Η σημασία που έχει για το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας η διατήρηση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ σε καθεστώς στρατηγικής εφεδρείας, μετά την απόσυρσή τους, αναδείχτηκε με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο τον περασμένο μήνα, στη διάρκεια της πρωτοφανούς κακοκαιρίας που έπληξε μεγάλα τμήματα της χώρας, ιδίως όμως την «άμαθη» σε καιρικά φαινόμενα ανάλογης σφοδρότητας, Αττική. Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, το εγχώριο ηλεκτρικό σύστημα ανταποκρίθηκε στις δύσκολες περιστάσεις και κατάφαρε να καλύψει τη ζήτηση, όχι όμως προτού ο ΑΔΜΗΕ έβγαλε από τη «ναφθαλίνη» συνολικά οκτώ λιγνιτικές μονάδες που συνέβαλαν σημαντικά ώστε να μην προκληθεί γενικό μπλακ άουτ.

Στον απόηχο των όσων συνέβησαν τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, επανήλθε στο προσκήνιο το ερώτημα του εάν η απολιγνιτοποίηση, όπως έχει σχεδιασθεί και εκτελείται από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, μπορεί να υλοποιηθεί δίχως να κινδυνέψει η επάρκεια του συστήματος, ακόμη και εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση η ζήτηση ισχύος από μονάδες λιγνίτη δεν ξεπέρασε ποτέ τα 1500 μεγαβάτ στο διάστημα 15/2-21/2.

Όπως αναφέρει δύο ημέρες αργότερα, στις 23/2, σε επίκαιρο άρθρο του το energia.gr, (εδώ) “η συγκεκριμένη ισχύς μπορεί να καλυφθεί από μία νέα μονάδα φυσικού αερίου ονομαστικής ισχύος 826 MW που κατασκευάζεται από τον όμιλο Μυτιληναίος στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας και αναμένεται να ενταχθεί στο σύστημα το 2022, την νέα μονάδα της ΔΕΗ, Πτολεμαΐδα V ονομαστικής ισχύος 660MW και την νέα διασύνδεση Ελλάδας -Βουλγαρίας, ΚΥΤ Ν. Σάντας – Maritsa East, μεταφορικής ικανότητας 2000 MVA η οποία αναμένεται να ηλεκτριστεί το 2023.”

Ως γνωστό, οι κυριότερες παράμετροι και μεγέθη που καθορίζουν την επάρκεια του συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να καλύπτει επαρκώς τη ζήτηση και τις αιχμές της είναι, μεταξύ άλλων, η εξέλιξη του φορτίου, η διαθεσιμότητα των μονάδων παραγωγής, η διαθεσιμότητα ισχύος για εισαγωγές από τις διασυνδέσεις και ο βαθμός διείσδυσης μονάδων ανανεώσιμης ενέργειας.

Όμως, η παράμετρος με μακράν τη μεγαλύτερη σημασία είναι η διαθεσιμότητα των μονάδων αναφορικά με τη συμβολή τους στην επάρκεια του συστήματος παραγωγής, υπό την έννοια ότι είναι πιθανό να έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας λόγω προγραμματισμένης συντήρησης, ή λόγω βλάβης και αυτό μπορεί να έχει δυσμενή επίπτωση στην επάρκεια του συστήματος.

Υπ’ αυτή την έννοια, καθίσταται πρόδηλο πως δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η επάρκεια του συστήματος δίχως τη συμμετοχή των λιγνιτικών μονάδων, τουλάχιστον έως ότου τη θέση τους καταλάβουν οι νέες θερμικές μονάδες φυσικού αερίου που σχεδιάζονται να λειτουργήσουν στο προσεχές μέλλον, όπως αποφαίνεται η νέα μελέτη επάρκειας που παρήγγειλε η κυβέρνηση και συνέταξε ο ΑΔΜΗΕ. Η μελέτη κρίθηκε αναγκαία ώστε η κυβέρνηση να μπορεί να αιτιολογήσει προς τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το αίτημά της για τη δημιουργία μηχανισμού στρατηγικής εφεδρείας στο οποίο θα ενταχθούν οι μονάδες λιγνίτη που θα αποσυρθούν.

Προκειμένου να αναδείξει αυτή την καίρια παράμετρο η μελέτη εξετάζει, μεταξύ άλλων και το σενάριο μιας πρόωρης απόσυρσης μονάδων λιγνίτη έως το τέλος του έτους που διανύουμε, κάτι που εάν επαληθευόταν θα μπορούσε να καταφέρει σοβαρό πλήγμα στην επάρκεια του συστήματος, τουλάχιστον έως ότου τεθεί σε λειτουργία η “Πτολεμαΐδα 5” – προβλέπεται ότι θα λειτουργήσει με φυσικό αέριο νωρίτερα από το 2028 – αλλά και ολοκληρωθεί η ηλεκτρική διασύνδεση της χώρας με την Βουλγαρία.

Ιδίως σε ό,τι αφορά στην περίπτωση της νέας μονάδας της ΔΕΗ, η δυναμικότητά της προβλέπεται ότι θα αυξηθεί από τα 660 μεγαβάτ, στα 1000 μεγαβάτ, με τη χρήση ενός συνδυασμού φυσικού αερίου και υδρογόνου, χάρη στη βοήθεια της ιαπωνικής Mitsubishi που κατασκευάζει τον ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό της.

Με αυτό τον τρόπο, η αμφιλεγόμενη “Πτολεμαΐδα 5” θα εκσυγχρονιστεί και θα καταστεί απείρως πιο ανταγωνιστική, καθώς θα έχει τα δυνατότητα να διαθέσει ισχύ στο σύστημα οποτεδήποτε χρειαστεί. Το συνολικό κόστος για το μετασχηματισμό της μονάδας εκτιμάται σε περίπου 300 εκατ. ευρώ, με την ΔΕΗ να αναμένεται ότι θα έχει ολοκληρώσει τη σχετική μελέτη έως τις αρχές Μαΐου- το αργότερο.

Θυμίζουμε ότι αρχικά, η Επιχείρηση είχε ανακοινώσει ότι εξετάζει τη λύση της χρήσης βιομάζας, ή ακόμη και τη συνέχιση της καύσης καθαρότερου λιγνίτη σε συνδυασμό με τη χρήση τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης CO2. Καμμία από αυτές τις λύσεις δεν προκρίθηκε, τελικά.

Πηγή: energia.gr