Ρώτησαν δε οι Μάγοι:

«Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ…».

Είναι το άστρο της Βηθλεέμ ένα μοναδικό θαυμαστό γεγονός ή ήταν ένα αστρονομικό φαινόμενο, για το οποίο υπάρχει επιστημονική εξήγηση; Είναι μήπως μύθος;

Η προσπάθεια εξήγησης με επιστημονικούς όρους της αναφοράς στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο δεν με σκανδαλίζει. Λογικό είναι ο άνθρωπος να θέλει να εξημερώσει την περιέργειά του και να ερευνά.

Η φράση «πίστευε και μη ερεύνα» δεν αναφέρεται πουθενά στις Γραφές, όπως στρεβλώς και πολύ κακώς νομίζουμε σήμερα. Μεταφέρθηκε στις μέρες μας με προφορικό τρόπο ως παροιμιώδης φράση των Ιησουιτών (άρα αιρετικών κατά την ελληνορθόδοξη παράδοση) και επιπλέον δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρίσκεται το κόμμα (αν πριν ή μετά το «μη»). Δεν υπάρχει καμία μα καμία γραπτή επιβεβαίωση.

«…Καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτοὺς ἕως ἐλθὼν ἐστάθη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον. ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα. καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ…».

Στο κείμενο δεν υπάρχει σαφής αναφορά σχετικά με το χρονικό διάστημα λάμψης του άστρου. Δεν ξέρουμε τον χρόνο της προετοιμασίας και πορείας των Μάγων, από τότε που το πρωτοείδαν μέχρι τη στιγμή που έφτασαν. Το μηδέν δεν χρησιμοποιούνταν ως αριθμός τότε, ώστε να γινόταν από αυτό η αρχή μέτρησης, πράγμα που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τους σημερινούς υπολογισμούς. Δεν ξέρουμε ακόμη, αν οι μετέπειτα χρονολόγοι έκαναν σφάλμα στον ακριβή υπολογισμό της ημερομηνίας της γέννησης. Δεν γνωρίζουμε επίσης, αν η γέννηση και η προσκύνηση ταυτίζονται χρονικά ή αν υπάρχει μέγιστη χρονική διαφορά δύο ετών μεταξύ τους. Αυτή μπορεί να εξηγείται από τη διαταγή του Ηρώδη για τη φόνευση των νηπίων ηλικίας μέχρι δύο ετών:

«…Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω…».

Η επιστημονική μελέτη σχετικά με το άστρο της Βηθλεέμ βασίζεται σε εικασίες που προσδιορίζουν τη γέννηση του Χριστού μεταξύ 7 και 2 π.Χ. Η επιστημονική εικασία βέβαια δεν είναι μια αυθαίρετη ή αναξιόπιστη αναφορά ούτε ασυνήθιστη επιστημονική πρακτική. Βασίζεται πάντα σε συγκεκριμένα δεδομένα και προτείνεται είτε για να αποδειχθεί είτε για να καταρριφθεί μέσω αποδείξεως του αντιθέτου (βλ. π.χ. εικασία Riemann).

Ήταν ένας κομήτης ή μία έκρηξη ενός υπερκαινοφανούς αστέρα, super nova; Ήταν μια ιδιαίτερα φωτεινή τριπλή σύνοδος των πλανητών Άρη, Δία και Κρόνου; Ήταν μια μεγάλη σύζευξη Κρόνου και Δία; Ήταν μήπως ο Βασιλίσκος, το λαμπρότερο άστρο του αστερισμού του Λέωντα, όπως υποστήριξαν κατά καιρούς άλλοι αστρονόμοι; Ήταν ο πλανήτης Κρόνος ή ο Δίας σε κοντινές διελεύσεις; Ήταν κάποιο μετέωρο ή διάττοντας αστέρας; Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται μέσα από ιστορικές καταγραφές.

Αυτά όμως ήταν συνηθισμένα αστρικά φαινόμενα, για να προκαλέσουν την εντύπωση των Μάγων που ξεκίνησαν ένα μακρινό ταξίδι για να αποδώσουν τιμή, να γονατίσουν μάλιστα μπροστά σε έναν άλλο Βασιλιά. Ούτε ο Ηρώδης ούτε οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι είχαν γνώση. Δεν είχαν ιδέα σε τί πράγμα αναφέρονταν οι Μάγοι Βασιλείς. Τους κατέγραψε η δική μας ιστορία, όμως, τί έγραψε η δική τους;

Τα ουράνια σώματα μπορεί να δείχνουν κατευθύνσεις ή να βοηθούν στον προσανατολισμό, αλλά δεν χαρτογραφούν συγκεκριμένα σημεία πάνω στη γη. Εφόσον η γη περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, κανένα άλλο άστρο, εκτός από τον Πολικό Αστέρα, δεν είναι σταθερό στον ουράνιο θόλο. Και τότε πώς η λάμψη ενός ουράνιου σώματος οδήγησε αυτούς με τέτοια ακρίβεια στη θέση της Γέννησης, στην Ιουδαία;

Η θέση μου είναι, ότι η θεολογία δεν αναιρεί την επιστήμη. Είναι μεν δύο δρόμοι παράλληλοι, αλλά δεν αλληλοσυγκρούονται. Δεν υπάρχει σημείο επαφής, άρα ούτε και σύγκρουσης. Και αυτό διότι έχουν διαφορετικό πεδίο ορισμού: Ο φυσικός κόσμος για το ένα και ο μεταφυσικός κόσμος για το άλλο.

Τα εργαλεία έρευνας που μας παρέχει ο πρώτος (η λογική, η γνώση, η μεθοδολογία, το πείραμα κοκ) δεν επαρκούν για την εξερεύνηση του δεύτερου και η διαισθητική, οντολογική αντίληψη του δεύτερου που εκφράζεται ως πίστη, δεν μπορεί να δεχθεί αναγωγή από μόνη της στην παρατήρηση του πρώτου.

Αυτό όμως δεν συνεπάγεται, ότι η γνώση αναιρεί την πίστη και η πίστη τη γνώση, όπως προσπαθούν να μας πείσουν σήμερα οι υποστηρικτές του «ακραίου ορθολογισμού». Η μία μάλιστα μπορεί να συμπληρώνει την άλλη. Έχουν όμως διαφορετικά σημεία αφετηρίας. Η γνώση ξενικά από το μηδέν και κάθε νέα γνώση προστίθεται στην προηγούμενη. Έχει πεπερασμένο πεδίο ορισμού και προσθετική μεθοδολογία.

Αλήθεια όμως… πότε θα τα μάθουμε όλα; Πότε δεν θα υπάρχει πια υπόλοιπο νέας γνώσης;

Αυτό το κενό υπόλοιπο καλύπτει η πίστη (όχι απαραίτητα στο θείο) και αυτό διότι ο επιστήμονας έχει πιο μεγάλη εμπειρία στην άγνοια παρά στην αυθεντία. Αυτή η αμφιβολία και αβεβαιότητά του είναι η προϋπόθεση για την επιστημονική πρόοδο. Πιστεύει στη λύση. Χωρίς την πίστη στη λύση δεν υπάρχει το κίνητρο έρευνας. Δεν μπορείς να πιστεύεις σε κάτι μόνο όταν αυτό αποδειχθεί, διότι έτσι θα εκλείψει και το κίνητρο να αποδειχτεί. Η διορατικότητα, η διαίσθηση, το ένστικτο, η εικασία, η τυχαιότητα, η ασυναίσθητη διαδικασία συσχέτισης είναι επίσης εργαλεία έρευνας για αχαρτογράφητα νερά, εκεί όπου η γνώση δεν έχει ακόμη σημείο αναφοράς.

Η πίστη ξεκινά από το άπειρο και κινείται σε ένα πεδίο ορισμού της διαισθητικής οντολογίας και αποφατικής φιλοσοφίας.

Συνεπώς, η μεθοδολογία δεν συνιστά μόνο άχρηστο, αλλά ούτε καν αξιόπιστο εργαλείο για αυτήν. Δεδομένου του στοιχείου της αφαιρετικότητας και για να αποφευχθούν ελευθεριάζουσες και έκλυτες παρερμηνείες ή Βαβέλ ερμηνειών χρησιμοποιεί αντ’αυτής ως εργαλείο τη δογματική.

Πράγματι, δεν μπορεί με τη λογική να εξηγηθεί το υπέρλογο. Τούτο όμως δεν συνεπάγεται ότι η πίστη στο υπέρλογο είναι άλογη.

Η διαφορά μεταξύ ένθεων και άθεων έγκειται στο γεγονός ότι οι δεύτεροι δεν πιστεύουν στην ύπαρξη ενός επιπλέον κόσμου. Δεν πιστεύουν δηλαδή ότι το ιδεατό μπορεί να είναι και αυτό καθόλα υπαρκτό. Υπαρκτό είναι μόνο το υλικό ή παρατηρήσιμο. Προσωπικά πάντως, ως επιστήμονας και ένθεος δεν ήλθα ποτέ σε κρίση συνείδησης. Χρειάστηκα στη ζωή μου τόσο την πραγματολογία όσο και την οντολογία, την ανάλυση όσο και τη διαίσθηση. Όταν εισέρχομαι στην εκκλησία αφήνω το ένα πεδίο ορισμού πίσω μου και μετέρχομαι στο άλλο.

Ερευνώ και πιστεύω. Πιστεύω και ερευνώ. Έρευνα δεν σημαίνει απιστία, όπως και πίστη δεν σημαίνει ευπιστία.

Καμία αντίφαση. Η ζωή μας έχει μία κβαντική βεβαιότητα: Αυτή, της κβαντικής αβεβαιότητας. Το ηλεκτρόνιο, στην περιφορά του γύρω από τον πυρήνα του ατόμου, βρίσκεται ταυτόχρονα παντού και πουθενά. Αυτό είναι το κατώφλι της εκκλησιάς… η στιγμή της απροσδιοριστίας, η αλλαγή τροχιάς από το κοσμικό στο υπερκόσμιο, η κοινωνία με το ανεξήγητο μυστήριο.

Αντίθετα με τις παραπάνω πραγματολογικές αναφορές των κατά καιρούς αστρονόμων, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται στο Άστρο της Βηθλεέμ ως «θείο οιωνό», ως γεγονός δηλαδή εκτός της φυσικής του κόσμου τούτου. Ένα σημείο τομής, μια φανέρωση, ένα δάνειο του ενός κόσμου προς τον άλλον. Αυτό το κατά παρέκκλιση σημείο επαφής των δύο παράλληλων κόσμων είναι το θαυμαστό γεγονός.

Τόσο λογικό, όσο και η ταύτιση του μηδενός και του απείρου: «Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».

Βέβαια όλα τα παραπάνω δεν έχουν καμία αξία συζήτησης, αν δεχθούμε ότι ο Ματθαίος σκαρφίστηκε απλώς μία κατά φαντασία όμορφη ιστορία και έτσι, με τους συν αυτώ συναδέλφους ψαράδες, την τέλεια συνωμοσία στην ιστορία των αιώνων. Μόνο που δεν υπάρχει πετυχημένη συνομωσία χωρίς κάποιον κερδισμένο. Όμως, ούτε οι Ρωμαίοι ούτε οι Εβραίοι ούτε οι Έλληνες ωφελήθηκαν από αυτή την καλοστημένη φάρσα. Μάλλον έχασαν. Ούτε οι παγανιστές-ειδολολάτρες ούτε κάποια άλλη πνευματική ή φιλοσοφική σέχτα.

Τότε ποιος;

Στο τέλος, ο καθένας κρατά για τον εαυτό του αυτό που τον πληροί. Το παραμύθι, τη φυσική ή το ασύλληπτο και υπερβατικό. Ακόμη και μέσα σ’αυτό όμως μπορεί να κρύβεται το έλλογο και πραγματολογικό, το χρήσιμο και χειροπιαστό στοιχείο που ψάχνει κάποιος πάντα στη ορθολογική εξήγηση της ζωής του.

Ο δικός μου πολιτικός ιδεαλισμός πάντως το έχει βρει.

«Αυτός ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν».

Έχετε διαβάσει ποτέ, πιο δημοκρατική φράση από αυτή;

Σε όλους τους Δημοκράτες λοιπόν, πιστούς τε και απίστους,

χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα.

Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος