Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος: Η ακλόνητη πίστη του και η στέρεη προς το Θεό αγάπη του εκφράστηκε ακόμη με τη μεγάλη του ταπείνωση και την εργατικότητά του και κυρίως με την υπομονή του στην κακομεταχείριση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο.

Με επιμέλεια και πολλή στοργή φρόντιζε τα ζώα, μέσα στο σκοτεινό σταύλο, κι εκεί ξάπλωνε το κουρασμένο του σώμα για να αναπαυθεί, προσευχόμενος και δοξάζων, ως άλλος Ιώβ, το Θεό.

Ένα προσόμοιο του Μεγάλου Εσπερινού λέγει σχετικά: «Του Ιώβ την ανένδοτον, καρτερίαν μιμούμενος, ακλινής και άσειστος θείω πνεύματι, ταις επελθούσαις κακώσεσι, και θλίψεσιν έμεινας, και εν κόπρω την ζωήν, διανύων πεπλήρωσαι, οσμής κρείττονος και πολ­λής ευωδίας ουρανόθεν, Ιωάννη θεοφόρε, της χορηγίας της χάριτος».
Κέρδισε τη αγάπη του αγά

Σιγά-σιγά κέρδισε, μ’ αυτόν του τον τρόπο, τη συμπάθεια του Οθωμανού αφέντη και της συζύγου του, οι οποίοι του παρεχώρησαν, μάλιστα, ένα μικρό διαμέρισμα κοντά στον αχυρώνα, για να μένει εκεί. Εκείνος, όμως, δε δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον αγαπημένο του σταύλο, καταπονώντας το σώμα του με κακοπέραση και άσκηση, η οποία του εξασφάλιζε την ευωδία του αγίου Πνεύματος. Έχοντας, όπως λέγει ένα τροπάριο του, «κοιτώνα το ιπποστάσιο, τροφήν τας ύβρεις και τα λακτίσματα» και υπομένοντας το ψύχος και τη γυμνότητα για χάρη του Χριστού «καθαρός τω σώματι και ψυχή όλος γέγονε».

Χαρά του και λαχτάρα του ή προσευχή. Η αδιάλειπτη επικοινωνία με τον Κύριό του, τον Ιησού Χριστό, στα χέρια του οποίου άφηνε όχι μόνο τους πόνους και τα βάσανά του, αλλά τη ζωή του ολόκληρη. Εφήρμοζε το «προσευχής καιρός έστω άπας ο βίος». Ή εμπιστοσύνη του ελπιδοφόρα. Η καρδιά του «καιομένη». Ο σταύλος ήταν ο τόπος πού συναντούσε καθημερινά Τον λατρευτό του, ενώ τις νύκτες τον αναζητούσε στο νάρθηκα τής Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν δίπλα στην οικία του αφέντη του λαξευμένη σ’ ένα βράχο. Εκεί έκαμε όρθιος τις αγρυπνίες του και αποδιώχνοντας το νυσταγμό των βλεφάρων του εκοίμιζε τα άτακτα πάθη του σώματος.

Η τέλεια ένωση με το Χριστό

Η διάνοιά του διά της αγρυπνίας «ως διά πτερύγων επέτετο και υψώνετο προς τερπνότητα του Θεού». Η τέλεια ένωση, όμως, με το ζωοδότη Χριστό γινόταν κάθε Σάββατο, όταν ο υπόδουλος Ιωάννης «μετείχε ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης», γενόμενος κοινωνός του αχράντου Σώματος και του τιμίου Αίματος του Σωτήρος Ιησού Χριστού. Ανταποκρινόταν ως δούλος ευγνώμων στην πρόσκληση και προτροπή του Κυρίου του δείπνου «Λάβετε φάγετε τουτό μου έστι το σώμα…» και «Πίετε εξ αυτού πάντες τουτό έστι το αίμα μου…»,γιατί έπίστευε πλήρως τη διαβεβαίωση του Ζωοδότου «ο τρώγων μου την σάρκα καί πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ».

Στο πρόσωπο του είχε εφαρμογή το ψαλμικό: «Ήτοίμασας ενώπιόν μου τράπεζαν, εξεναντίας των θλιβόντων με. Ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου, και το ποτήριον σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον». Η συμμετοχή στο ποτήριον της ζωής του χάριζε εκείνη την κατάσταση της οικειότητος μετά του Θεού που ονομάζεται «παρρησία».

Ο βίος αυτός συμβαδίζει με τη συσταύρωση, τη μίμησή της μέχρι θανάτου υπακοής του Χριστού.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον τὸ σκῆνός σου ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσία ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης τῷ Χριστῷ Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. ᾿Επεφἆνης σἦμερον.
Τῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου, Ὅσιε Πάτερ, ἡ ἁγία σήμερον, ἐπέστη μνήμη τὰς ψυχάς, τῶν εὐσεβῶν κατευφραίνουσα, ὧ Ἰωάννη τῶν πίστει τιμώντων σε.

Πηγή:ekklisiaonline.gr