Κοζάνη, παραμονές Χριστουγέννων 1980.

“Για ποια Χριστούγεννα μου μιλάς; Για κεινα της χαμένης μου παιδικότητας; Μέσα στην ξένη κάπνα αγκαλιά για να ζεστάνω την πληγωμένη μου ψυχή; Φοβισμένος σαν το ποντίκι; Θεέ μου…τι το θελα αυτό το κόκκινο παντελόνι! Αλλά είναι που δεν βρέθηκε άλλο για να μου δώσουν.

– Πάρτε το μαζί με τα κόκκινα παπούτσια και να φύγετε μακριά! Φώναξε νευριασμένη η νοικοκυρά και μας τα πέταξε στα μούτρα. Να μην είχε ένα καφέ παντελόνι με μαύρα παπούτσια για να μπορώ να κρύβομαι; Αλλά… να! Ευτυχώς που σ’ αυτό το σπίτι έχει γραμμένα συνθήματα με κόκκινη μπογιά! Εδώ θα κρυφτώ· αγκαλιά με το μπουρί της σόμπας για να ζεσταθώ. Να μην κουνιέμαι μόνο και με καταλάβουν”…

Και καθώς αγκάλιαζε το καπνιασμένο μπουρί, ζηλεύοντας τη φτώχεια, θυμήθηκε τα όνειρά του. Αυτή τη μέρα θα θελε τόσο πολύ ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ζεστό φαγητό από ηλεκτρική κουζίνα, την οικογένειά του κι ένα καθαρό και ζεστό κρεβάτι. Για παιχνίδια δεν τον πολυένοιαζε. Πάντα κάτι θα σκαρφιζόταν. Πού όμως όρεξη για παιχνίδι, που ούτε τα κάλαντα δεν μπόρεσε καλά-καλά να πει. Παντού πόρτες κλειστές και γεμάτες καχυποψία.

Κοζάνη, παραμονές πανδημικών Χριστουγέννων 2020 στην ουρά του σούπερ μάρκετ, σε πραγματικό γεγονός.
– Μαμά, ξέρεις τι θα θελα τώρα;
– Τι παιδί μου;
– Θα θελα να ήμουνα μπαλόνι για να με πάρει ο αέρας στον ουρανό να δω τον μπαμπά.

Αφιερωμένο στο άγνωστο αυτό παιδάκι του σούπερ μάρκετ που έχασε τον πατέρα του.