Η συνέχιση της πανδημίας και του πολέμου και η διαφαινόμενη νέα οικονομική κρίση, σηματοδοτούν την είσοδο σε μια νέα εποχή.

Ο κόσμος αλλάζει και παραδίδεται σε “ξένα”–“άγνωστα” χέρια καθώς σημαντικές αλλαγές για το μέλλον της κοινωνίας υφαίνονται αθόρυβα. Το παγκόσμιο πολιτισμικό αγαθό κλονίζεται και δυσκολεύεται να βρει το δρόμο προς την ουσιαστική συμβολή του στη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών.

Ο ανυπεράσπιστος ελληνικός πολιτισμός
Ελάχιστοι πλέον μιλούν για το μέλλον του ελληνικού πολιτισμού, όπου τα πάντα φαίνεται να κρίνονται στον τρόπο διαχείρισης των ανεπαρκών οικονομικών προγραμμάτων. Το τέλος των άστοχων επιδοματικών πολιτικών επιλογών αποκαλύπτει πλέον τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργούνται στον χώρο των εργαζομένων στον χώρο του πολιτισμού. Η ευκαιρία ενός ουσιαστικού διαλόγου για το μέλλον του πολιτισμού, προς το παρόν μοιάζει να έχει χαθεί. Η αγωνιώδης προσπάθεια για επιστροφή στην ήδη προβληματική, προ πανδημίας «κανονικότητα», εξαφανίζει κάθε διάθεση διαλόγου. Κι έτσι ο πολιτισμός, σπάνιο εθνικό πλεονέκτημα, θα συνεχίσει να παραμένει κεφάλαιο ανεκμετάλλευτο.

Ελλάδα και Ευρώπη
Τη στιγμή που οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης αντιμετωπίστηκαν από το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών με ευαισθησία και ουσιαστικές πολιτικές στήριξης του πολιτισμού, η ελληνική κυβέρνηση παρέμεινε καθηλωμένη σε μια αντίληψη επιδοματικών πολιτικών, κυρίως επικοινωνιακού χαρακτήρα, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την ουσία των μεγάλων προβλημάτων. Οι πολιτικές που επελέγησαν περιορίστηκαν σε συγκυριακές χρηματοδοτήσεις και στοχευμένες επιδοτήσεις, κυρίως στην κατεύθυνση των κατόχων και διαχειριστών χώρων πολιτισμού. Μια κουρασμένη και αναχρονιστική ηγεσία κατάφερε να αναδείξει τον χώρο του ελληνικού πολιτισμού σε χώρο αόρατων ανθρώπων. Υιοθετήθηκαν προσωπικές πολιτικές, που έφτασαν μέχρι τα όρια της υποκατάστασης θεσμών. Στη θέση ενός ουσιαστικού και εκ βαθέων διαλόγου για το μέλλον του ελληνικού πολιτισμού, η ηγεσία του υπουργείου επέλεξε την προκλητική υποβάθμιση λειτουργίας θεσμών και συνέβαλε στη δημιουργία μιας «αντίληψης προνομιούχων», φτάνοντας στο έσχατο σημείο αμοραλισμού, με τη δημιουργία παράλληλου Φεστιβάλ, το οποίο δεν διαχειρίζεται καν το αρμόδιο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου.

Όμως εκείνο που αδυνατεί να αντιληφθεί η ηγεσία του υπουργείου, και κατ’ επέκταση η κυβερνητική ηγεσία, είναι πως η υπόθεση του πολιτισμού δεν είναι προσωπική υπόθεση ενός υπουργού – περισσότερο ή λιγότερο ικανού – αλλά υπόθεση εθνική, που απαιτεί και αναζητά ευαίσθητες, υπεύθυνες και συλλογικά επεξεργασμένες πολιτικές, οι οποίες θα υπερβαίνουν κατά πολύ τη διάρκεια μιας κυβερνητικής θητείας, με άλλα λόγια μακρόπνοο πολιτικό σχέδιο και συναίνεση.

Έτσι, στο πρόσφατο αναπτυξιακό νομοσχέδιο, ύψους άνω των 55 δις, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο κεφάλαιο Πολιτισμός.

Επανεκκίνηση ή εκκίνηση; Το παράδειγμα της “μη κατανόησης”
Υπό άλλες συνθήκες, ο χώρος του ελληνικού πολιτισμού θα χρειαζόταν μια διαδικασία επανεκκίνησης – αν κάποτε είχε επιχειρηθεί η εκκίνηση. Όμως, στα διακόσια χρόνια του σύγχρονου Ελληνικού κράτους, ουδέποτε εκπονήθηκε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αξιοποίησης, ανάδειξης και ανάπτυξης του ελληνικού πολιτισμού.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι ηγεσίες του ΥΠΠΟΑ αρκέστηκαν στην συνέχιση ενός ξεπερασμένου, γραφειοκρατικού διαχειριστικού μοντέλου. Η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης να «εξάγονται» εκτός χώρας, για εικοσιπέντε συν εικοσιπέντε χρόνια, σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, που πρακτικά σημαίνει πως αρκετές γενιές νέων ανθρώπων θα αγνοούν την ύπαρξη των ευρημάτων, αποκαλύπτει βαθύτατο έλλειμμα κατανόησης της σημασίας του Πολιτισμού για την Ελλάδα.

Τα εξαιρετικά ευρήματα στο Σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και ο τρόπος με τον οποίο, παρά τις σοβαρές αντιδράσεις του συνόλου σχεδόν της εγχώριας αλλά και διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, αποφασίστηκε η «μεταφορά» και «εγκατάστασή» τους σε άλλο σημείο, φανερώνουν την αδυναμία της πολιτείας να αντιληφθεί την αξία του τεράστιου εθνικού πολιτισμικού κεφαλαίου και την ψυχολογική σημασία, της προτεινόμενης από φορείς και επιστημονική κοινότητα, σύνδεσης των ευρημάτων με την καθημερινότητα του πολίτη.

Ο Πολιτισμός κορυφαίο Εθνικό κεφάλαιο
Έχει ξαναδιατυπωθεί η θέση πως ο ελληνικός πολιτισμός μπορεί να αποτελέσει ισχυρό πυλώνα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία μιας νέας, δυναμικής κοινωνικής πρότασης, ενός υποδειγματικού κοινωνικού αναπτυξιακού μοντέλου, που θα χρησιμοποιεί τον πολιτισμό ως αιχμή του δόρατος της αναπτυξιακής πολιτικής, προτείνοντας ένα σύγχρονο υπόδειγμα συμβολής και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Είναι σημαντικό να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν εκείνες οι πολιτικές, μέσω των οποίων ο Πολιτισμός, ως ιστορία αλλά και ως σύγχρονη δημιουργία, θα είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας του πολίτη, αλλά και της εμπειρίας του επισκέπτη της χώρας.

Υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο ελλείψεων και παραλείψεων, οι οποίες είναι πλέον αδύνατον να αναπληρωθούν με αποσπασματικά μέτρα και, πάντως, όχι με την κρατούσα διαχειριστική αντίληψη.

Εφαρμοζόμενες «πολιτικές».
Η αποκέντρωση παραμένει έννοια άγνωστη, ενώ τα όποια θετικά εγχειρήματα του παρελθόντος (Μ. Μερκούρη, Θ. Μικρούτσικος), αγνοήθηκαν επιδεικτικά. Απλό παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζουν να (υπο)λειτουργούν τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., θεσμός που σημάδεψε μια δημιουργική εποχή για την Περιφέρεια. Είναι εμφανής η αδυναμία των ηγεσιών του υπουργείου να επαναπροσδιορίσουν και να αναβαθμίσουν τη λειτουργία τους, αφήνοντάς τα στην πραγματικότητα να οδηγηθούν στην αδράνεια και τον μαρασμό.

Ουδέποτε αναπτύχθηκε διάλογος μεταξύ κεντρικής Κυβέρνησης, Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού και εκπροσώπων του ελληνικού Πολιτισμού. Έτσι, αντί για ένα κοινό σχέδιο, με βάση τα πλεονεκτήματα κάθε περιφέρειας, εγκαταλειφθήκαμε στην όποια αντίληψη μπορεί να διαθέτει κάθε αυτοδιοικητική αρχή, με την πραγματικότητα να δημιουργεί εύλογες ανησυχίες, αφού ελάχιστοι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης αντιλαμβάνονται την παιδαγωγική και κοινωνική διάσταση του σύγχρονου πολιτισμού.

Οι νέες τεχνολογίες ελάχιστα έχουν ενσωματωθεί στην πραγματικότητα του σύγχρονου πολιτισμού.

Παιδεία και καλλιτεχνική εκπαίδευση
Η καλλιτεχνική παιδεία και εκπαίδευση παραμένουν παραδομένες σε χέρια ιδιωτών, χωρίς κανένα πρόγραμμα σπουδών και έλεγχο, με αποτέλεσμα τα επαγγέλματα στο χώρο των παραστατικών τεχνών να φαντάζουν εφήμεροι αυτοσκοποί και όχι χώροι επαγγελματικής ενασχόλησης.

Η ελάχιστη παρουσία καλλιτεχνικών μαθημάτων στον χώρο της εκπαίδευσης, υποβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο και σχεδόν μηδενίστηκε, οδηγώντας την Ελλάδα επισήμως στην τελευταία θέση των ευρωπαϊκών χωρών.

Ως απλό παράδειγμα έλλειψης στοιχειώδους σχεδιασμού και διαλόγου, αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι με περισσότερες από 2.000 παραγωγές ετησίως στο χώρο του θεάματος (αριθμός θεαματικά μεγαλύτερος του παγκόσμιου μέσου όρου), η χώρα δεν διαθέτει ούτε ένα τμήμα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που να επιμορφώνει νέους, προορισμένους να υποστηρίξουν επαγγελματικά την οργάνωση και την οικονομία της καλλιτεχνικής παραγωγής. Κι αυτό είναι μόνο ένα μικρό παράδειγμα απώλειας πραγματικών θέσεων εργασίας. Έτσι, ο πληθωριστικός χώρος των παραστατικών τεχνών συνεχίζει να εργάζεται εμπειρικά στον τομέα οργάνωσης και λειτουργίας του. Γιατί ουδέποτε υπήρξε πολιτική οξυδέρκεια αλλά και βούληση, που να προτείνει την σύνδεση παιδείας και πολιτισμού. Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή, ότι οι κυβερνητικές πολιτικές αγνοούν, αδιαφορούν ή, το πιθανότερο, δυσκολεύονται να αντιληφθούν την σημασία της αξιοποίησης και ανάδειξης του πολιτισμού ως ενός εκ των ελαχίστων εθνικών μας πλεονεκτημάτων.

Διάλογος και Εθνικό Σχέδιο για τον Πολιτισμό
Η πρόταση για διάλογο με στόχο τη δημιουργία ενός ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ για τον ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, δεν είναι καινούργια. Η ανανέωση των γηρασμένων θεσμών, ο έλεγχος και η υψηλού επιπέδου καλλιτεχνική εκπαίδευση, η σύνδεση παιδείας και πολιτισμού, η σύνδεση με τον τουρισμό, ο διάλογος και ο σχεδιασμός σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση, η δημιουργία πλαισίου για την ενθάρρυνση και στήριξη νέων δημιουργών, η περαιτέρω ανάπτυξη αλλά και αναβάθμιση των μουσείων, ο έλεγχος του παραγόμενου έργου, η συστηματική, δημιουργία δομών, υποδομών και νέων θεσμών στην ελληνική περιφέρεια, εναρμονισμένων με τα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, η θεσμοθέτηση των συμπαραγωγών, η θεσμοθέτηση κανόνων λειτουργίας κάθε τομέα καλλιτεχνικής έκφρασης, είναι μερικά μόνο από τα σημεία που μπορούν να ενταχθούν στον εθνικό διάλογο για τον Πολιτισμό.

Ο χώρος του ελληνικού Πολιτισμού χρειάζεται επειγόντως ένα Εθνικό Σχέδιο με όραμα, που θα αναδεικνύει και θα αξιοποιεί τη διαχρονία του ιστορικού αλλά και σύγχρονου Πολιτισμού, με στόχο να αναδειχθεί η Ελλάδα σε Παγκόσμιο Κέντρο Πολιτισμού.

Ένα Εθνικό Σχέδιο που θα θέτει τις βάσεις μιας υγιούς λειτουργίας ενός ευαίσθητου χώρου, που αριθμεί περισσότερους από 400.000 ασχολούμενους. Ένα Σχέδιο που θα συνδέει την παιδεία με τον Πολιτισμό και τον τουρισμό και θα δημιουργεί πραγματικές θέσεις εργασίας, αλλά και ένα σύγχρονο πλαίσιο λειτουργίας και εκπαίδευσης.

Η Ελλάδα έχει όλες τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ελκυστικό και φιλόξενο προορισμό για κάθε καλλιτέχνη και δημιουργό, όπως και για κάθε επισκέπτη.

Ο χώρος των τεχνών και των γραμμάτων, μπορεί να αποτελέσει ένα διαρκές εργαστήριο, όπου θα παράγονται δημιουργίες υψηλού επιπέδου και θα προσκαλούν την παγκόσμια κοινότητα σε διαρκή διάλογο και συνύπαρξη, με κέντρο την ελληνική επικράτεια.

Ένα οραματικό και ριζοσπαστικό Εθνικό Σχέδιο που θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ανάδειξη του Ελληνικού Πολιτισμού σε παράλληλο αναπτυξιακό οικονομικό πυλώνα. Απλό παράδειγμα, η δυνατότητα ανάδειξης της χώρας σε κέντρο υποδοχής και παραγωγής διεθνών κινηματογραφικών παραγωγών, με την αξιοποίηση όλων των φυσικών πλεονεκτημάτων της χώρας, αλλά και των σημαντικών βιομηχανικών εγκαταστάσεων που ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους, καθώς και χιλιάδων στρεμμάτων, που σύντομα θα περάσουν σε χέρια ιδιωτών (ΔΕΗ, αποκατεστημένα εδάφη λιγνιτικών πεδίων).

Οι άνθρωποι του Πολιτισμού και της εκπαίδευσης οφείλουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την θεσμοθέτηση και την έναρξη ενός εθνικού διαλόγου, όπου θα κατατεθούν αναλυτικές προτάσεις για κάθε τομέα του σύγχρονου πολιτισμού. Η πρόσκληση να απευθύνεται στους εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και στο πολιτικό προσωπικό της χώρας.

Και τέλος, ας αρχίσει να μας ενοχλεί και να μας προσβάλει ως κοινωνία, το γεγονός πως με ποσοστό 0,33% περίπου, που αντιστοιχεί στον εθνικό προϋπολογισμό, για το σύνολο της λειτουργίας του ελληνικού πολιτισμού, η χώρα (που γέννησε τον πολιτισμό) κατατάσσεται διαχρονικά και σταθερά στην τελευταία θέση των ευρωπαϊκών χωρών.

Η πρόκληση είναι εδώ, και το μέλλον διεκδικείται…

O Θέμης Μουμουλίδης είναι σκηνοθέτης

Πηγή: news247.gr