Σχέδιο του Τάκη Γιαννούσα με μολύβι, στυλό λαδοπαστέλ και τέμπερα σε κόντρα πλακέ. Ενα από τα 22 έργα που διασώζονται στον Μορφωτικό Ομιλο του Βελβεντού.

Τα εξώφυλλα των βιβλίων που κοσμούνται από έργα τέχνης, είναι αυτά που, ίσως, τραβούν λίγο περισσότερο την προσοχή, απαιτώντας παραπάνω χρόνο από τον αναγνώστη για να τα «διαβάσει».

Αλλωστε η πρώτη ανάγνωση είναι αναπόφευκτα αυτή της εικόνας και πολλές φορές δεν αρκεί μία φευγαλέα ματιά πριν καταπιαστείς με το κείμενο που κρύβεται από πίσω.

Στην κατηγορία αυτών των βιβλίων ανήκουν και τα διηγήματα του βραβευμένου συγγραφέα Γιάννη Παλαβού, «Το αστείο» (2012) και «Το παιδί» (2019), που πλέον κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ικαρος και φέρουν δύο έργα με έντονα εξπρεσιονιστικά και σουρεαλιστικά στοιχεία, ενός άγνωστου στο ευρύ κοινό δημιουργού.

Πρόκειται για τον Τάκη Γιαννούσα (1923-2010), έναν ιδιαίτερο καλλιτέχνη από την Κοζάνη, που το έργο του κινδυνεύει να χαθεί, καθώς δεν μπορούν να βρεθούν τα χρήματα για τη συντήρησή του. Oπως έχει συμβεί με πολλούς ταλαντούχους ανθρώπους στο παρελθόν, η αξία του έργου του Γιαννούσα, ενός «άλλου Θεόφιλου» όπως τον χαρακτηρίζουν οι κάτοικοι του χωριού, άρχισε να αναγνωρίζεται ευρύτερα δύο μόλις χρόνια πριν από τον θάνατό του το 2010.

«Ο Αγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω», έργο από τέμπερα σε νοβοπάν.

Μαζί με τον Γιώργο Παπαδόπουλο, πρόεδρο του Μορφωτικού Ομίλου Βελβεντού και τη Σταυρούλα Βλάχου, μέλος του ομίλου, ανοίξαμε τα ντουλάπια του πνευματικού κέντρου του χωριού, όπου φυλάσσονται δεκάδες ζωγραφικά έργα αποτυπωμένα πάνω σε χαρτόκουτα, λαδόκολλες και άλλα τέτοιου είδους φθαρτά υλικά, τα οποία οι κάτοικοι προσπάθησαν να διατηρήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, είτε κορνιζάροντάς τα ή τοποθετώντας τα με ευλάβεια μέσα σε κουτιά. «Τα έργα δεν μπορούν να μείνουν για πολύ ακόμη εδώ. Εμείς δεν είμαστε ειδικοί και δεν γνωρίζουμε τι απαιτείται για να συντηρηθούν. Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να καθυστερήσουμε τη φθορά, που δεν θα αργήσει να έρθει», μας λέει η Σταυρούλα Βλάχου. «Είναι κρίμα που σώθηκαν μόνο 22 από τα πάρα πολλά που είχε δημιουργήσει και ο κίνδυνος να χαθούν και αυτά είναι μεγάλος», προσθέτει ο κ. Παλαβός.

Ο Τάκης Γιαννούσας την ώρα της δημιουργίας.

Ο Γιαννούσας δεν είχε φύγει σχεδόν ποτέ από το χωριό του, όπου και πέθανε σε ηλικία 87 ετών. Δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση και αντιμετώπιζε πρόβλημα με την ομιλία του. Αν και αγαπητή φιγούρα για τους περισσότερους συγχωριανούς του, δεν ήταν λίγες οι φορές που αντιμετωπίστηκε από μερικούς σαν ένας σαλός ηλικιωμένος, που κυκλοφορούσε μασκαρεμένος με περούκες, κρατώντας πάντα μία φλογέρα στο χέρι, με το στίγμα του «τρελού» να τον κυνηγάει. Αφού λοιπόν δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με λέξεις τα παράπονά του, τη χαρά, τη λύπη, τον φόβο αλλά και ό,τι του έκανε εντύπωση από την καθημερινότητα, άρχισε να «μιλάει» ζωγραφικά μέσα από πολύχρωμα σχέδια.

Δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση και αντιμετώπιζε πρόβλημα με την ομιλία του. Αφού λοιπόν δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με λέξεις, άρχισε να «μιλάει» ζωγραφικά μέσα από πολύχρωμα σχέδια.

Η πρώτη αναγνώριση ήρθε λίγα χρόνια μετά τη μικρή, αλλά πολύ σημαντική, έκθεση που διοργάνωσαν οι κάτοικοι στο Βελβεντό το 2008, οι οποίοι αντιλήφθηκαν το πώς η ιστορία του τόπου τους ξεχύνεται μέσα στη ζωγραφική του Τάκη Γιαννούσα. Δύο από τα έργα του κατάφεραν μάλιστα να ξεπεράσουν όχι μόνο τα σύνορα του χωριού αλλά και της χώρας, φτάνοντας μέχρι το Παρίσι, καθώς συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση «Hell as Pavilion», την οποία επιμελήθηκε η Νάντια Αργυροπούλου. «Και εγώ γνώρισα το έργο του Γιαννούσα από το εξώφυλλο του “Αστείου”», μας λέει η ίδια, που εντυπωσιάστηκε με τον «Γερμανό», ένα έργο από χρωματιστά κραγιόνια σε χαρτί, το οποίο απεικονίζει μία κοπέλα ντυμένη με γερμανική στολή και περιβάλλεται από στοιχεία επηρεασμένα από την Κατοχή και τον πόλεμο. Η συγκεκριμένη ζωγραφιά με τις λεπτομέρειες σαν ιερογλυφικά και την έντονη αντίθεση ανάμεσα στην ποικιλία των χρωμάτων και τη μελαγχολική γυναικεία φιγούρα στο κέντρο, εκτέθηκε το 2013 στο Palais de Tokyo, δίπλα σε έργα του Αλέξη Ακριθάκη, του Νίκου Εγγονόπουλου, του Βλάση Κανιάρη, αλλά και άλλων σημαντικών δημιουργών. «Πήγα στο Βελβεντό για να δω από κοντά όσα έργα είχαν διασωθεί και επέλεξα δύο από αυτά. Ηταν τόσο ξεκάθαρο ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας outsider καλλιτέχνης, αυτοδίδακτος που αποτύπωσε ένα ολόκληρο σύμπαν άπειρων πραγμάτων πάνω σε φθηνά και φθαρτά υλικά», αναφέρει.

Αποψη από την έκθεση «Hell as Pavilion» στο Palais de Tokyo στο Παρίσι, όπου διακρίνονται στο κέντρο δύο έργα του ζωγράφου. Αριστερά, ο «Γερμανός» και δεξιά ο «Τσοπάνος που βόσκει το κοπάδι του».

Η πρόσφατη έκθεση που φιλοξένησε έξι δημιουργήματά του ήταν το «Συλλογικό γουργουρητό», που ολοκληρώθηκε πριν από δύο μήνες στο κτίριο Νόμπελ στο Χαλάνδρι, ξανά σε επιμέλεια της κ. Αργυροπούλου. Ενα από αυτά ήταν και οι ονειρικές κατσίκες με το πορτοκαλί φόντο, όπου ξεπροβάλλουν γερμανικά αεροπλάνα και ένας βοσκός ο οποίος «κάηκε από έναν αντάρτη στον πόλεμο», σύμφωνα με την περιγραφή του ίδιου του Γιαννούσα. Στη συγκεκριμένη έκθεση, τα ζωγραφικά του έργα συνομιλούσαν με άλλες δημιουργίες Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών.

Πολύχρωμος κόσμος

«Το έργο του δεν είναι κάτι που πωλείται και ανταλλάσσεται, δεν συμμετέχει στην αγορά της τέχνης κι αυτό δημιουργεί αμηχανία. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που δεν έχει λάβει την προσοχή που του αξίζει τόσο εκείνος όσο και άλλοι δημιουργοί», σχολιάζει η κ. Αργυροπούλου και προσθέτει ότι «ο Γιαννούσας δεν έκανε έργα για γκαλερί και μουσεία, αλλά ούτε προσπαθούσε να αναπαραστήσει τον κόσμο. Πρόκειται για μία περίπτωση δημιουργίας ενός νέου κόσμου, μιας διαφορετικής πραγματικότητας. Στα έργα του τα ζώα οδηγούν οχήματα και δεν είναι ιεραρχικά κατώτερα από τις ανθρώπινες μορφές».

Οταν τη ρωτάμε σε τι κατηγορία καλλιτέχνη ανήκει, εκείνη μας απαντάει ότι «σημασία δεν έχει η κατηγοριοποίηση, αλλά το να επικεντρωθούμε στο έργο του, που δεν είναι απλώς εικόνες με λεζάντες. Πρόκειται για κάτι συνεχές, το οποίο κρύβει μεγάλη φροντίδα και επιμονή. Είναι κάτι που πρέπει να συντηρηθεί και να συνεχίσει να υπάρχει».

πηγή:kathimeri.gr