Νότια του χωριού μας, πριν αρχίσει η μεγάλη κατηφόρα προς Κυδωνιά, βρίσκεται το εξωκκλήσι της Αγιανάληψης. Δεν είναι αφιερωμένο προς τιμή κάποιας αγίας ονόματι «Ανάληψη», αλλά προς τιμή της Αναλήψεως του Χριστού, που όπως αναφέρουν οι Γραφές σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση ανελήφθη εις τους ουρανούς, έφυγε με το σώμα Του μέσα σε νεφέλες, μπροστά στα μάτια των μαθητών Του. Είναι το τελευταίο γεγονός του επίγειου βίου του Χριστού, παριστάνει την πορεία της ανθρώπινης φύσης προς τη θέωση και όπως ομολογείται και στο Σύμβολο της Πίστεως «Καί ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς καί καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός…καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δοξης…».

Για την ιστορία, ανάληψη έχουμε και στην περίπτωση του Προφήτη Ηλία, με ένα «άρμα πυρός», που δεν ανέβηκε ακριβώς στον ουρανό, αλλά «ως εις τον ουρανόν», όπως αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος. Ανάληψη όμως έχουμε και με τον μυθολογικό ήρωα και ημίθεο Ηρακλή, που λίγο πριν πεθάνει πάνω στο όρος Οίτη, ένα νέφος τον άρπαξε και με βροντές και αστραπές τον μετέφερε στον Όλυμπο, κοντά στον πατέρα του Δία, όπου κατέστη αθάνατος και έζησε μια ζωή μακάρια με όλες τις θεϊκές απολαύσεις.

Επανερχόμενοι στην Αγιανάληψη του χωριού μας, κάθε χρόνο σαν σήμερα, ημέρα Πέμπτη, σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση, γιορταζόταν το χαρμόσυνο γεγονός με ένα μικρό πανηγύρι. Όλο το χωριό συνέρρεε με εορταστική διάθεση, σε ένα ειδυλλιακό ανοιξιάτικο περιβάλλον. Προηγούνταν από το προηγούμενο βράδυ η αγρυπνία των γυναικών (όπως και της Παναγίας, στο Μπούτσιμο) και η πρωινή λειτουργία. Οι πιστοί ντυμένοι με τα καλά τους μεταφέρονταν από το πρωί με στολισμένα υποζύγια, με αυτοκίνητα ή και πεζοί. Το ίδιο πεζοί και εμείς τα δασκαλούλια, που χαιρόμασταν διπλά, μιας και θα χάναμε μάθημα.

Μετά τον εκκλησιασμό (όλοι οι πιστοί στο ύπαιθρο) ακολουθούσαν χοροί και τραγούδια με οργανοπαίχτες, στήνονταν σούβλες, πικ νικ με στρωσίδια πάνω στο χόρτο, ενώ τα παιδιά έπαιζαν και ψώνιζαν από τους μικροπωλητές. Χαρά θεού και αξέχαστες εμπειρίες! Ήταν και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία οι τζιάγκδις του χωριού να δουν καμιά τσιούπρα και να προκύψει και κανένας αρραβώνας.

Μια χρονιά όμως θα μου μείνει αξέχαστη! Θα ’ταν περί το 1972. Εκεί που εμείς τα παιδιά παίζαμε αμέριμνα, είδαμε κόσμο να μαζεύεται σε ένα σημείο. Πλησιάζοντας, ακούσαμε να λένε: -«Λύκους». Πραγματικά, είδαμε έναν λύκο ζωντανό και δεμένο με αλυσίδα πάνω σε μια καρότσα. Τον είχαν πιάσει κυνηγοί, αφού τον είχαν τραυματίσει ελαφρά. Τις καλές εκείνες εποχές η νομοθεσία κατέτασσε το λύκο στα «επιβλαβή» είδη και αντάμειβε το κυνήγι του χρηματικά. Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος στο ευλαβές εκκλησίασμα και το φιλοθεάμον κοινό και η περηφάνια των θηρευτών διάχυτη. Πλησιάζαμε κάπως κοντά το λύκο, τον κασκαντούσαμε, τον φοβέρζαμε και τον σκαλνούσαμε οι πιο θαρραλέοι με καμιά βίτσα. Όλα αυτά βέβαια εκ του ασφαλούς! Το αποκορύφωμα ήταν ότι κάποιοι, για να εξεφτελίσουν το λύκο τελείως, του είχαν βάλει στο στόμα κι μια τσιγάρα! Η πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση για τον λύκο τον είχε καταστήσει τελείως ανενεργό από το φόβο του, κοινώς τα είχε κακαρώσει! Κι όσο εμείς γελούσαμε όλοι μαζί, πιστεύω ότι μέσα του σκεφτόταν:

-Α, ρε κι να σας είχα από καμιά μεριά, έναν-έναν χωριστά!

Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, όταν ανατρέχω στον κακομοίρη εκείνο λύκο, σκέφτομαι την τύχη που θα είχε στις μέρες μας, τώρα που έχουμε κάπως εκπολιτιστεί και που ο λύκος θεωρείται «προστατευόμενο» είδος. Όμως τα αρνητικά στερεότυπα που μας έχουν δημιουργηθεί σε βάθος χρόνου από τον «κακό λύκο» των παραμυθιών και από τις ζημιές που προκαλούσε στα κοπάδια μας δύσκολα θα άλλαζε τη στάση μας απέναντι στον καψερό. Σίγουρα δεν θα φτάναμε σε ακραίες καταστάσεις με τη διαπόμπευσή του, αλλά ακόμα και η σύγχρονη οικολογία δεν θα γλύτωνε το λύκο. Το πολύ-πολύ να έκανε λίγο πιο εύκολη τη ζωή του ο αντικαπνιστικός νόμος!

-Τι να πω; Λύκους να μας φάει!

Χρόνια μας Πολλά!

Στη φωτογραφία (αρχές του 1960), από αριστερά, ο Ανδρέας Αγοραστός (Τσιαμτσιός), Θόδωρος Δισερής (Ντισιρουθόδουρους) και Ιωάννης Τσαράβας (Τσιαταμουρουιάνς), με γιορτινή διάθεση στον περιβάλλοντα χώρο της Αγιανάληψης. Μπροστά τους το απαραίτητο ραδιόφωνο της εποχής.

Πηγή fb: Thanasis Tsiokanos /ΛΙΒΑΔΕΡΟ ΚΟΖΑΝΗΣ