Στη διάρκεια της προσκυνηματικής ιππικής πορείας της 19ης Ιανουαρίου από την Αιανή στη Ζάβορδα για να μεταφερθεί το ιερό λείψανο του Άη Νικάνορα, θελήσαμε να «ντύσουμε» την εκδήλωση με ιστορική γνώση και ζητήσαμε από την Αρχαιολόγο Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη στοιχεία τόσο για ιστορικά συμβάντα όσο και για περάσματα και πόρους.
Άλλωστε η ίδια υπήρξε ιδρύτρια και εμπνεύστρια του θεσμού των Ιππικών Πορειών του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αιανής στα ίχνη αρχαίων δρόμων και διαβάσεων που σημαδεύτηκαν από σημαντικά ιστορικά γεγονότα.

Ανταποκρίθηκε με πολλή προθυμία και μας παραχώρησε αποσπάσματα από το βιβλίο που συγγράφει για την Ελάτη και τις ανασκαφές που έκανε στη θέση Λογκάς. Τα κείμενα αφορούν σε σύντομα ιστορικά για τα Μοναστήρια Ζάβορδας και Λαριούς και τα περάσματα-πόρους του Αλιάκμονα σε σχέση κυρίως με τον Μακεδονικό Αγώνα, από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ακόμη και πριν τους απελευθερωτικούς βαλκανικούς πολέμους του 1912-13.

Ο ΠΜΣ Αιανής ευχαριστεί θερμά την κυρία Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη τόσο για την παραχώρηση του πνευματικού όσο και του φωτογραφικού υλικού.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΥ-ΜΕΝΤΕΣΙΔΗ
ΔΡ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ
[Παραθέτω αποσπάσματα από το βιβλίο μου για την Ελάτη] Ελάτη, θέση Λογκάς

Στο βιβλίο μου για την Ελάτη παρουσιάζονται οι αρχαιότητες στη θέση Λογκάς, οι οποίες ανασκάφηκαν από το 2009 έως το 2012 στο πλαίσιο της έρευνας για την κατασκευή του φράγματος Ιλαρίωνα της ΔΕΗ Α.Ε. που σχεδιάστηκε ως συνέχεια του φράγματος Πολυφύτου ήδη από τις αρχές δεκαετίας του 1990, και πρόκειται για θέση με διασπορά αρχαιολογικού υλικού σε 455 στρέμματα στην αγκαλιά του ποταμού Αλιάκμονα. Η θέση αποτέλεσε πόλο έλξης του ανθρώπου για μόνιμη εγκατάσταση από τη Νεολιθική Εποχή και δεν εγκαταλείφθηκε διαχρονικά η χρήση της αλλά παρά την τεράστια σημασία της -ιδιαίτερα για την Εποχή του Χαλκού- στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, προλάβαμε έως την έμφραξη και κατάκλυση να ανασκάψουμε σε μόλις 17.875 τ.μ. επί 18 μήνες και 11 ημέρες, αποκαλύπτοντας οικιστικά κατάλοιπα προϊστορικών και ιστορικών χρόνων, χώρους οργανωμένων νεκροταφείων Πρώιμης-Μέσης Εποχής Χαλκού, ταφές με μυκηναϊκά ευρήματα και κάποιες Πρώιμης Εποχής Σιδήρου, ενώ δεν έλειπαν και οι μεμονωμένοι τάφοι διαφόρων εποχών, όπως λίγοι των αρχαϊκών, ελληνιστικών και βυζαντινών χρόνων.

Φυσικό τοπίο, ο Αλιάκμων, οι άνθρωποι, τα φράγματα

Ο Αλιάκμων, ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός εντός Ελληνικών συνόρων (297 χλμ. έως τις εκβολές του στο Θερμαϊκό κόλπο) έχει αλλοιωθεί από τα φράγματα στο βωμό της αντιμετώπισης του ενεργειακού προβλήματος της χώρας. Τα νερά του συγκεντρώνονται από παραπόταμους από τα όρη Βέρνο, Βαρνούντα, Γράμμο και διασχίζουν τους Νομούς Καστοριάς, Γρεβενών και Κοζάνης, πριν φτάσουν στον κάμπο της Κάτω Μακεδονίας, ενώ ενδιάμεσοι παραπόταμοι, έως τη συμβολή τους νοτιοδυτικά από την Καστοριά, εγγίζουν τις πηγές του Δέβολη στην αρχαία δυτική Ορεστίδα. Κατά μήκος του Αλιάκμονα οι άνθρωποι πέτυχαν να επιβιώσουν για χιλιετίες, από την Αρχαιότερη Νεολιθική Εποχή έως τα ελληνιστικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια, με καλή οργάνωση του χώρου σε συνδυασμό και με τα φυσικά πλεονεκτήματα. Το νερό του ποταμού έρεε ολοχρονίς, η ιχθυοπανίδα ήταν πάντα πλούσια, ενώ ο ποταμός πρόσφερε επικοινωνία από ρηχά περάσματα. Η γη ήταν ιδιαίτερα εύφορη στα παραποτάμια ανοίγματα, η χλωρίδα και πανίδα των διπλανών δασών ήταν άφθονη και επέτρεπε την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και του κυνηγιού και, τέλος, η υλοτομία συνέβαλλε τόσο στις κατασκευές όσο και στην εξασφάλιση της θερμαντικής ύλης. Συνεπώς, στις μικρές κοιλάδες και γενικώς στις πεδινές ζώνες του Αλιάκμονα, ιδιαίτερα σε αυτή του μέσου ρου εντός Νομού Κοζάνης, αναπτύχθηκαν ήδη από τα προϊστορικά χρόνια σημαντικές εγκαταστάσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν σε σημαντικές πόλεις στα πρώτα ιστορικά χρόνια, όπως η Αιανή. Στα φαράγγια και τις στενωπούς του αναπτύχθηκαν από τα βυζαντινά χρόνια τα κάστρα-φρούρια, οι πόλεις κοντά σε αυτά και οι μοναστηριακές εγκαταστάσεις στα πιο δυσπρόσιτα σημεία.

Αποτελεί ίσως κοινοτοπία η αναφορά ότι το νερό, που ευνοεί ταυτόχρονα τη βλάστηση και τη δημιουργία δασών, συμβάλλει, ως κύρια προϋπόθεση, στην ύπαρξη και την ανάπτυξη ζωής με τη συνδρομή και ενός άλλου εξίσου σημαντικού παράγοντα, που είναι τα καλλιεργήσιμα εδάφη. Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στο ρόλο της γεωμορφολογίας για τη διαβίωση του ανθρώπου.

Επισημαίνουμε μόνο ότι τα μικρά και μεγάλα ποτάμια αποτελούν φυσικές οδούς επικοινωνίας και μεταφοράς πολιτιστικών αγαθών. Οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν αφενός τα εύκολα περάσματα, τους λεγόμενους Πόρους (τοπωνύμιο που απαντάται συχνά σε παραποτάμιες περιοχές) και αφετέρου σε σημεία με πιο ορμητικά νερά απλές κατασκευές, καθώς και γεφύρια, πρόσκαιρα ή μονιμότερα, τα οποία έχτισαν ανάλογα με τις τεχνικές τους γνώσεις και δυνατότητες. Μάλιστα, σε κατεξοχήν ορεινούς ή ημιορεινούς χώρους τα παραποτάμια μονοπάτια, με τις διεξόδους που πρόσφεραν, συνέβαλλαν στην ομαλότερη επικοινωνία, καθώς η διάβαση μέσω των απότομων ορεινών όγκων γινόταν λιγότερο αναγκαστική.

Ο Αλιάκμων με πόρους πολλούς υπήρξε σημαντική ποτάμια οδός για μια μεγάλη περιοχή, αφού διέθετε, σχεδόν δίπλα σε κάθε οικισμό, εύκολα περάσματα για τους απέναντι, γνωστά στο μέσο ρου από γραπτές πηγές (πλέον) και από τις αναμνήσεις όσων από τους μεγαλύτερους ζουν ακόμη, ενώ είναι βέβαιο ότι το ίδιο συνέβαινε τόσο στα ανάντη τμήματα του ποταμού όσο και στα κατάντη, αυτά προς την Κεντρική Μακεδονία, τα οποία έχουν αλλοιωθεί από ποικίλα υδραυλικά έργα. Σαφώς δημιουργούνταν και φυσικοί πόροι, όταν τα νερά χαμήλωναν και λιγόστευαν οι κατεβασιές, ενώ υπάρχει και μαρτυρία ότι, σε πρόσφατα, σχετικά, χρόνια της δεκαετίας του 1960, και η κατεβασιά χρησίμευε για τη μεταφορά κορμών δένδρων, τα οποία κάτοικοι της Ελάτης έκοβαν και φόρτωναν σε σχεδίες, ώστε να βγουν, συνοδευόμενα ή μη, στο ύψος του Ρυμνίου, απ’ όπου με ζώα τα κουβαλούσαν στην Κοζάνη προς πώληση. Πλωτός δεν υπήρξε ο Αλιάκμων στη στενή του κοίτη στο μέσο ρου και ίσως τούτο συνέβαινε στον κάτω ρου, προς τη Βέροια.

Σημαντικότατο πέρασμα για την κοινωνία και την οικονομία της διαχρονικά, αλλά και για στρατιωτικούς-εθνικούς λόγους, όποτε χρειάστηκε, ήταν αυτό, το οποίο από το Σαραντάπορο και τα Καμβούνια έδινε την επικοινωνία με τη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ή Οσίου Νικάνορα Ζάβορδας και την υπόλοιπη περιοχή προς τον Νομό Κοζάνης και όλης της Δυτικής Μακεδονίας. Πρόκειται για τον πόρο της Ζάβορδας στη θέση Λογκάς της Ελάτης, ακριβώς στον αρχαιολογικό χώρο, άλλοτε μια απλή κατασκευή με «σπαρτίνα», όπως μαρτυρείται στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, δηλαδή μηχανισμό με χοντρό σχοινί δεμένο μεταξύ δύο δέντρων στις όχθες και κρεμασμένη τροχαλία με καλάθι, ενώ υστερότερα στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων στήθηκε μια πρόχειρη γέφυρα . Στη συνέχεια το πέρασμα στη θέση Λογκάς διευκολύνθηκε με μεταλλική πεζογέφυρα λίγα μέτρα πιο κάτω, δηλαδή νότια, την οποία κατάπιε το νερό της τεχνητής λίμνης και μέχρι σήμερα δεν έχει αντικατασταθεί με την υποσχεθείσα πεζογέφυρα στο ύψος του Ασκηταριού Οσίου Νικάνορα Ζάβορδας . Η αναμενόμενη κατασκευή της πεζογέφυρας, η οποία θα ενώσει τις δυο όχθες του ποταμού και θα δώσει ευχερή πρόσβαση στους «περατινούς-περατιανούς» κατοίκους στο μοναστήρι τους, κατά τη γνώμη μου εντάσσεται σε «έργα ανάπτυξης» και «ανταποδοτικά» για την περιοχή, όπως συχνά αναφέρονται έκτοτε από ιθυνοντες.

Η Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ιδρύθηκε από τον Όσιο Νικάνορα (1491-1549) περί το 1534 στο όρος Καλλίστρατο (Κονιβό ή Κουνιβό), προβούνου της Βουνάσας στα όρη Καμβούνια, στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα, κάπου 31 χλμ. νότια από την Αιανή, και διαδραμάτισε έκτοτε σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων της περιοχής όλης και ιδιαίτερα της γειτονικής Ελάτης (Λοζιανής), που ήταν από τους σημαντικότερους οικισμούς που τροφοδότησε τη Μονή, στην οποία μάλιστα είχαν δοθεί και κτήματα στη θέση Λογκάς. Η Μονή είναι γνωστή για τον περίφημο Κώδικα αρ. 201, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στην Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης με ψηφιοποιημένο το περιεχόμενο (βλ. www.kozlib.gr) -πηγή ποικίλων πληροφοριών της νεότερης ιστορίας της Δυτικής Μακεδονίας από τον 16ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα . Η Σκήτη προϋπήρχε του ναού της Μεταμορφώσεως και αποτελείται από κάτω χώρο εισόδου, ορθογώνιο, μακρόστενο, από ανατολικά προς δυτικά για τη διαβίωση ασκητών, απ’ όπου με κλίμακα ανέβαιναν στον πάνω χώρο, όπου και ναΐσκος 2Χ2,5 μ. του Αγίου Γεωργίου με πρώτο και δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών των αρχών και τέλους του 15ου αιώνα, αντίστοιχα, καθώς και από μεταγενέστερο δυτικό κτίσμα του 1793.
Συνεχίζοντας στα κατάντη τμήματα της ροής και προς τις εκβολές του Αλιάκμονα, απαριθμούμε συνολικά και τοποθετούμε σε χάρτη 10 πόρους-περάσματα.
[παραλείπω την αναφορά σε άλλα πέντε περάσματα]

Στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα μαρτυρείται ως σημαντικότατο πέρασμα και ο πόρος της Λαριούς (αρ. 6 στο χάρτη) κοντά στο Μοναστήρι Αγίας Τριάδας ή του Αγίου Ιλαρίωνα (βλ. παρακάτω), το οποίο επιπλέον χρησιμοποιούσαν και οι μεταφορείς όπλων, ιδιαίτερα όταν πληροφορούνταν ότι υπήρχε τουρκικό απόσπασμα στη Ζάβορδα. Μάλιστα αναφέρεται ότι για τη μεταφορά όπλων από τη Θεσσαλία χρησιμοποιούσαν ημιόνους του Μοναστηριού της Ζάβορδας ή άλλα φορτηγά ζώα της Αιανής και ακολούθως (Κ. Σιαμπανόπουλος, ό.π., 346-351) ότι τα φορτία κατέληγαν στο Μοναστήρι Αγίου Αθανασίου στην Αιανή (Μετόχι της Ζάβορδας) και συνεχίζει με συμβάντα για τους αγωνιστές του τόπου. Η μνήμη κατοίκων της Αιανής πάει πίσω έως το 1930 και 1940 και αναφέρουν το Καλάθι Λαριούς, το οποίο διαχειρίζονταν οι Λιακαίοι από το Φρούριο κι έπαιρναν φιλοδώρημα. Βέβαια, το φιλοδώρημα συνηθίζονταν και στον πόρο της Ζάβορδας στον Λογκά Ελάτης, ιδιαίτερα όταν από τον ηγούμενο οριζόταν υπεύθυνος ένας λαϊκός και όχι μοναχός, ο οποίος αμειβόταν για τον κόπο του να τραβά τα σχοινιά, να τα κρατά σε καλή κατάσταση και να φροντίζει την όλη κατασκευή.

Έως τη δεκαετία του 1990 -απ’ αυτό ή παραπλήσιο σημείο στη Λαριού- επικοινωνούσαν οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο, δεδομένου ότι λειτουργούσε ακόμη το «καρούλι» για να περνά κάποιος απέναντι στο ποτάμι· επρόκειτο για απλή κατασκευή, συγκεκριμένα μερικά σανίδια δεμένα πάνω σε δύο βαρέλια για να κάθεται ένας ή δυο-τρεις άνθρωποι, οι οποίοι έπρεπε να τραβούν τα σχοινιά, ώστε να κινείται το καρούλι και να τους μεταφέρει. Πάνω στην κατασκευή αυτή πέρασαν απέναντι το 1991 ο σύζυγος και η συνάδελφος Ευρυδίκη Κεφαλίδου, τους οποίους φωτογράφησα. Ο Κ. Σιαμπανόπουλος [ό.π. (σημ. 1), 156, σημ. 1] τοποθετεί το καρούλι στο στόμιο του φαραγγιού, λέγοντας ότι «εναέριο βαγονάκι συνδέει το μοναστήρι με την αντίπεραν όχθην». Από το ίδιο σημείο και με τον ίδιο τρόπο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πέρασε και μια διμοιρία ανταρτών για να διώξουν τους Γερμανούς από την Αιανή (πληροφορία Αντώνη Κύρινα του Χαρισίου). Κοντά στο «Καλάθι Λαριούς» και στη φυσική γούβα-κολυμβήθρα με το μεγάλο πλατάνι, όπου βαπτίζονταν τα παιδιά, δημιουργούνταν και ένα φυσικό πέρασμα, από το οποίο κατά τους θερινούς μήνες, όταν το νερό μειωνόταν και έφθανε έως τα γόνατα και τον ομφαλό, κάποιοι περνούσαν απέναντι βαδίζοντας, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αντώνη Κύρινα, οποίος έχει δική του φωτογραφία από το 1979. Με την πρόσβαση στο Μοναστήρι της Λαριούς συνδεόταν και ο πιο παραπάνω κατά τη ροή του ποταμού πόρος στη θέση Χλιο Αιανής (αρ. 7 στο χάρτη), όπου αναφέρεται καραβόσχοινο και λειτουργία απόμερου, μυστικού περάσματος στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.
Η Μονή της Αγίας Τριάδας ή το Μοναστήρι του Ιλαρίωνα και Λαριούς, όπως ονομάζεται από τους κατοίκους, που έδωσε το όνομα και στο νέο φράγμα, απέχει 10 χλμ. νότια-νοτιοδυτικά από την Αιανή και χτίστηκε σε ένα κατάφυτο και ευρύχωρο τοπίο, αριστερά του ρου του Αλιάκμονα και αμέσως μετά την έξοδο του ποταμού από μακρύ, στενό και βαθύ φαράγγι. Το στόμιο του φαραγγιού περιβάλλουν οι απόκρημνοι λόφοι του Άη Λια και Άη-Θανάση (αριστερά και δεξιά του ρου, αντίστοιχα). Άγνωστη παραμένει η ακριβής χρονολογία κτίσης της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας και όλου του μοναστηριακού συγκροτήματος, ωστόσο από φορητή εικόνα εικάζεται η ίδρυση περί τα τέλη 11ου και αρχές 12ου αιώνα. Άγνωστος είναι ο μοναχός Ιλαρίων, του οποίου το όνομα δόθηκε στο μοναστήρι και αναφέρεται ως Ιλλαριούς-Λαριούς πριν το 1818, σύμφωνα με μία πηγή . Πάντως, σε σιγίλιο του Γρηγορίου Ε΄ το 1798 αναφέρεται ως ιδρυτής της μονής κάποιος μοναχός Διονύσιος, ο οποίος είχε αφιερώσει σ’ αυτό ως μετόχι και τον Άγιο Αντώνιο Σιάπκας στην Καστανιά Σερβίων.

Ο βυζαντινός ναός της Αγίας Τριάδας εγκαταλείφθηκε, διότι λειτούργησε σ’ αυτόν κληρικός της παπικής Εκκλησίας, σύμφωνα με την παράδοση, και πάνω του χτίστηκε όμοιος, με αποτέλεσμα να υποστεί κατάρρευση το όλο οικοδόμημα λόγω του βάρους. Έως το 1920 στα σωζόμενα ερείπια οι προσκυνητές έβρισκαν αναμοχλεύοντας κομμάτια τοιχογραφιών, μάλιστα η παλαιά βασιλική σωζόταν έως το 1908, ενώ σύμφωνα με σουλτανικό φιρμάνι του 1861 χτίστηκε λίγο βορειότερα ο μεταγενέστερος ναός ρυθμού βασιλικής, για τον οποίο η επιγραφή στην Πλατυτέρα της κόγχης αναφέρει αγιογράφηση κατά το 1874. Το Μοναστήρι με πλούσιο ζωτικό χώρο (βοσκότοπο, μελίσσια, λαχανόκηπους και άλλες καλλιέργειες) από το 1946 αποκτά αυτοτέλεια και στις δεκαετίες 1960-1970 γνωρίζει ακμή με «εξωραϊσμό» και ανακαίνιση, διαθέτει ξενώνα και ο κόσμος συρρέει -γίνονται και βαπτίσεις στα νερά Αλιάκμονα, εκεί, όπου υπήρχε μία φυσική κολυμβήθρα, όπως αναφέραμε. Η «Λαριού» υπήρξε τόπος προσκυνήματος και αναψυχής για τους κατοίκους της Αιανής και όλης της περιοχής, βαθιά συνδεδεμένος με όμορφες αναμνήσεις.
Από το Μοναστήρι Ιλαρίωνα, που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της μικρής και εύφορης κοιλάδας, προχωρώντας νότια και αριστερά του ρου του Αλιάκμονα, κατά την άνοδό του, μπαίναμε στο στενό φαράγγι. Σε απόσταση 800 μ. σε ευθεία ή 1150 μ. από το μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι με τα πλατάνια βγαίναμε στο ξέφωτο και στα γυμνά βράχια, όπου τα «Στενά της Λαριούς. Εκεί, σε απόκρημνες πλαγιές του Άη Λια και σε ύψος περίπου 100 μ. από την κοίτη του Αλιάκμονα, σώζονταν το Μικρό και το Μεγάλο Ασκηταριό με μικρή απόσταση μεταξύ τους, άγνωστο, επίσης, πότε χτίστηκαν και ποιοι ασκήτεψαν σ’ αυτά, ενώ στην άκρη του μονοπατιού και ακριβώς αποκάτω είχαμε εντοπίσει μεγάλο πίθο, άγνωστης εποχής .

Το Μοναστήρι της Λαριούς είχαμε επισκεφτεί πριν καεί (στις 26 Σεπτεμβρίου 1991) και έτυχε να μαγνητοσκοπήσουμε την εκκλησία, όπως κάναμε και αμέσως μετά την καταστροφή, από την οποία διασώθηκαν η τοιχογραφία της κόγχης του Ιερού και της πρόθεσης, καθώς και τρεις φορητές εικόνες του 18ου αιώνα. Την ανησυχία μας για τη Λαριού προκάλεσαν οι πληροφορίες ότι επίκεινται σκαπτικές εργασίες και πράγματι δεν πέρασε καιρός και κατά τις διαδοχικές επισκέψεις μας είδαμε τα μηχανήματα να «διαμορφώνουν» το περιβάλλοντα χώρο και αργότερα σε 200 μ. περίπου βόρεια από την εκκλησία να γίνεται εγκατάσταση των γραφείων του εργοταξίου, εκεί όπου παλαιότερα ήταν οι στάβλοι του Μοναστηριού. Σχετικά με τις εκσκαφές στον περιβάλλοντα χώρο σημειώνουμε ότι κατά την πρώτη φάση του υδροηλεκτρικού έργου της δεκαετίας του 1990, οι εργασίες της κατασκευής του οποίου είχαν ανατεθεί σε ιδιωτική εταιρία, στον περιβάλλοντα χώρο του Μοναστηριού είχε ισοπεδωθεί-διαμορφωθεί και χώρος ελικοδρομίου.

Το Μοναστήρι βρίσκεται στο στόμιο της εξόδου του Αλιάκμονα από το φαράγγι και μεταξύ αυτού και των Ασκηταριών ο χώρος διανοίχθηκε, ισοπεδώθηκε-διαμορφώθηκε για να υψωθούν όλες τις θηριώδεις εγκαταστάσεις του Υδροηλεκτρικού Σταθμού (στα 800 μ. σε ευθεία από την εκκλησία) και να λειτουργήσει το φράγμα, μαζί με κάποια βοηθητικά οικήματα. Τα Ασκηταριά, επίσης, βρίσκονταν σε καίριο σημείο για το στήσιμο της υδροηλεκτρικής εγκατάστασης, άλλωστε θα κατακλύζονταν, αφού βρίσκονταν εντός της στάθμης πλήρωσης, η οποία φθάνει στα 403 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 130 μ. ψηλότερα από την κοίτη του ποταμού, ενώ από πάνω τους είχε προγραμματιστεί τεχνικό υπερχείλισης. Πάντως με τα τεράστια σκαπτικά μηχανήματα εξαφανίστηκε αρχικά η πρόσοψη του ενός, σταδιακά και ξαφνικά και του άλλου, ενώ δεν γνωρίζουμε αν προηγήθηκε κάποια αποτύπωση ή φωτογράφηση από οποιονδήποτε. Μετά την πρώτη επέμβαση, επισκέφθηκα το χώρο με άτομα από την Εφορεία μας και διαπιστώσαμε ότι ήταν αδύνατη η ανάβαση λόγω του λείου και απότομου πρανούς, που είχε δημιουργηθεί. Στη συνέχεια ενημερώσαμε την αρμόδια Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Γενικώς οι πληροφορίες για τον προγραμματισμό εργασιών στον περίγυρο και στη θέση των μνημείων υπήρξαν φειδωλές και η Εφορεία μας -ως υπεύθυνη μόνο για τις αρχαιότητες των Προϊστορικών και Κλασικών χρόνων- δεν ήταν η αρμόδια. Αν γνωρίζαμε και αν είχαμε ειδοποιηθεί για τις επεμβάσεις, θα είχαμε την ευκαιρία να οργανώσουμε την ανάβαση και να επισκεφτούμε τα Ασκηταριά. Εύχομαι τα Ασκηταριά της Λαριούς (ταπεινά και απέριττα ενδιαιτήματα άγνωστων μοναχών) να έχουν αποτυπωθεί ή έστω το εσωτερικό τους να έχει φωτογραφηθεί, είτε από άτομα της αρμόδιας Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων είτε από υπαλλήλους της ΔΕΗ Α.Ε. ή και από κάποιον ιδιώτη. Τελικά, πρόσφατα είχα την πληροφορία από τον Κώστα Παπαϊωάννου (πρώην Διευθυντή στη Λαριού) ότι ένα Ασκηταριό μαγνητοσκοπήθηκε και φωτογραφήθηκε και το υλικό υπάρχει στο αρχείο της ΔΕΗ Α.Ε., αλλά δεν γνωρίζει αν αυτό έγινε στο Μικρό ή στο Μεγάλο Ασκηταριό. Περιγράφει ότι πρόκειται για το «τυφλό», δηλαδή αυτό που είχε είσοδο και περίπου 10 μ. βάθος και όχι το άλλο, στο οποίο εισερχόταν κάποιος από μια είσοδο και έβγαινε από έξοδο σε άλλο σημείο στην πρόσοψη του βράχου. Πάντως ο άνθρωπος που φωτογράφησε κατέβηκε με γερανό και τούτο σημαίνει ότι ήδη είχε σκαφτεί με μηχανήματα η παρυφή της πλαγιάς.

Χωρίς ενημέρωση της υπηρεσίας είχαν αρχίσει και οι σκαπτικές εργασίες για τη λειτουργία δανειοθαλάμων διαφόρων υλικών είχαν ήδη αρχίσει στη γειτονιά εντοπισμένων αρχαιολογικών χώρων, ενώ, όπως αναφέραμε, είχε φραχθεί από τις εκσκαφές στο πρανές του Άη Λια η είσοδος ενός Ασκηταριού αρχικά και στη συνέχεια χάθηκε και του άλλου, για τα οποία είχε τεθεί όρος να γίνει λεπτομερής τοπογραφική και αρχιτεκτονική αποτύπωση. Όσον αφορά στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου της Αγίας Τριάδας Λαριούς, ήταν θέμα κοινής λογικής να αντιληφθούμε ότι δεν αποκαθίσταται το φυσικό τοπίο, όταν διαλυθεί .
[συνεχίζω με αναφορά σε άλλα περάσματα κατάντη του ποταμού]

Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη
Δρ Αρχαιολόγος