Αποτέλεσε σκηνικό για ταινία του Παντελή Βούλγαρη και εξακολουθεί να γοητεύει με τα βιο-κλιματικά του σπίτια και την ειδυλλιακή θέα

Άλλοτε εξαιτίας φυσικών καταστροφών (σεισμών, κατά κύριο λόγο), άλλοτε λόγω των κυμάτων της εσωτερικής μετανάστευσης που προξένησαν τον μαρασμό της υπαίθρου της χώρας μας –οδηγώντας σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών στα μεγάλα αστικά κέντρα– ορισμένα χωριά εγκαταλείφθηκαν πλήρως. Κάποια ανάμεσά τους, όμως, δεν έπαψαν να γοητεύουν, ακόμα κι όταν έμειναν άδεια από κατοίκους.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Κρανιώνας (ή κατ’ άλλους Κρανιώνα) της Καστοριάς. Χτισμένος σε υψόμετρο 810 μέτρων στην κοιλάδα των Κορεστείων, ανάμεσα στα όρη Βέρνο (Βίτσι), Τρικλάριο και Όρλοβο, φαινόταν να επιζεί έστω και με 5 κατοίκους κατά την απογραφή του 2011 –εικόνα, όμως, που δεν ισχύει πια. Πλέον θεωρείται εγκαταλελειμμένος οικισμός, αλλά το ειδυλλιακό του τοπίο και τα ιδιαίτερά του σπίτια εξακολουθούν να δέχονται επισκέπτες, κυρίως την άνοιξη, το καλοκαίρι και νωρίς το φθινόπωρο, όταν ο καιρός επιτρέπει τις πεζοπορικές διαδρομές στην περιοχή.

Αυτή, άλλωστε, είναι και η αιτία που το χωριό ξαναζωντανεύει κάθε καλοκαίρι, γενόμενο τόπος διοργάνωσης συναυλιών και λοιπών πολιτισμικών δρώμενων (από το 1999 και μετά), τα οποία προσελκύουν κόσμο από όλη την περιφερειακή ενότητα Καστοριάς. Σε πρόσφατα χρόνια, βέβαια, η covid-19 πανδημία έβαλε δύσκολα σε τέτοια σχέδια, πλέον όμως οι αρμόδιοι φορείς έχουν ξαναπιάσει το νήμα της συνέχειας.

Η Βρύση της Λήθης στον Άνω Kρανιώνα. Photo: Παναγιώτης Σαββίδης

Το ερειπωμένο Δημοτικό Σχολείο. Photo: Παναγιώτης Σαββίδης

Ένας ανθηρός (κάποτε) τόπος, όπου έγιναν και γυρίσματα για ταινία του Παντελή Βούλγαρη

Οι ρίζες του Κρανιώνα χάνονται στον ιστορικό χρόνο, φαίνεται πάντως ότι το χωριό υπήρχε κατά τον 15ο αιώνα, έχοντας το όνομα Δρανοβαίνη. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μάλιστα, παρουσιάζεται ιδιαιτέρως ανθηρό, με 1.200 κατοίκους, χωρισμένο σε δύο διακριτούς μαχαλάδες (συνοικίες) –την Άνω Δρανοβαίνη ή Όσσον και την Κάτω Δρανοβαίνη ή Κάμπο. Η τελευταία ήταν χτισμένη στις όχθες του Λαδοπόταμου, ο οποίος εξακολουθεί να διαρρέει και σήμερα τον εγκαταλελειμμένο οικισμό στην πορεία της ένωσής του με τον Αλιάκμονα, στην τοποθεσία που οι ντόπιοι αποκαλούν «Σμέση».

Μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1918) και την ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία (1919) μόλις δύο οικογένειες από τους Ορθόδοξους του χωριού διάλεξαν να φύγουν. Οι υπόλοιποι εντάχθηκαν διοικητικά στη Φλώρινα, με το όνομα Δρανοβαίνη να αντικαθίσταται τελικά (1926) από το ελληνικότερο Κρανιώνας. Το 1941 αποτέλεσε τμήμα της Καστοριάς. Η πρώτη πληθυσμιακή κρίση χτύπησε τον οικισμό κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949), καθώς, μετά το τέλος του, πολλές οικογένειες διάλεξαν να μετοικήσουν σε γειτονικές χώρες, λόγω πολιτικών πεποιθήσεων. Αρκετές άλλες, επίσης, εγκαταστάθηκαν στη Μικρολίμνη των Πρεσπών, με την τελική ερήμωση να έρχεται στη δεκαετία του 1970, όταν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι μετακόμισαν στον Νέο Οικισμό Κορεστείων, 1 χιλιόμετρο πιο πέρα.

Η αρχιτεκτονική των σπιτιών κρατά από τον 19ο αιώνα και βασίζεται απόκλειστικά στον ψημένο πηλό (πλίνθους). Photo: Dimitar Bechev/Wikipedia Creative Commons

Στις μέρες μας κάμποσα από τα παλιά σπίτια στέκουν πια γκρεμισμένα, σώζονται όμως κι αρκετά σε καλή κατάσταση, που εντυπωσιάζουν όσους έρχονται μέχρι εδώ με την ιδιαίτερη, λαϊκή τους αρχιτεκτονική. Η οποία κρατά από τον 19ο αιώνα και βασίζεται στον κοκκινωπής απόχρωσης ψημένο πηλό, εξαιτίας του οποίου βγήκε και ο χαρακτηρισμός «χωμάτινα χωριά» –τόσο για τον Κρανιώνα, όσο και για άλλους οικισμούς των Κορεστείων. Ο πηλός αυτός ανακατευόταν με άχυρο και στέγνωνε στον ήλιο, αποτελώντας το αποκλειστικό υλικό της ανωδομής. Τα θεμέλια, πάλι, ήταν πέτρινα, ενώ οι στέγες έτειναν να κατασκευάζονται από ξύλο, αλλά και από κεραμίδια. Ως προς τη διάταξη των χώρων, από εκεί και πέρα, πρόκειται για οικίες διώροφες, με πλακόστρωτα ισόγεια, ημιυπαίθριες σάλες, βοηθητικά δώματα και ενσωματωμένους στάβλους.

Πολλοί σύγχρονοι ειδικοί έχουν σταθεί με θαυμασμό στα εν λόγω σπίτια, καθώς με τον τρόπο τους ήταν απολύτως βιο-κλιματικά, κάτι για το οποίο πασχίζουν οι σημερινοί αρχιτέκτονες στα αστικά τοπία. Αυτό οι παλιοί το πετύχαιναν χτίζοντάς τα με αυστηρά νότιο προσανατολισμό, αλλά και φροντίζοντας να μην υπάρχει καμία πόρτα ή παράθυρο στη βόρεια πλευρά τους: λεπτομέρεια κρίσιμης σημασίας, καθώς χάριζε ζεστασιά τον χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι.

Η πετρόκτιστη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που τα καλοκαίρια γίνεται επίκεντρο πολιτιστικών εκδηλώσεων. Photo: Shutterstock

Ένα ακόμα κτίσμα που εξακολουθεί να εντυπωσιάζει είναι η πέτρινη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής με το τετράγωνο καμπαναριό στον άνω μαχαλά, η οποία χρονολογείται στα 1864. Ενδιαφέρον, όμως, έχει και το ερειπωμένο κτίριο του παλιού Δημοτικού Σχολείου, όπως βέβαια και η επιβλητική Βρύση της Λήθης στον Άνω Κρανιώνα. Όλο το χωριό, εντωμεταξύ, απολαμβάνει υπέροχης θέας στον κάμπο των Κορεστείων και στα τρεχούμενα νερά του Λαδοπόταμου, με το μάτι να βλέπει πέρα ως το Τρικλάριο (ή Μάλι-Μάδι, όπως το ξέρουν οι παλιότεροι κάτοικοι), όπου πήγαιναν κάποτε για να μαζέψουν εξαιρετικής ποιότητας τσάι του βουνού.

Χάρη στην ομορφιά αυτού του φυσικού τοπίου, το οποίο βάζει τα καλά του κάθε άνοιξη και καλοκαίρι (καθώς οι χειμώνες στην περιοχή τείνουν να είναι δριμείς), αλλά και στα τόσο ξεχωριστά σπίτια, ο Κρανιώνας επιλέχθηκε από τον Παντελή Βούλγαρη ως σκηνικό γυρισμάτων για τη γνωστή του ταινία «Ψυχή Βαθιά» (2009). Αρκετοί από τους σημερινούς επισκέπτες, πάλι, συνδυάζουν τη φυσιολατρεία με τις ευκαιρίες για πεζοπορία στα τριγύρω βουνά και δάση (όπου επικρατούν οι βελανιδιές και οι οξιές), αφού από εδώ περνάει σκέλος του Ευρωπαϊκού Μονοπατιού Ε6, ενώνοντας τον Κρανιώνα με τον Απόσκεπο.

Ο Κρανιώνας επιλέχθηκε από τον Παντελή Βούλγαρη ως σκηνικό γυρισμάτων για την ταινία «Ψυχή Βαθιά» (2009). Photo: Shutterstock

Πώς θα επισκεφθείτε τον Κρανιώνα

Ο Κρανιώνας εντοπίζεται 24 χιλιόμετρα βόρεια της Καστοριάς. Παρότι η διαδρομή είναι ανηφορική, είναι εύκολα προσβάσιμη οδικώς για όσους έρθουν στην περιοχή την άνοιξη ή το καλοκαίρι. Άλλοι προτιμούν να ακολουθήσουν την επαρχιακή οδό Βυσσινιάς-Γάβρου, ενώ άλλοι έρχονται μέσω του κάθετου άξονα της Εγνατίας Οδού Σιάτιστα-Ιεροπηγή-Κρυσταλλοπηγή, βγαίνοντας στον κόμβο του Γάβρου. Θα σας πάρει γύρω στα 30 λεπτά να φτάσετε, ξεκινώντας από την Καστοριά.

Όπως είπαμε και πιο πριν, το χωριό ξαναζωντανεύει κάθε καλοκαίρι, ειδικά τον Αύγουστο, χάρη στις συναυλίες που διοργανώνουν οι τοπικοί φορείς στον λόφο γύρω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, οι οποίες προσελκύουν κάμποσο κόσμο από τα τριγύρω μέρη. Ορισμένοι πεζοπόροι, επίσης, κατασκηνώνουν κατά καιρούς στις όχθες του Λαδοπόταμου, στον παλιό Κάτω Κρανιώνα. Όσοι επιθυμούν βέβαια να περάσουν κάποιες μέρες εδώ θα βρουν και ξενώνα στον Νέο Οικισμό, 1 χιλιόμετρο πιο πέρα.

Πηγή:travel.gr