Τότε που μοσχοβολούσανε τα σπίτια
Ποτέ δεν μπόρεσα να συμπαθήσω το: Άη Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει και Άη Νικόλας παραχώνειΚάποιος δηλαδή μαρμαρώνει, άλλος σαβανώνει και ο τρίτος παραχώνει Όπως έναν νεκρό δηλαδή.
Γι αυτό κι εγώ από μικρή το είχα αλλάξει και το τραγουδούσα ως εξής Άη Βαρβάρα τα μελώνει , ο Άη Σάββας ζαχαρώνει και ο Άη Νικόλας καμαρώνει.

Κι έτσι οι Άγιοι έπαιρναν άλλη διάσταση , πιο πνευματική Τους έδινα την ιερότητα , την αγιοσύνη που τους αρμόζει. Για το σπίτι μας η ημέρα του Αγίου Σάββα ήταν η εορτή των εορτών .Γιόρταζε ο πατέρας μου και ο άγιος ήτανε προστάτης του σπιτιού μου και της οικογενείας μου .Άλλωστε ότι καλό συνέβαινε στο σπίτι μας το αποδίδαμε στην ευλογία και στην προστασία Του. Πως λοιπόν να δεχτώ ότι σαβανώνει;

Την γιορτή του πατέρα μου η μητέρα μου την έκανε τριήμερο πανηγύρι. Ήτανε η ευκαιρία της για να επιδείξει την νοικοκυροσύνη της, την μαγειρική της δεινότητα, την αρχοντιά της , την αξιοσύνη της και καθωσπρεπισμό .
Πρώτα έπρεπε να πλυθούν τα ασπροκέντια με αλυσίβα, να περαστούν από λουλάκι και αστραφτερά και μυρωδάτα να στρωθούν στο τραπέζι την ημέρα της γιορτής

Μετά έπρεπε να ζυμωθεί η λειτουργιά και αφού έμπαινε η σφραγίδα ΙΣ.ΧΡ. ΝΙΚΑ έμπαινε στον φούρνο για να πάει στον Εσπερινό της παραμονής στην εκκλησία και να ευλογηθεί.
Και μετά η ιεροτελεστία Τα ντολμαδάκια Το αγαπημένο της για να προσφερθεί ως ο καλύτερος μεζές
Κορφολογούσε όλο το Καλοκαίρι την κληματαριά και με ευλάβεια τα πάστωνε ένα-ένα σε πήλινο κιούπι με αλάτι τόσο, όσο χρειαζότανε για να πάρουν εκείνο το χρυσοκίτρινο χρώμα κάτι το οποίο μόνον αυτή το πετύχαινε, όπως επαίρετο ,όπως βέβαια και για τα ντολμαδάκια της που τα θεωρούσε και ήτανε μοναδικά.

Το κιούπι άνοιγε , έπαιρνε ένα- ένα τα αμπελόφυλλα και την ώρα που τα τύλιγε τους μίλαγε, τους τραγουδούσε, ζωγράφιζε πάνω τους και τα μεταμόρφωνε σε μία παρτιτούρα μουσικής
Το μυστικό ήτανε η γέμιση Η γέμιση είχε πολύ κρεμμύδι και πολύ δυόσμο και μάραθο Εκείνος ο δυόσμος και το μάραθο απελευθέρωναν μυρουδιές που θαρρείς ξεφεύγανε σαν νότες από την μουσική παρτιτούρα –αμπελόφυλλο και κελαηδούσαν στο λαρύγγι σου . Σου δίνανε κέφι νοστιμιάς και μία γεύση Ζείμπέκικο
Όλα έτοιμα .
Το σπίτι μοσχομύριζε

Αρώματα από τα φύλλα της μπαρμπαρόριζας που έμπαιναν στα γλυκά του κουταλιού.Μυρουδιά από το ψωμί που ψήθηκε στον φούρνο.Μοσχοβολιά από τις πίτες που ψηνότανε στον φούρνο της ξυλόσομπας .Αρωματισμένες μουσικές από τον δυόσμο και τον μάραθο από τα ντολμαδάκια που βράζανε στην κατσαρόλα πάνω στην ξυλόσομπα , μυρωδιά και μουσική από τα ξύλα που μπουμπούνιζαν στην μαντεμένια σόμπα και σε αγκάλιαζαν με εκείνη την θαλπωρή της ζέστης , θαλπωρή που την ταυτίζαμε τότε με τον όρο η Αγία οικογένεια μας , γιατί μας μάζευε γύρω της και κοιταζόμασταν στα μάτια , και συνομιλούσαμε και γελούσαμε και παραπονιόμασταν και τσακωνόμασταν και κουτσομπολεύαμε και ακούγαμε ιστορίες και παραμύθια από τους μεγαλύτερους

Εκείνη η ξυλόσομπα που το τρίξιμο των ξύλων της ποτέ δεν σε άφηνε να νοιώσεις μόνος.Συνομιλούσες με την σιωπή σου μαζί της.Πρώτα ερχότανε η γιαγιά μου, η μητέρα της, με τα πεσκέσια της . Αλεύρι, καβουρμά, παστουρμά, αποξηραμένες ντομάτες και μπάμιες, λουκάνικα , κιούπια με σάλτσα , όλα φτιαγμένα από τα χέρια της

Μόλις σουρούπωνε κατέφθαναν πρώτα οι γειτόνοι , με πρώτο και καλύτερο τον Μπάρμπα –Αποστόλη, ο οποίος μόλις πίστευε πως είχε το ακροατήριο που ήθελε , πάντα μας έλεγε την ίδια ιστορία.
-Κάτσε μπρε , πριν έρθει η Συρματένια να σας πω
Είχε η Συρματένια , μια γυναίκα γλυκύτατη, η προσωποποίηση της καλοσύνης, ένα γουρουνάκι το οποίο όταν το τάιζε του τραγουδούσε
-Φάτο, φάτο
-Δεν το τρώγω, δεν το τρώγω , τραγουδούσε ο Μπάρμπα Αποστόλης ,στον ίδιο τόνο από την άλλη πλευρά του μαντρότοιχου που χώριζε τον κήπο τους
-Μπρε Αποστόλη, διες, διες ετούτο μιλάει, του έλεγε η Συρματένια
-Άντε μπρε, Σύρμα , μιλάν τα ζωντανά
-Άκου , διες
-Φάτο, φάτο η Σύρμα
-Δεν το τρώγω, δεν το τρώγω Ο Μπαρμπα Αποστόλης
Παρόλο που το έλεγε κάθε χρόνο , λυνόντουσαν όλοι στα γέλια ή γιατί το είχανε ξεχάσει ή γιατί θέλανε να τον ευχαριστήσουν
Στο τραπέζι , το κεντημένο τραπεζομάντηλο και όλα τα καλά του Θεού
Πίτες, καβουρμάς, λουκάνικα, τσιγαρίδες σκέτες ή στο τηγάνι με αυγό ,παστουρμάς ,ο κόκκορας που εσφάγη για την ημέρα ,τα μπούτια του οποίου πάντα σερβιρίζονταν στους γηραιότερους άντρες , ως ,ενδειξη σεβασμού ή και λόγω νοοτροπίας μπορεί και για τα δύο και φυσικά και τα ντολμαδάκια.

Στο τραπέζι καθισμένοι οι άντρες
Στους καναπέδες οι γυναίκες . Δεν πίνανε κρασί , δεν συμμετείχαν στις κουβέντες των αντρών. Άλλες εποχές Τίποτα δεν είχανε ακούσει για φεμινισμό ,κάτι για ίσα δικαιώματα αντρών και γυναικών παρά την σκληρή δουλειά που κάμανε

Στο πρόσωπό τους είχανε μία πίκρα και μία γλύκα.
Γλύκα γιαυτό που είχανε Μια οικογένεια, την σκιά του άντρα Πίκρα για κάτι που νοιώθανε ότι τις έλειπε μα δεν ξέρανε τι, για να το ονειρευτούν , να το προσδοκούν Υποταγμένες στην μοίρα τους δεν ονειρεύονται , δεν φαντάζονται κάτι που δεν ξέρουν πως υπάρχει.
Οι άντρες , πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενιάς
Στο πρόσωπό τους είχανε μία πίκρα και ένα μεράκι.

Την πίκρα του ανθρώπου που είναι προορισμένος να πετάει ψηλά μα οι συνθήκες τον κρατάνε στην γη ,
. Μεράκι γι αυτό που παλεύουνε τώρα και για το καλύτερο αύριο που προσδοκούν.
Είχανε όμως και μια ίσια ματιά, λίγο θλιμμένη μα γεμάτη αξιοπρέπεια και εγκαρτέρηση και μια ψυχή που την κουβάλησαν από την πατρίδα μαζί με τα εικονίσματα και έναν μπόγο με ότι χωρούσε.

Οι άντρες , πρόσφυγες πρώτης γενιάς τίποτα δεν κουβεντιάζανε παρά μόνο για την πατρίδα που άφησαν Ποτέ δεν ένοιωσαν πατρίδα την Ελλάδα
Πατρίδα ήτανε το χώμα που άφησαν και μέσα τους διαισθανόσουν πως σιγόκαιγε η ελπίδα , ότι κάποια μέρα θα ξαναγύριζαν έστω και για λίγο έτσι να , μόνο για να την δουν.
Δεν τους επετράπη όμως
Το έκαναν όμως αργότερα τα παιδιά τους ή και τα εγγόνια τους , έτσι σαν προσκύνημα ή και για να εκπληρώσουν το τάμα που τους έκαναν όταν τους έκλειναν τα μάτια
Αυτά άκουγα όταν λυνότανε η σκέψη και η γλώσσα μετά από τα δύο- τρία ποτηράκια κρασί που πίνανε .
Κρασί μπρούσικο φτιαγμένο από τον πατέρα μου

Σε αυτό το κρασί του πατέρα μου πάντα προσέδιδα την ιερότητα της θείας κοινωνίας
Για μένα το κάθε ποτήρι ήτανε εικόνα από τον τρύγο και κατά έναν περίεργο τρόπο με γοήτευε εκείνο το άσπρο κεφαλομάντηλο που φορούσανε οι γυναίκες για τον ήλιο και τα καπέλα των αντρών Μα κι εκείνα τα τεράστια κοφίνια που ρίχνανε τα σταφύλια, φορτωμένα στους ώμους των αντρών
Σαν πίνακας του Θεόφιλου.
Για μένα το κάθε ποτήρι κρασιού ήτανε και μια εικόνα

Ο πατέρας μου με μαζεμένα τα παντελόνια να πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι , με ένα ηδονικό πάτημα και μία έκσταση μεθυστική στο πρόσωπό του που εγώ με την φαντασία μου του έβαζα κι ένα στεφάνι με φύλλα αμπέλου και ένα τσαμπί σταφύλι στο στόμα , έτσι για να τον κάνω θεό Διόνυσο , να τον κάνω θεό του κεφιού .

Κι αυτό γιατί ο πατέρας μου ήτανε χωρατατζής και με τα χωρατά και τα αστεία του σκορπούσε λίγο γέλιο σε κάποιους λίγους ανθρώπους και σε καθέναν ξεχωριστά.
Κι εκείνο το μπρούσικο χρώμα του κρασιού
Όλο το πορφυρούν του Βυζαντίου στο ποτήρι
Οι γυναίκες δεν πίνανε από αυτό το κρασί ,αλλά δεν μένανε και ακέραστες
Πρώτα το είθισται
Εκείνο το σοκολατάκι μαργαρίτα Και μετά
Μετά τα γλυκά του κουταλιού , φτιαγμένα όλα από φρούτα του κήπου μας Γλυκό φιρίκι, γλυκό σταφύλι, γλυκό κυδώνι και κυδωνόπαστο , πελτές κυδωνιού, μουσταλευριά και το λουκούμι φτιαγμένο από μούστο και καρύδια
Και στο τέλος βέβαια ένα πιατάκι ντολμαδάκια , έτσι για να τους μείνει αυτή η γεύση και έτσι για να μην λένε , όπως έλεγε η μητέρα μου
Αυτήν την ημέρα ο πατέρας μου και η μητέρα μου γελούσανε από τα χαράματα μέχρι και την ώρα που έφευγε και ο τελευταίος επισκέπτης , συνήθως τα χαράματα, ενίοτε και την επομένη , του Αη Νικόλα
Είχαν πετύχει βλέπεις για μία ημέρα να είναι το επίκεντρο
Η κάθε επίσκεψη ήτανε και για τους δύο ένδειξη εκτίμησης και σεβασμού . Οσοι περισσότεροι ήτανε οι επισκέπτες τόσο μεγαλύτερη και η ικανοποίηση
Και όσο εισπράτανε και την ικανοποίηση των επισκεπτών για την ωραία περιποίηση, ένοιωθαν αυτό το κάτι που νοιώθουμε όλοι μας σε κάθε επιτυχία
Αυτό το λίγο ,να , που νομίζουμε όλοι για κάτι μικρό ή μεγάλο που κατορθώνουμε , ε να πώς να το πω , ε ναι , ότι να, για μια στιγμή παραβιάζουμε τις πύλες της Αθανασίας

Μαρία Σπυρίδου