Στις αναφορές περί φτώχειας στον δημόσιο διάλογο συνήθως κυριαρχούν οι δείκτες της φτώχειας και των εισοδημάτων σε εθνικό επίπεδο. Η συνολική πορεία της χώρας ασφαλώς έχει μεγάλη σημασία και, επιπλέον, διευκολύνει τις συγκρίσεις με άλλες χώρες. Όμως είναι, επίσης, πιθανό, μένοντας μόνο σε αυτή, να χάνεται ένα μεγάλο μέρος της πλήρους εικόνας. Δεν είναι όλες οι περιοχές της χώρας το ίδιο φτωχές ούτε εξελίσσεται σε κάθε τόπο με τον ίδιο τρόπο η πορεία των εισοδημάτων μέσα στα χρόνια. Ταυτόχρονα, η περιφερειακή διάσταση της φτώχειας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό και στην επεξεργασία των αντίστοιχων πολιτικών στήριξης των πιο αδύναμων πολιτών, καθώς επιτρέπει στα σχετικά μέτρα να είναι καλύτερα στοχευμένα σε όσους τα έχουν ανάγκη. Επιπλέον, μια τέτοια “τοπική” οπτική δίνει στις περιφέρειες και στους δήμους ένα σημαντικό εργαλείο ώστε να κινητοποιηθούν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά.

Η νέα ανάλυση, που δημοσιεύουν η διαΝΕΟσις και το Παρατηρητήριο Περιφερειακών Πολιτικών, ασχολείται ακριβώς με αυτή την περιφερειακή διάσταση της εισοδηματικής φτώχειας στην Ελλάδα. Το κείμενο, το οποίο υπογράφουν ο Αλέξανδρος Καρακίτσιος, ερευνητής στην Τράπεζα της Ελλάδος και οι Φαίη Μακαντάση και Ηλίας Βαλεντής από τη διαΝΕΟσις, εστιάζει στους δείκτες εισοδηματικής φτώχειας και στην εξέλιξή τους ανά περιφέρεια. Με αυτό τον τρόπο, δίνει μια καλύτερη εικόνα για την ερώτηση “πόσοι είναι οι φτωχοί” σε κάθε περιφέρεια, αλλά και για το “πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί” σε κάθε περιφέρεια.

Η ανάλυση βασίζεται σε δεδομένα της έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών, της γνωστής SILC που διενεργείται πανευρωπαϊκά από τη Eurostat, και ειδικότερα στην Ελλάδα από την ΕΛΣΤΑΤ. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα λεπτομερή έρευνα, η οποία θίγει πολλές πτυχές του επιπέδου διαβίωσης των νοικοκυριών και, μάλιστα, πραγματοποιείται σε κυλιόμενο δείγμα – κάθε χρόνο αντικαθίσταται μόνο το ¼ του δείγματος της προηγούμενης χρονιάς.

Η ανάλυση, η οποία δημοσιεύεται, εστιάζει χρονικά στην περίοδο 2017 έως 2022 και, γι’ αυτό, παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον, αφού ένα μέρος της περιόδου συμπίπτει με το ξέσπασμα της πανδημίας. Με αυτό τον τρόπο, μπορεί κάποιος, επιπλέον, να παρατηρήσει τις επιπτώσεις της αναταραχής που έφεραν τα αντίστοιχα περιοριστικά μέτρα στην οικονομία. Πριν ακόμη εστιάσει στους δείκτες φτώχειας, το κείμενο περιγράφει τις μεταβολές του ΑΕΠ μεταξύ 2019 και 2020. Διαπιστώνει ότι “περισσότερο φαίνεται να επλήγησαν οι Περιφέρειες των Ιόνιων Νησιών, του Νοτίου Αιγαίου, της Δυτικής Μακεδονίας και της Κρήτης […], καθώς η οικονομική δραστηριότητα σε αυτές βασίζεται σε κλάδους που είτε επλήγησαν από την πανδημία (όπως ο τουρισμός) είτε επηρεάστηκαν από άλλες αποφάσεις, όπως η απολιγνιτοποίηση της παραγωγής ρεύματος, που αφορά τη Δυτική Μακεδονία“.

Όμως, οι μεταβολές του ΑΕΠ δεν αντανακλούν απαραίτητα την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών σε μια περιοχή. Από αυτή τη σκοπιά, ο πίνακας που αποτυπώνει τη διαφορά μεταξύ περιφέρειας και εθνικού μέσου όρου στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκεί αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, οι σημαντικές ανισότητες μεταξύ Αττικής και υπόλοιπης χώρας, οι οποίες φαίνεται ότι με τον χρόνο διευρύνονται – η διαφορά από τον εθνικό μέσο όρο ήταν στο 13% το 2017 και υπερδιπλασιάστηκε στο 32% το 2022. Από τις υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας, μόνο το Νότιο Αιγαίο παρουσιάζει σταθερά θετική διαφορά στο διαθέσιμο εισόδημα στο μεγαλύτερο μέρος του διαστήματος που εξετάζεται.

H πλεονεκτική θέση της Αττικής επιβεβαιώνεται και από τη σκοπιά των ποσοστών φτώχειας. O ορισμός της φτώχειας που υιοθετούν οι συγγραφείς είναι ο ίδιος με αυτόν της Eurostat, δηλαδή “το ποσοστό των ατόμων με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το 60% του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος”. Όπως φαίνεται και στον πίνακα, τα ποσοστά φτώχειας της Αττικής και του Νοτίου Αιγαίου είναι σταθερά πιο χαμηλά από τον εθνικό μέσο όρο. Το ίδιο ισχύει εν πολλοίς για την περιφέρεια Κρήτης και, σε μικρότερο βαθμό για την Ήπειρο και τα Ιόνια Νησιά. Αντίθετα, στις περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου, το ποσοστό φτώχειας είναι διαρκώς υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου.

Επιπρόσθετα, η ανάλυση επιχειρεί να αποτυπώσει καλύτερα τις επιπτώσεις της πανδημίας, απομονώνοντας από την παραπάνω ανάλυση τα ποσοστά φτώχειας του 2019 και του 2020, και, παρατηρώντας τις αποκλίσεις τους από τον εθνικό μέσο όρο. Όπως συμπεραίνουν οι συγγραφείς, “η επίδραση – κατά κύριο λόγο της πανδημίας– στη φτώχεια ήταν ασύμμετρη ανάμεσα στις περιφέρειες της χώρας”. Ωστόσο, προσθέτουν ότι “οι περιφέρειες που βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση πριν από την πανδημία παρέμειναν σε αυτή και το 2020, με εξαίρεση την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων. Συνεπώς, η πρώτη φάση της πανδημίας δεν αλλοίωσε τις ήδη διαμορφωμένες διαφορές που υπήρχαν στα ποσοστά φτώχειας στις διάφορες περιοχές”.

Όμως, πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί; Το ποσοστό των ανθρώπων που βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχειας, είναι ένας σημαντικός δείκτης, αλλά δεν δίνει ολόκληρη την εικόνα. Για παράδειγμα, ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που είναι, μεν, κάτω από το όριο, αλλά σε μικρή απόσταση από αυτό, δεν αντιστοιχεί στην ίδια κοινωνική πραγματικότητα με έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που είναι, επιπλέον, πολύ πιο κάτω από το όριο. Η απόσταση των φτωχών από τη γραμμή φτώχειας μετριέται κατά κανόνα με τον δείκτη FGT2, ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί το χάσμα, όπως περιγράφηκε παραπάνω, υψωμένο στο τετράγωνο.

Από αυτή τη σκοπιά, η ανάλυση εστιάζει και πάλι στις επιπτώσεις της πανδημίας. Μεταξύ 2019 και 2020, το εθνικό χάσμα της φτώχειας αυξήθηκε, από 2,6 σε 2,8. Σε περιφερειακό επίπεδο, εν έτει 2019 το χάσμα αυτό ήταν μικρότερο του εθνικού χάσματος σε 8 από τις 13 περιφέρειες (στις τρεις από αυτές αρκετά οριακά). Μεταξύ των μεταβολών που παρατηρήθηκαν ανάμεσα στο 2019 και στο 2020, η πιο εντυπωσιακή ήταν στην περιφέρεια Ιονίων Νήσων: από 0,8% σε 2,5 – και πάλι, βέβαια, χαμηλότερα από το εθνικό τετραγωνισμένο χάσμα. Την ίδια περίοδο, το χάσμα αυξήθηκε, επίσης, στη Στερεά Ελλάδα και, σε μικρότερο βαθμό, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στη Δυτική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Αντίθετα, το Νότιο Αιγαίο, η Κρήτη, η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη και η Δυτική Μακεδονία είχαν μειωμένο χάσμα φτώχειας. Οι περιφέρειες Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης ήταν, βεβαίως, σε πιο πλεονεκτική θέση – αφού είχαν ταυτόχρονα χαμηλότερο του εθνικού ποσοστό φτώχειας και χαμηλότερο χάσμα φτώχειας. Αντίστοιχα και στην Αττική, η οποία σημείωσε, μεν, μια οριακή αύξηση του χάσματος φτώχειας μεταξύ 2019 και 2020, αλλά διαχρονικά έχει χαμηλότερα ποσοστά φτώχειας από τα αντίστοιχα εθνικά (τα οποία στο διάστημα αυτό, μάλιστα, διευρύνθηκαν κατά περισσότερο από μία μονάδα).

Οι σημαντικές αυτές αποκλίσεις ανάμεσα στην Αττική και τις υπόλοιπες περιφέρειες αναδεικνύουν το σημαντικό χάσμα μεταξύ πρωτεύουσας και περιφέρειας τόσο στις επιπτώσεις της πανδημίας, όσο και ευρύτερα. Ταυτόχρονα, και οι υπόλοιπες σημαντικές διαφορές μεταξύ των δεικτών των περιφερειών υπογραμμίζουν τη σημασία ενός καλύτερου σχεδιασμού πολιτικών καταπολέμησης της φτώχειας σε περιφερειακό επίπεδο.

πηγή:dianeosis.org