Το κείμενο αυτό το είχα γράψει το 1992 , 12-Ιουλίου, (προ 30 ετών ), μετά τη γιορτή, αφού προηγουμένως παρακολούθησα την προετοιμασία και τις εργασίες που έκαναν οι γειτόνισσες για τη γιορτή του Αγίου τους «Τσ΄νάργιας» που ανήκει στη γειτονιά τους. Το κείμενο αυτό το έχω συμπεριλάβει και στο Βιβλίο μου «ΚΟΖΑΝΙΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ» ( από τη νοσταλγία στη μνήμη).έκδοσης 2001.

Το επανα-δημοσιεύω σήμερα 1-7-2021, για να μην ξεχνάμε το παρελθόν μας, έχει και ιστορικά στοιχεία, που είναι έργο του Θρησκευόμενου λαού της Κοζάνης και που έχει βαθιά πίστη στην Ορθοδοξία .Επίσης να γνωρίζουν και οι νέες γενιές για τα πανηγύρια των εορταζόντων Αγίων της Κοζάνης.

Με αφορμή τη μεγάλη γιορτή των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, που γιορτάζουν την 1 η Ιουλίου και τους οποίους οι Κοζανίτες τιμάνε με ιδιαίτερη ευλάβεια- πανηγυρίζει και ο φερώνυμος Ναός της πόλης -, θα ανατρέξουμε στο παρελθόν και θα προσπαθήσουμε να περιγράφουμε την εορταστική ατμόσφαιρα και το χρώμα αυτής της ημέρας καθώς και τη βαθιά πίστη που διέκρινε και διακρίνει τους συμπολίτες μας.

Οι αδελφοί Κοσμάς και Δαμιανός ήσαν γιατροί και ασκούσαν την ιατρική αφιλοκερδώς και αναργύρως (δωρεάν, άνευ αργυρίων), γι’ αυτό και ονομάστηκαν Ανάργυροι. Κατάγονται από την πόλη Αιγών της Λυκίας της Μ. Ασίας και έδρασαν στα τέλη του 3ου αιώνα. Ασπάστηκαν τον χριστιανισμό και περιήρχοντο την ύπαιθρο θεραπεύοντας και διδάσκοντας. Η δράση τους εξόργισε τον έπαρχο Λυσία που διέταξε τη σύλληψή τους. Όταν αυτοί αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την απαίτηση του άθεου Λυσία να αρνηθούν την πίστη τους προς τον Χριστό, τους υπέβαλε σε φριχτά βασανιστήρια και το 303 τους αποκεφάλισε. Η θεραπευτική δράση τους και η μαρτυρία τους για την πίστη του Χριστού έκανε ζωηρή εντύπωση στον λαό, ο οποίος τους θρυλοποίησε και δημιούργησε γύρω από αυτούς πολλές παραδόσεις. Η Εκκλησία τους ανακήρυξε Αγίους – τιμήθηκαν πρώτα στο Βυζάντιο και έπειτα στη Δύση – και εορτάζει τη μνήμη τους την 1 η Ιουλίου. Από τους χρόνους του Μεσαίωνα θεωρούνταν και τιμούνταν ως προστάτες των ιατρών και των φαρμακοποιών. Αυτή είναι σε συντομία η ιστορία των Αγίων Αναργύρων.

Η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στην Κοζάνη συνδέεται με τις παραδόσεις για την ίδρυση της πόλης. Ανεγέρθηκε το 1612 και είναι η δεύτερη εκκλησία, μετά τον Άγιο Αθανάσιο, που απέχτησε το μικρό χωριό τότε Κοζάνη. Κάθε οικισμός είχε την εκκλησία του. Έτσι, τους πρώτους κατοίκους της περιοχής αυτής, η οποία ήταν δασώδης και με πολλά τρεχούμενα νερά, μετά την τακτοποίησή τους οικιστικά τους απασχόλησε το θέμα της θρησκευτικής τους έκφρασης· έπρεπε να αποκτήσουν χώρο λατρείας. Έχτισαν, λοιπόν, ένα μικρό εκκλησάκι και έκαναν πολλές συζητήσεις για το ερώτημα σε ποιον Άγιο θα αφιερωθεί ο ναός. Τελικά επικράτησε η άποψη να αφιερωθεί στους Αγίους Αναργύρους με το σκεπτικό ότι οι Άγιοι αυτοί ήσαν γιατροί και θα τους προστάτευαν από ασθένειες, μια που δεν είχαν ούτε τα μέσα ούτε γιατρούς να τους θεραπεύσουν· θα τους προφύλασσε από κάθε αρρώστια η προστασία και σκέπη των Αγίων Αναργύρων. Τόσο μεγάλη και βαθιά πίστη είχαν οι πρόγονοί μας, η οποία συνεχίστηκε μέχρι σήμερα, όπως θα διαπιστώσετε από τα παρακάτω γραφόμενα και μάλιστα αυτά που αφορούσαν τους Αγίους Αναργύρους.

Η εκκλησία λειτουργούσε και οι γιατροί-άγιοι προστάτευαν τους κατοίκους από τις αρρώστιες, ώστε σπάνια να εκδηλώνεται ασθένεια στον οικισμό. Αυτό έγινε γνωστό σε όλη την περιοχή με αποτέλεσμα να προσέρχονται ομαδικά πολλοί από τα γύρω χωριά να προσκυνήσουν και να καταθέσουν αφιερώματα στους γιατρούς-αγίους, ώστε να αποκτήσουν και αυτοί την προστασία τους. Ο μεγάλος αριθμός των προσκυνητών κατά την εορτή των Αγίων, ο οποίος κάθε χρόνο αυξανόταν, επέβαλε την επέκταση της εκκλησίας. Για να γίνει αυτό όμως, χρειαζόταν άδεια από τις τουρκικές αρχές και μάλιστα από τον Αλή πασά, στον οποίο υπαγόταν η περιοχή. Οι Κοζανίτες επισκέφτηκαν τον Αλή πασά στα Γιάννενα και ζήτησαν άδεια επισκευής, προβάλλοντας ως λόγο τη φθορά της εκκλησίας, την οποία έπρεπε να επιδιορθώσουν, για να μην καταστραφεί! Δεν αναφέρθηκαν βέβαια στην επέκταση της εκκλησίας, γιατί οι Τούρκοι δεν έδιναν τέτοια άδεια. Ο Αλή πασάς επείσθη από τους Κοζανίτες διπλωμάτες και τους έδωσε επιστολή-άδεια, επιτρέποντας την συντήρηση της εκκλησίας. Την επιστολή θα την παρέδιναν στον υπεύθυνο τούρκο διοικητή-μουδίρη της περιοχής, για να μην τους εμποδίσει στην επισκευή. Η επιστολή εγράφη το 1813 το μήνα Μάιο και είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο του Ν. Δελιαλή “Συλλογή παλαιοχριστιανικών και μεταγενέστερων μνημείων της Δημοτικής βιβλιοθήκης Κοζάνης μετ’ εικόνων και φιρμανίων”. Έτσι μεγάλωσε η εκκλησία και πήρε τη μορφή που έχει σήμερα. Η γιορτή των Αγίων αποκτούσε ολοένα και πανηγυρικότερο χαρακτήρα, κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αλλά όχι με κείνη την παραδοσιακή συμμετοχή και καθολικότητα.

Είναι πολύ συγκινητικό να αναπολεί κανείς τις μέρες που η ανθρώπινη ψυχή μιλούσε και η πίστη προς τους Αγίους εκδηλωνόταν με τόση ζέση και συνένωνε τους ανθρώπους σε ουράνια υμνολογία. Η προ¬ετοιμασία της γιορτής ήταν μια ιδιαίτερη ιεροτελεστία. Ομάδες γυναικών από διάφορες γειτονιές της πόλης αναλάμβαναν να καθαρίσουν την εκκλησία- άλλες άσπριζαν, άλλες έπλυναν τις καντήλες, άλλες σφουγγάριζαν και έκαναν ό,τι άλλο χρειαζόταν, για να είναι η εκκλησία πεντακάθαρη. Κατά τη διάρκεια των εργασιών ο διάκος του ναού έψαλλε διάφορα τροπάρια ακολουθούμενος από τις εργαζόμενες γυναίκες, οι οποίες έδειχναν έτσι την ψυχική τους διάθεση καθώς και την τιμή προς τους Αγίους. Οι ενορίτισσες δε προσέφεραν γλυκό κεράσι με καφέ και βουτήματα στις γυναίκες που καθάριζαν την εκκλησία. Ήταν μια συλλογική προσφορά των Κοζανιτισσών που καθοδηγούνταν από την εσωτερική αγάπη και πίστη προς τους τιμώμενους Αγίους Αναργύρους. Εικόνα που εξέφραζε την ανθρώπινη αγνότητα και την αξία της πίστης.

Οι γυναίκες της γειτονιάς είχαν όμως και την καθαριότητα των δικών τους σπιτιών. Τα άσπριζαν, ασβέστωναν τα ραλίκια, έβαφαν τους γκαζοτενεκέδες – μέσα σ’ αυτούς είχαν φυτευμένα διάφορα λουλούδια και ιδιαίτερα τριανταφυλλιές και μολόχες (γεράνια) – και τους αράδιαζαν “στουν νουβουρό”. Τα σανίδια δε από τη “μισιά” και τα δωμάτια καθώς και οι ξύλινες εσωτερικές σκάλες άστραφταν από το σφουγγάρισμα με κείνη τη σκληρή τριχωτή βούρτσα που χρησιμοποιούσαν οι γιαγιάδες και οι μανάδες μας. Φορούσαν μάλιστα και τη μάλλινη “μισάλα” (ποδιά) και γονάτιζαν, για να σφουγγαρίσουν, ενώ στη συνέχεια γυάλιζαν τα σανίδια με μάλλινο ύφασμα! Αλήθεια, τι ευχάριστη μυρωδιά ανέδιδαν τα σανίδια μετά το σφουγγάρισμα! Οι παλαιοί θα το θυμούνται· και τα σανίδια ακόμη μοσχομύριζαν τότε.

Όλες μαζί οι γειτόνισσες “φουκαλνούσαν” (σκούπιζαν) τα καλντιρίμια γύρω από την εκκλησία και ασβέστωναν το κυκλικό πεζούλι του γεροπλάτανου. Γι’ αυτόν λέγεται ότι είναι 400 ετών και ότι εκεί συγκέντρωνε ο αρχηγός του οικισμού τους επικεφαλής των οικογενειών και παίρναν διάφορες αποφάσεις. Μεταξύ αυτών και την απόφαση ανέγερσης εκκλησίας και νεκροταφείου που ήταν πάνω από την εκκλησία. Ο πλάτανος ήταν το κέντρο του οικισμού και δίπλα του ήταν και είναι το δροσερό και χωνευτικό νερό που αργότερα πήρε το όνομα “του ν’ρό απ’ ‘ν Ανάργια”. Επικρατούσε μια πάστρα αρχοντική, μάλλον Κοζανίτικη, γιατί είναι γνωστό πόσο θαυμάσιες νοικοκυρές είναι οι γυναίκες της Κοζάνης.

 

Την παραμονή της γιορτής όλα τα σπίτια της γειτονιάς είχαν ανοιχτές τις πόρτες και είχαν επίσης αραδιασμένες καρέκλες στις αυλές κάτω από τις “πιργουλιές” (κληματαριές)· μοσχομύριζαν οι αυλές από γιασεμί και αγιόκλημα. Οι οικοδέσποινες έστρωναν τα κεντητά και τα υφαντά τους, φορούσαν και τα γιορτινά τους ρούχα και ήταν έτοιμες να υποδεχτούν και να περιποιηθούν συγγενείς και φίλους που ανέβαιναν, για να προσκυνήσουν στους Αγίους Αναργύρους.

Την παραμονή της γιορτής εψάλλετο στην εκκλησία ο Μέγας Εσπερινός και από παντού συνέρρεαν οι χριστιανοί, για να ανάψουν τη λαμπάδα και να προσευχηθούν στους Αγίους που είναι θεραπευτές “σωματικών και ψυχικών νόσων”. Μάλιστα, το βράδυ οι βαθιά θρησκευόμενοι και οι ασθενείς διανυκτέρευαν στην εκκλησία, καταλαμβάνοντας τόσο τον εσωτερικό χώρο της εκκλησίας όσο και τον αυλόγυρο, όπου έστρωναν ψάθες και πάνω σ’ αυτές κουβέρτες, και κοιμόταν υπό την σκέπη των Αγίων με την κρυψή ελπίδα οι ασθενείς ότι οι Άγιοι θα κάνουν το θαύμα τους και θα τους θεραπεύσουν, οι δε υγιείς, για να αισθανθούν πιο κοντά την προστασία των Αγίων. Μια βιβλική εικόνα όμοια των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Αυτός είναι ο λαός της Κοζάνης· μεγάλος σεβασμός στην Ορθόδοξη θρησκεία και την παράδοση.

Το έθιμο ήθελε επίσης οι αρραβωνιασμένοι να πηγαίνουν οπωσδήποτε να προσκυνήσουν τους Αγίους, για να τους βοηθήσουν οι γιατροί-άγιοι να τεκνοποιήσουν μετά τον γάμο τους. Και έβλεπες πάρα πολλά ζευγάρια συνοδευόμενα από τις πεθερές – και εννοούμε τις μάνες των γαμπρών – καμαρωτές δίπλα τους να ανηφορίζουν για “τ’ν Ανάργια”. Κάθε πτυχή της ζωής του ανθρώπου ήταν τότε συνυφασμένη με την παράδοση και τις δοξασίες του θρησκευόμενου λαού. Επίσης, οι κεράστρες σχεδόν απ’ όλα τα σπίτια ήταν εγγονές ή ανιψιές που είχαν ηλικία γάμου. Έτσι δινόταν η ευκαιρία “να βγει λίγου ό- ξου του κουρίτσ’ κι να φκιάσ’ σιργιάν στου πανηύρ'”, αλλά το σπουδαιότερο ήταν να το δουν οι επισκέπτες, όταν θα κερνούσε, οπότε κάποια υποψήφια πεθερά θα πρόσεχε την κοπέλα και, εάν της άρεσε, θα πρότεινε στους συγγενείς να “συμπιθιριάσουν”, εν αγνοία φυσικά του γαμπρού. Αφού όμως το ενέκρινε η μητέρα, για τον γιο ήταν εντολή, και έκλεινε το συνοικέσιο εν αγνοία των ενδιαφερομένων. Άλλες εποχές άλλα ήθη και έθιμα.

Με τη λήξη του εσπερινού γέμιζαν τα σπίτια από επισκέπτες και μετά τις καθιερωμένες ευχές στρώνονταν οι σουφράδες και εγεύοντο όλοι τα νόστιμα φαγητά της γνωστής Κοζανίτικης κουζίνας: κεφτεδάκια, σκορδιστό μπούτι, ψητά, μπουμπάρια γεμιστά, πίτες όλων των ειδών, πινερλί και ό,τι άλλο ποθούσε η ψυχή σου· το δε Κοζανίτικο κοκκινέλι έρρεε φέρνοντας κέφι στις παρέες που τραγουδούσαν νοσταλγικά και όμορφα τραγούδια. Από γλυκά είχαν ζεματιστούς κουραμπιέδες, έτρωγαν σαραϊλί και “πιτλίδις μι μέλ'”. Απ’ όλα τα καλού¬δια που λεν. Στον χώρο αυτό έβλεπες την όμορφη ανθρώπινη σχέση σ’ όλη την έκτασή της. Αυτή είναι η γνήσια ανθρώπινη επαφή και έκφραση που σήμερα αναζητούμε. Είχε την εστία της στην Κοζάνη μας, εκφραζόμενη κατά ένα δικό της τρόπο στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, όταν η γειτονιά και η ενορία που γιόρταζε τον Άγιο της εκκλησίας της, φορούσε τα καλά της και άφηνε να ξεχειλίζουν τα φιλόξενα αισθήματά της. Ω! Που είναι η αξέχαστη και αλησμόνητη παλιά γειτονιά με το ανθρώπινο πρόσωπο!

Θέλοντας να συγκρίνουμε κι εμείς το τότε με το τώρα, ανηφορίζουμε την παραμονή της γιορτής για “τ’ν Ανάργια”. Κόσμος ανεβαίνει πάρα πολύς και έξω από την εκκλησία είναι επίσης πολλοί συγκεντρωμένοι και περιμένουν με τη σειρά να ανάψουν το κερί τους και να προσκυνήσουν. Ρίχνοντας μια ματιά γύρω σε πιάνει θλίψη και απογοήτευση, καθώς βλέπεις το τσιμέντο να ορθώνεται μπροστά σου· απόμεινε μόνον “ου πλάτανος”, η βρύση και η εκκλησία. Πού είναι όλα εκείνα που έδιναν το ανθρώπινο χρώμα στη γιορτή; Ακόμη και το καλντιρίμι χάλασε. Πού είναι τα γελαστά πρόσωπα, πού είναι οι πόρτες οι ανοιχτές και οι φωνές που προσκαλούσαν “σας περιμένουμι να κουπιάστι”. Είναι πράγματι συγκλονιστικό να βλέπεις να λείπουν όλα αυτά. Φέρνω στον νου προσωπικές μου εμπειρίες. Ο αείμνηστος πα¬τέρας μου μας πήγαινε στο σπίτι του φίλου του Δημητρίου Κουντουρά ή Σταμπουλού, το οποίο ήταν κοντά στην εκκλησία, αριστερά ανεβαίνοντας, και καθόμασταν στην αυλή μέχρι αργά το βράδυ, αισθανόμενοι έντονα την ατμόσφαιρα της γιορτής.

Συναντήσαμε τον ιερέα του ναού παπα-Κώστα Γάτα, ένας σεμνός και ταπεινός λευίτης του Κυρίου, ο οποίος μας είπε ότι κάθε χρόνο η εκκλησία έχει πολύ κόσμο και ότι το βράδυ πάρα πολλοί προσκυνητές κοιμούνται ή αγρυπνούν. Στις 11.00 ώρα νυχτερινή μου λέει θα διαβάσει κάποια παράκληση σύμφωνα με το ακολουθούμενο τυπικό της εκκλησίας και το πρωί στις 6.00 θα λειτουργήσει το εκκλησάκι της Αγ. Βαρβάρας, που είναι στο νάρθηκα του ναού, ενώ τέλος στις 7.30 θα αρχίσει η κανονική λειτουργία. Με προσκάλεσε στην τράπεζα που ετοίμαζαν να φάνε οι ιερείς, οι ψαλτάδες, οι επίτροποι και όσοι από τους προσκυνητές επιθυμούν. Έχει καθιερωθεί από χρόνια η προσφορά αυτή. Η τράπεζα στρώνεται σε αίθουσα του οικοτροφείου που βρίσκεται εντός της αυλής του ναού. Το κτήριο δυστυχώς είναι κατασκευασμένο από τσιμέντο. Στον χώρο αυτό παλαιότερα υπήρχαν κελιά που φιλοξενούσαν αρρώστους και κυρίως ψυχασθενείς. Τα παλιά κελιά καταστράφηκαν προ τριαντακονταετίας και πλέον από πυρκαγιά. Θέλω όμως να προσθέσω ότι, ανεξάρτητα από τον σκοπό που εξυπηρετούσε ή εξυπηρετεί το κτήριο αυτό, αλλοίωσε δυστυχώς τον περιβάλλοντα χώρο και γι’ αυτό πρέπει, νομίζω, να κατεδαφιστεί.
Ο σεβασμός προς τα ιερά μνημεία μας είναι υποχρεωτικός για όλους *αι περισσότερο γι’ αυτούς που έχουν αναλάβει τη φροντίδα και την προστασία τους. Το θέμα αυτό θα μας απασχολήσει λεπτομερώς, μια άλλη φορά.

Προσηλωμένος στην παράδοση επισκέφτηκα το σπίτι του συγγενούς μου Ζήνωνα Χαρσού που μένει εκεί κοντά, και η γυναίκα του κυρία Κούλα μας προσέφερε κουραμπιέδες με άχνη, σπανακόπιτα και μπουμπάρι. Στο μεταξύ ήρθαν και άλλοι επισκέπτες και αισθανθήκαμε κάπως τις παλιές στιγμές της μέρας αυτής. Στις 11.00 το βράδυ παρακολούθησα την παράκληση – η εκκλησία ήταν γεμάτη, μέσα και έξω, από κόσμο. Να σημειωθεί ότι στην εκκλησία εφιλοξενείτο και η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας του Ζιδανίου (Ζ’νταν’), η οποία ως γνωστόν μεταφέρεται κατά την Διακαινήσιμο εβδομάδα στην Κοζάνη. Ενώ όμως τελείωσε η υμνολογία της παράκλησης, δεν είδα να μετακινείται καμία γυναίκα από τη θέση της. Τα στασίδια, οι καρέκλες και επάνω ο γυναικωνίτης ήταν κατειλημμένα, πολλές δε γυναίκες έχοντας μαζί τους και μικρά παιδιά έστρωναν στους διαδρόμους και στον νάρθηκα κουβέρτες, για να ξαπλώσουν. Ο ναός ήταν υπερπλήρης, ενώ ο καιρός επέτρεπε τη διανυκτέρευη και στην αυλή. Δεν αρκέστηκα να παρακολουθήσω τις εκδηλώσεις της παραμονής, αλλά πήγα και το πρωί ανήμερα της γιορτής, έβγαλα μάλιστα και φωτογραφίες και παρακολούθησα την αθρόα προσέλευση του φιλόθρησκου λαού της Κοζάνης. Τίποτε όμως δεν θύμιζε την παλιά ωραία εποχή· η ατμόσφαιρα ήταν παγερή και χωρίς χρώμα.

Στο μπαλκόνι του σπιτιού του, που είναι δίπλα ακριβώς στην εκκλησία και έχει κηρυχθεί διατηρητέο, κάθεται ο μακαρίτης Αργύρης Ψαλίδας – τότε πλησίαζε τα 80 χρόνια -, με βλέπει και με φωνάζει. Είμαστε γνωστοί, γιατί είναι παλιός αυτοκινητιστής, όπως και ο πατέρας μου, της μεγάλης αυτοκινητιστικής τάξης των Κοζανιτών. Έχει και την ονομαστική του γιορτή, Αργύρης. Αρχίζει αμέσως να μιλάει ο Αργύρης με ένα παράπονο και με μια νοσταλγία που με συγκίνησε βαθύτατα. “Κάθομαι”, μου λέει, “από χθες το απόγευμα στο μπαλκόνι και προσπαθώ να δω κάποιον γνωστό να τον φωνάξω νά ‘ρθει να μας κάνει επίσκεψη. Δεν είδα κανέναν, δεν πάτησε κανείς, όπως λέμε. Και θέλω να καταλάβεις πόσο αυτό με στεναχωρεί, γιατί το σπίτι μας ή¬ταν ανοιχτό μέρα και νύχτα το διήμερο της γιορτής, ο κόσμος πήγαινε και ερχόταν και δεν προλάβαιναν η μάνα μου και οι αδελφές μου να κερνούν, είχαμε μια χαρά, μια ευχαρίστηση, τι να συ πω”! Τον παρακολουθούσα πόσο είχε φύγει από τον σημερινό χρόνο, τον άφησα να ομιλεί, να περιγράφει και να επαναλαμβάνει, ζούσε τις ανεπανάληπτες εκείνες ώρες, το βλέμμα του ήταν απλανές και βυθισμένο στον χρόνο της εποχής του. Μας διέκοψε η γυναίκα του που έφερε τον δίσκο με τα “καλούδια” να μας κεράσει, αφράτο ρεβανί, κουραμπιέδες και ισλί. Το βλέμμα μου παράλληλα περιεργάζεται και το εσωτερικό του σπιτιού που είχε τα χαρακτηριστικά του παλιού Κοζανίτικου σπιτιού, ξύλινη εσωτερική σκάλα, μεγάλα πιθάρια στις γωνιές, στρωσίδια παραδοσιακά. Φοβάμαι ότι έμεινε ο τελευταίος εκεί επάνω στη γειτονιά μαζί με το ξύλινο πατρικό σπίτι. “Εγώ”, μου λέει, “ενώ έχω διαμέρισμα κάτω στην πόλη, δεν μπαίνω σε κλουβί, θα μείνω εδώ στη ρίζα μου, συντροφιά με τον γεροπλάτανο που τα κλαδιά του αγγίζουν τα παράθυρά μας και με τους Αγίους Αναργύρους τους προστάτες μας, το όνομα των οποίων φέρω”. Ήταν μια ειλικρινής και βαθιά εξομολόγηση ενός γνήσιου Κοζανίτη που ζει με τις αναμνήσεις στον χώρο τον δικό του, όπου κάθε γωνιά θυμίζει τις όμορφες στιγμές της ζωής του, την πάλαι ποτέ ωραία εποχή. Προτιμώ να μη συνεχίσω, για να δια-τηρήσω μέσα μου ζωντανή την όμορφη αφήγηση του γέροντα Αργύρη, συντρόφου του γεροπλάτανου των Αναργύρων, η οποία άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής μου. Πιστεύω έτσι θα νιώσουν και οι συμπατριώτες μας, όπου γης κι αν βρίσκονται· θα πάλλει και σ’ αυτούς η καρδιά τους από συγκίνηση στη θύμηση της ανθρώπινης εκείνης εποχής, που είχαν την τύχη και τη χαρά να τη ζήσουν.

Η γιορτή των Αγίων Αναργύρων κατέχει την πρώτη θέση από άποψη θρησκευτικής λατρείας και έκφρασης σεβασμού από μέρους του ευσεβέστατου λαού της Κοζάνης και των περιχώρων της προς τους Αγίους Αναργύρους. Και δικαιολογημένα βέβαια, αφού είναι θαυματουργοί και θεραπευτές. Άλλωστε αυτό φαίνεται και από την κοσμοσυρροή και την ολονύκτια παραμονή στον ναό. Πρέπει όμως να υπενθυμίσω ότι και οι γιορτές που ακολουθούν – και είναι γεμάτος ο μήνας Ιούλιος -, δεν υστερούν από απόψεως προσκυνητών, γιατί το θρησκευτικό αίσθημα του Κοζανίτικου λαού είναι μόνιμο και εκδηλώνεται έντονα. Οι γιορτές, στις οποίες οι Κοζανίτες προσδίδουν πανηγυρικό χαρακτήρα τον μήνα που διανύουμε είναι: Της Αγίας Κυριακής (7.7.92), του προφήτη Ηλία στον ψηλό Αϊλιά (20.7.92), της Αγίας Αννας στ’ Σκ’ρκα (25.7.92), της Αγίας Παρασκευής στο ομώνυμο ε- ξωκκλήσι (26.7.92) και του Αγίου Παντελεήμονα (27.7.92), το εκκλησάκι του οποίου είναι εντός του χώρου του Αγίου Δημητρίου. Κατά τον Αύγουστο που ακολουθεί, είναι η μεγάλη γιορτή της Παναγίας, ε¬νώ στις 6 γιορτάζεται η Μεταμόρφωση του Σωτήρος στο εκκλησάκι του χαμηλού Αϊλιά. Τέλος, στις 7 γιορτάζεται ο όσιος Νικάνωρ ο θαυ¬ματουργός στην εκκλησία του στα “κλαριά”. Ο Νικάνωρ είναι βέβαια ο τοπικός άγιος και έχει ιδιαίτερη σημασία για την Κοζάνη. Στις 27 πανηγυρίζει το εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου πάνω στο Σιόποτο με τις φανουρόπιτες. Τα τελευταία χρόνια έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για τον εξωραϊσμό του ναού η νέα επιτροπή που αποτελούν ο παπα- Νικόλας Βαχτσεβάνος, ο πρόεδρος Γκάντος Ηλίας, τα μέλη Καραπατσίδης Μανόλης, Βαρδάκας Νικόλαος, Καρακοντής Χρήστος, Κονακλίδης Δημήτριος, Διάφας Χαρίσιος και Παρδάλης Κωνσταντίνος.