Ξεπήδησα από μιά πηγή
Βαθιά στη ρίζα του βουνού

Σταγόνα ενός ορμητικού ποταμού
Το ελάχιστο στο μύριο όλο

Κατρακυλούσα στο άγνωστο
Που μέρα νύχτα γνώριζα

Σταγόνες έτρεχαν ολόγυρα
Σ’ ένα ρεύμα προς τα κάπου

Μια καλημέρα βιαστική
Ίσως και τίποτα

Κάποιους τους ρουφούσε
Ένα ζωντανό να ξεδιψάσει

Ένας πόλεμος
Τη φλόγα του να σβήσει

Τους ανάλωνε η ίδια η ζωή
Να επιβιώσει

Μέχρι που φτάναμε
Σε μια ώριμη εύφορη κοιλάδα

Που ’φτιαξαν οι πρόγονοι
Με αέναες προσχώσεις

Πριν χαθούμε στη νεκρική σιωπή
Μιας λίμνης
Μιας απέραντης θάλασσας

Ώσπου να φθάσει η ώρα της εξάτμισης
Ν’ ανέβουμε στον ουρανό

Να γίνουμε σύννεφο
Σταγόνα βροχής

Στην ίδια πηγή
Ακολουθώντας τη μνήμη του νερού

Ποτέ δεν ονειρεύτηκα
Την ώριμη εύφορη κοιλάδα
Πριν τη φυγή

Βαστιόμουν πάντα στις όχθες
Ανέβαινα κόντρα στο ρεύμα
Στ’ ανάντη του ποταμού

Με μάγευε η πτώση
Στο κενό του καταρράκτη

Οι μέρες της νιότης

Ιωάννης Αριστοτέλης Γκούμας
28-09-2022