Ονομάζονται έτσι γιατί έχουν το σχήμα του γυμνοσάλιαγκα (ου σάλιαρ΄ς = ο γυμνοσάλιαγκας).

Επειδή τα παλιά χρόνια οι νοικοκυρές τα γλυκά τα ετοίμαζαν κυρίως «ια τ’ς φίλ» και όχι για τα μέλη της οικογενείας, όλοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία να φάνε κάποιο γλύκισμα. Έτσι, σ’ αυτές τις συνάξεις της παρασκευής σαλιαριών, ακούγονταν αρκετές φορές η φράση: «ούι, κακούτσ’κου, τσακίσ’κιν ιτούτους ου σάλιαρ’ς!». «Ου σάλιαρ’ς» δεν θα τσακίζονταν αν κάποια δεν τον είχε πατήσει με το δάχτυλο επίτηδες! Η νοικοκυρά όμως, γεμάτη κατανόηση, έδινε την άδεια: «μη σικλιτσίζιστσι άχαρ, χάψτι τουν» – και οι «ένοχες» με μεγάλη χαρά απολάμβαναν το γλυκό.

Ανάμεσα στα «κόλιαντα» που έδιναν οι νοικοκυρές στα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων (μουστουκούλουρα, κουλιαντζίνις, μ’στόπ’τα, κάστανα, σιτζιούκια, κλπ) εξέχουσα θέση είχαν και τα σαλιάρια.

Ας δούμε λοιπόν τον τρόπο παρασκευής των.

Για τη ζύμη:
1 μπουκάλι λάδι καλό (1 λίτρο)
1 φλιτζάνι τσαγιού σταχτόνερο
1 πιατάκι του καφέ ζάχαρη
2 κιλά αλεύρι και μισό φλιτζάνι του τσαγιού ακόμα (αν χρειαστεί)

Για τη γέμιση:
▪ Μισό κιλό καρύδια κοπανισμένα
▪ Κανέλα και γαρύφαλο
▪ Καθόλου ζάχαρη

Το σταχτόνερο το ετοιμάζουμε ως εξής:
Από το βράδυ βράζουμε 1 κουταλιά της σούπας στάχτη, που θα έχουμε φροντίσει να προέρχεται μόνο από κάψιμο ξύλων και να είναι κοσκινισμένη, με ένα γεμάτο ποτήρι νερό. Το αφήνουμε όλη τη νύχτα ώστε να κατακάτσει η στάχτη. Την άλλη μέρα αδειάζουμε το σταχτόνερο με προσοχή, χωρίς να κουνηθεί η στάχτη, σ’ ένα καθαρό ποτήρι, έτοιμο να το χρησιμοποιήσουμε.

Εκτέλεση:
Καίμε το λάδι. Για να βεβαιωθούμε ότι είναι έτοιμο, ρίχνουμε από την αρχή μέσα ένα κομμάτι κόρας ψωμιού. Μόλις αυτό γίνει ξανθό, σημαίνει ότι το λάδι ετοιμάστηκε, οπότε το κατεβάζουμε από τη φωτιά.
Σε μια κατσαρόλα όπου έχουμε το αλεύρι με τη ζάχαρη, ρίχνουμε εναλλάξ λάδι και σταχτόνερο, ανακατεύοντας με ξύλινη κουτάλα ώσπου να τελειώσουν και τα δυο Προσέχουμε ώστε η ζύμη να μη γίνει ξερή για να μπορούμε να τα δουλέψουμε..
Αφού τα ανακατέψουμε καλά, παίρνουμε στην παλάμη μας ποσότητα ζύμης (όσο είναι ένα μικρό μανταρίνι) την κάνουμε μπαλάκι και με τον αντίχειρα του άλλου χεριού την πιέζουμε ώστε να σχηματιστεί μία μακρόστενη λακούβα. Μέσα εκεί βάζουμε ένα κουταλάκι του καφέ (περίπου) γέμιση, ενώνουμε τις άκρες κλείνοντας την παλάμη και δίνουμε στη ζύμη το σχήμα του σαλιαριού (γυμνοσάλιαγκα).
Τοποθετούμε τα σαλιάρια σε ταψί (όχι λαδωμένο) σε κάποια απόσταση το ένα από το άλλο και τα ψήνουμε σε φούρνο που έχουμε προθερμάνει στους 180ο C ώσπου να ξανθήνουν. Γίνονται περίπου (ανάλογα με το μέγεθος που επιθυμούμε) 45 κομμάτια.
Χλιαρά τα ζαχαρώνουμε με άχνη και όταν κρυώσουν -αν χρειάζεται- ρίχνουμε από πάνω λίγη άχνη ακόμα.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα παλιά χρόνια οι νοικοκυρές την άχνη την ετοίμαζαν μόνες τους στουμπίζοντας (χτυπώντας δυνατά με τον στούμπο) την κοινή ζάχαρη στο ντουμπέκ’, που ήταν πέτρινο γουδί.
Τέλος να προσθέσουμε ότι πολλές νοικοκυρές πριν ζαχαρώσουν τα σαλιάρια τα βυθίζουν με γρήγορη κίνηση σε ζαχαρόνερο που ετοιμάζουν βράζοντας για λίγο, 2 ποτήρια νερό, μισό ποτήρι ζάχαρη και μερικά φύλλα μουσκόλ’δου.
Πρέπει όμως τα σαλιάρια να είναι κρύα και το ζαχαρόνερο ζεστό. Μ’ αυτόν τον τρόπο σχηματιζόταν γύρω τους κρούστα.