιάσ φοβάται
Και σκύβει όρε και τον φίλησε
στα μάτια και στο στόμα.

Το τραγούδι διαρκέι τόσο, όσο να συμπληρωθούν τρεις γύροι, οπότε διαλύεται ο χορός και επιστρέφουν οι συγγενείς της νύφης στο σπίτι της και οι άλλοι στου γαμπρού, όπου περνούν τη νύχτα διασκεδάζοντας.
Μετά τον τρανό χορό οι νεόνυμφοι πηγαίνουν στο σπίτι του γαμπρού. Στην πόρτα τους υποδέχεται γελαστή και χαρούμενη η μάνα του γαμπρού με δυο ψωμιά στα χέρια, τα οποία τα βάζει στα κεφάλαια αυτών και προχωρούν έτσι έως ότου φθάσουν στην κάμαρα, όπου δέχονται τα συγχαρητήρια των παρευρισκομένων.

Όλες οι προσπάθειες να κάμουν τη νύφη να λησμονήσει το σπιτικό της είναι μάταιες.

Το έθιμο όμως είναι σοφό. Εθέσπισε τα πιστρόφια. Την μεθεπόμενη του γάμου, την τρίτη βραδιά -ο γάμος γίνεται πάντοτε την Κυριακή- η νύφη με το γαμπρό θα επιστρέψη στο πατρικό σπίτι. Μπροστά τα όργανα πίσω η συνοδεία των συγγενών του γαμπρού τραγουδούν:

Μια Παρασκευή, κι ένα Σάββατου βράδυ
Όλοι μ’ έδιωχναν κι όλοι μου λένε φεύγα.
Ως κ’ η μάνα μου κι αυτή μου λέει «φεύγα»,
φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονιώντας.
Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι,
βρίσκω ένα δεντρί, δεντρί ξερριζωμένο.
Στέκω το κοιτώ και το ρωτάω.
Που ν’ τα κάλη σου; Που ν’ η ομορφιά σου;
Φύσηξε βοριάς, θαλασσινός αγέρας και μ’ τα πέταξε.

Στο πατρικό της σπίτι η νύφη περνά την πρώτη μετά τον γάμο της εβδομάδας.

Ξαναβρίσκει τα χάδια της μάνας της και τα θάρρη της ανάμεσα στους δικούς της. Πόσο το ήθελε, πόσο το εχρειάζετο η ψυχή της κόρης, πόσο το ποθούσε η καρδιά της μάνας.
Το απόγευμα της Παρασκευής οι συγγενείς της νύφης συνοδεύοντας το ζεύγος επισκέπτονται τα συγγενικά της νύφης σπίτια για τα «γεμίσια».

Τα γεμίσια είναι κεράσματα από διάφορα ζαχαρωτά (καραμέλλες, κουφέτα., κ.τ.λ.) τα οποία μαζεύονται σε ένα «μπέτσικο μαντήλι», που κρατάει κάποιο μικρό αγόρι. Τα γεμίσια θα επαναληθφούν κατά τον ίδιο τρόπο και την Κυριακή στους συγγενείς του γαμπρού. Η πρώτη επίσκεψη θα γίνει στο σπίτι του νονού και σε συνέχεια του μεγάλου μπράτιμου και στ’ άλλα.
Τελειώνοντας τις επισκέψεις έρχονται όλοι στο σπίτι του γαμπρού.

Γεώργιος Μ. Μπόντας
Τέως Δ/ντης της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιατίστης – Λαογράφος