Ν’ απιδι͜αβαίν’ – Ημεροβραδι͜άσκουμαι – ’Ινουμαι – Ημ’σοκάρικα – Χαλάεται – Πα.

Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου προέρχονται από Ποντιακούς στίχους τραγουδιών

ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

Σαν αρχινώ και πίνω
Με το ρακίν ογράσεψαν Σεράντα κι άλλ’ ατόσοι
Είνας εμέν ’κ’ επόρεσεν Ν’ απιδι͜αβαίν’ σην πόσην
Σαν αρχινώ και πίνω ’Κι στέκω σ’ έναν-δύο
Σ’ ευλοημένον το ρακίν Την ψ̌η μ’ θα παραδίγω
Θα ημεροβραδι͜άσκουμαι Μ’ έναν ποτήρ’ σο χͮέρι
Θα πίνω, πίνω και μεθώ Και ’ίνουμαι κοστέλι
Σαν αρχινώ και πίνω ’Κι στέκω σ’ έναν-δύο
Σ’ ευλοημένον το ρακίν Την ψ̌η μ’ θα παραδίγω
Σο γιάνι μ’ ημ’σοκάρικα Πάντα θέλω να φέρω
Ο κόσμον πα αν χαλάεται Εγώ χαπέρ’ ’κι παίρω
Σαν αρχινώ και πίνω ’Κι στέκω σ’ έναν-δύο
Σ’ ευλοημένον το ρακίν Την ψ̌η μ’ θα παραδίγω

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

Σαν αρχίζω και να πίνω
Με την ρακή προσπάθησαν σαράντα και άλλοι τόσοι
Ούτε ένας κατόρθωσε να με περάσει στο πιοτό
Και άμα αρχίζω να πίνω δεν σταματώ σε ένα και δυο
Στην ευλογημένη τη ρακή την ψυχή μου θα παραδώσω
Θα ξημεροβραδιάζομαι με ένα ποτήρι στο χέρι
Θα πίνω .θα πίνω και θα μεθώ Και θα γίνομαι λιώμα στο ποτό.
Και άμα αρχίζω να πίνω δεν σταματώ σε ένα δύο
στην ευλογημένη τη ρακή την ψυχή μου θα παραδώσω
Δίπλα μου τα μισοκάρικα .Πάντα θέλω να φέρω
Ο κόσμος και αν χαλάσει. Εγώ είδηση δεν παίρνω
Σαν αρχίζω και πίνω. Δεν σταματώ σε ένα και δυο
Στην ευλογημένη τη ρακή την ψυχή μου θα παραδώσω.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Ν’ απιδι͜αβαίν Ημεροβραδι͜άσκουμαι ’Ινουμαι Ημ’σοκάρικα Χαλάεται Πα.
********************************************
1.Ν’ απιδι͜αβαίν
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Από +διαβαίνω
Ετυμολογία : διαβαίνω < αρχαία ελληνική διαβαίνω
από < αρχαία ελληνική από
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Να ξεπεράσει, ξεπερνώ, διασχίζω
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : αδιαβατικός ,αδιάβατος ,διάβα ,διάβαση
*****************************************************
2 . Ημ’σοκάρικα
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις :.Ήμισυ + Ουγκία
Ετυμολογία
Ήμισυ :ήμισυ < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ήμισυς < αρχαία ελληνική ήμισυς,
οκά < (άμεσο δάνειο) τουρκική okka < αρχαία ελληνική οὐγκία (αντιδάνειο)
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Μισή οκά ,μισοκάρικα, μπουκάλια περιέχοντα μισή οκά κρασί
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Μισιακός,μισερός,μισερεύω
*****************************************************
3.Ημεροβραδι͜άσκουμαι
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Ημέρα+βραδιάζω
Ετυμολογία ξημεροβραδιάζομαι < ξημερ(ώνομαι) + -ο- + βραδιάζομαι
ξημεροβραδιάζομαι, π.αόρ.: ξημεροβραδιάστηκα (αποθετικό ρήμα)
ξημερώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος ξημερώνω < μεσαιωνική ελληνική
ξημερώνω / εξημερώνω < εξ- + ημέρα + -ώνω < αρχαία ελληνική ἡμέρα < ἦμαρ
(ημέρα) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)
Βραδιάζω < μεσαιωνική ελληνική βραδιάζω < βράδυ + -ιάζω
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Ξημεροβραδιάζω ,περνώ πολύ χρόνο σε κάποιο μέρος (μέρα και νύχτα)
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Ξημερώνει ,βραδιάζει
********************************************
4.Ίνουμαι
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Γίγνομαι
Ετυμολογία : Γίνομαι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γίνομαι και (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γίγνομαι.
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Γίνομαι
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Γινόμενο , γινωμένο , καταγίνομαι , ξαναγίνομαι
*****************************************************
5.Χαλάεται
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη :. Χαλάω
Ετυμολογία χαλάω < χαλ(ώ) + -άω < αρχαία ελληνική χαλῶ < χαλάω
Ενεργ. ενεστ. χαλάω’ και επικός τύπος χαλαίνω, μέλλων χαλάσω, αορ. ἐχάλασα επικός τύπος και χάλασσα, παρακ. κεχάλακα
Παθ. αόρ. ἐχαλάσθην’, παρακ. κεχάλασμαι υπερσ. εκεχαλάσμην.
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Χαλώ, χαλαρώνω ,λύνω.
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : χαλαρός χαλαρότης χάλασις χάλασμα
*****************************************************
6. Πα
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Πάλιν
Ετυμολογία Πάλιν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάλιν
(τοπικό επίρρημα, κίνησης) προς τα πίσω.
1. (χρονικό επίρρημα)
1. (δήλωση επανάληψης) ξανά, εκ νέου, όπως η νεοελληνική πάλι
2. (δήλωση χρονικής ακολουθίας) έπειτα, στη συνέχεια
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Πάλι, ακόμη
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : ἐπάλι ,πάλεν, πάλε ,πάλι