Η ηγεσία της ΓΣΕΕ ενημέρωσε σήμερα τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους εργαζόμενους της χώρας για την υπογραφή της «νέας ΕΓΣΣΕ από τους κοινωνικούς εταίρους, με παράταση χρόνου της ισχύουσας σύμβασης μέχρι 30/6/2023».

Για άλλη μια φορά η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ βάζει πλάτη στην εφαρμογή όλων των αντεργατικών νόμων που έχουν ψηφίσει όλες οι κυβερνήσεις εδώ και μια δεκαετία, εφαρμόζοντας στην πράξη το νομοθετικό πλαίσιο που ουσιαστικά καταργεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, την ΕΓΣΣΕ και τις κλαδικές συμβάσεις.

Γιατί αυτό που «πέτυχε» για άλλη μια φορά η πλειοψηφία στη διοίκηση της ΓΣΕΕ, είναι η επικύρωση του κατώτατου νομοθετημένου μισθού, ο οποίος σήμερα έχει συνδιαμορφωθεί από εργοδοσία και κυβέρνηση στα 713 ευρώ μικτά και ακόμα παραμένει, 13 χρόνια μετά, κάτω από τα επίπεδα του 2009, τη στιγμή, μάλιστα, που η ακρίβεια στα είδη πρώτης ανάγκης για τη ζωή των εργαζόμενων και των οικογενειών τους, στα καύσιμα και σε όλες τις μορφές ενέργειας τσακίζει κόκκαλα και οδηγεί την εργατική τάξη σε σχετική, κάποιες φορές και σε απόλυτη εξαθλίωση. «Πέτυχε» επίσης να μείνουν ανέγγιχτοι όλοι οι αντεργατικοί νόμοι που αφορούν τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας και τις απλήρωτες υπηρεσίες, την κατάργηση της Κυριακής αργίας, τις παγωμένες τριετίες, την κατάργηση των περισσότερων επιδομάτων.

Για άλλη μια φορά, λοιπόν, η ηγεσία της ΓΣΕΕ υπονομεύει τα συμφέροντα και τις ανάγκες των εργαζόμενων. Δηλώνει ότι οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να παλεύουν για να ικανοποιήσουν τις επιτακτικές τους ανάγκες για αυξήσεις στους μισθούς, καλύτερους όρους και συνθήκες δουλειάς, διεύρυνση στα εργασιακά δικαιώματα. Δηλαδή όλα όσα μπορεί να κατοχυρώσει συλλογικά και ενιαία η ΕΓΣΣΕ και οι κλαδικές συμβάσεις, αυτά που όλο και περισσότερο χτυπιούνται και συρρικνώνονται από την εργοδοσία και το κράτος της.

Βέβαια, δε μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι η πλειοψηφία στη διοίκηση της ΓΣΕΕ κρατά εδώ και χρόνια τη στάση του συμβιβασμού και της ενσωμάτωσης με τα εργοδοτικά – κυβερνητικά συμφέροντα και σχέδια. Από την πρώτη και μοναδική «διαπραγματευτική» συνάντηση με το ΣΕΒ και τους υπόλοιπους εργοδοτικούς φορείς, διαβεβαίωσαν ότι έχουν απεμπολήσει το δικαίωμα των εργαζόμενων στην αγωνιστική, συλλογική διεκδίκηση συμβάσεων με καλύτερους μισθούς και περισσότερα δικαιώματα.

Με τη στάση αυτή,ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός στην ΓΣΕΕ επιδιώκει να υπονομεύσει ανοιχτά τους αγώνες που οργανώνουν αυτό το διάστημα μια σειρά συνδικάτα σε κλάδους και επιχειρήσεις για τη διεκδίκηση συλλογικών συμβάσεων με αυξήσεις στους μισθούς, βελτίωση των όρων εργασίας και κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων.

Οι εργαζόμενοι στην Οικοδομή, στο Φάρμακο, στα Τρόφιμα, στον Επισιτισμό και στα Ξενοδοχεία, στην COSCO, στη ΜΙΝΕΡΒΑ, στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, στις αστικές συγκοινωνίες και αλλού, έχουν δώσει και συνεχίζουν να δίνουν σκληρή μάχη, με απεργίες και άλλες μορφές, απέναντι σε εργοδοσία – κυβέρνηση, για την υπογραφή κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων. Όλοι αυτοί και όσοι άλλοι σχεδιάζουν να βγουν στον αγώνα για Συμβάσεις και αυξήσεις στους μισθούς δεν μπορούν παρά να χρεώσουν στις δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ, της ΔΑΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, που συγκροτούν την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, τη χρεοκοπημένη γραμμή που υπηρετούν στο κίνημα.
Όλοι στα συνδικάτα, όλοι στον αγώνα για συλλογικές συμβάσεις και αυξήσεις στους μισθούς, ενάντια στην ακρίβεια και στην εκμετάλλευση. Τα ελπιδοφόρα μηνύματα σε μια σειρά κλάδους και χώρους δουλειάς δείχνουν το δρόμο της προοπτικής για τους εργαζόμενους. Τώρα αυτές οι εστίες αντιστάσης και διεκδικήσεις μπορούν να γίνουν πολλές περισσότερες, να σαρώσουν την αντεργατική πολιτική.

Αυτό το κάλεσμα απευθύνει το ΠΑΜΕ στους εργαζόμενους και στα σωματεία τους, με τη βεβαιότητα ότι οι αγώνες των εργατών θα νικήσουν το συμβιβασμό, με την αισιοδοξία που μας δίνουν οι μάχες των εργαζόμενων που έχουν δοθεί μέχρι τώρα, αυτές που είναι σε εξέλιξη και αυτές που θα ακολουθήσουν, με το μαχητικό μήνυμα που έδωσε η Πανελλαδική Σύσκεψη με τη συμμετοχή 510 σωματείων και 2.000 συνδικαλιστών του ζωντανού και μαχόμενου συνδικαλιστικού κινήματος.