«Ήσαν ζωηρή», της είπαν οι τραχείς χτίστες της περιοχής, οι ατρόμητοι ακροβάτες στις μετέωρες σκαλωσιές, οι ποτισμένοι στα κρασιά, τα τσίπουρα και τους αμανέδες, στη σκόλη.
Ήταν ζωηρή γιατί ήταν ανυπόταχτη στην πίσω απ΄τον ήλιο εποχή της, γιατί ήθελε να σπάσει τους φράχτες, γιατί ασφυκτιούσε στην ιδέα να παραμείνει έμπειρη μοδιστρούλα από τσιράκι.
Ήταν ζωηρή γιατί ως νέα χαριτωμένη, με μάτια γαλάζιες θάλασσες, είχε την τόλμη, την αποκοτιά, στη δεκαετία του ΄60 να περάσει τα δυσπρόσιτα σύνορα, δίχως γλώσσα, δίχως χρήματα και να φτάσει στο Παρίσι για σπουδές, δυο ταξίδια, σύνολο τρία χρόνια, φιλοξενούμενη από οικογένεια, με αντάλλαγμα τις σπιτικές δουλειές.
Μαγεμένη από τη μόδα, σημαντικό πολιτισμικό στοιχείο, από την αισθητική ρούχων που μιλούσαν, από τις επιδείξεις, πάντα ξεκινούσαν με το φανταχτερό φούξια τόνιζε, έγινε αριστοτεχνική σχεδιάστρια.
Πήρε τα μάτια της κι έφυγε, με εφόδια την αξιοπρέπεια και το φιλότιμο μιας οικογένειας μικρέμπορων καυσόξυλων και ξυλοκάρβουνου, που ξύλευε ο πατέρας τους στα ρουμάνια των Γρεβενών και μετέφερε στα μουλάρια σε χιονοσκέπαστες δύσβατες πορείες.
Μπολιασμένη με την αγωνιστικότητα του μακεδονομάχου παππού της, Γ. Δαδαμόγια ή Μπούκα που φυλακίστηκε στο Μοναστήρι με άλλους κοζανίτες αγωνιστές, για την εξόντωση ρουμανίζοντα προπαγανδιστή, ξεπέρασε τις αναποδιές και την ερημιά στην Πόλη του Φωτός…
Στην επιστροφή της στην Αθήνα, ώριμη πλέον σχεδιάστρια, την ερωτεύτηκε Αμερικάνος κι απρόθυμα, όπως το τυχερό της όρισε, έφυγε στο Νέο Κόσμο για νέα ζωή. Απρόθυμα, γιατί ήθελε να ριζώσει στον τόπο της, να φωλιάσει στη γλώσσα της, εκεί να φάει γλυκό ψωμί κι η πατρική γη να τη σκεπάσει.
Αποκομμένη από τις ρίζες της πλέον, έζησε με συνεχές βαρίδιο τη νοσταλγία, με πλήρη την έννοια της πατρίδας να την ταρακουνά: Έζησε με την τυραννία της μνήμης από τα κοριτσίστικα όνειρα στ΄ Μπούκα τ΄μουριά, από τα κοζανίτικα γιορτινά αντέτια, από τα φλιτζάνια στο χαμηλόσπιτό μου που αρχόντευε από την παρουσία της μητέρας μου, από τα ποικιλμένα υφαντά της μητέρας της, απ΄τα μπακράτσια με γάλα που κατέβαζε απ΄τ΄Καλίτσια το μαντρί στο Σιόποτο, από το μαγαζί με φιάλες υγραερίου που δεν στήθηκε ποτέ δίπλα στο Ολύμπιο, από ανεκπλήρωτους μικροέρωτες..
Ούτε τα τρία παιδιά της τη στέριωσαν στο νέο τόπο, ούτε η προκοπή της στους Οίκους Balmain και Ralfh Lauren , την παρηγόρησαν από το μαράζι της πατρίδας, ούτε ο χρόνος κι ο χώρος που όλα τα δαμάζουν!
‘Ισως, μια ανάσα της έδινε η επικεντρωμένη στην Εκκλησία ζωή της, στους ελληνικούς σταθμούς, η σπάνια έμπρακτη υποστήριξη στα αδέρφια της, όταν αυτά χειμάζονταν, τα τηλ. στους γείτονες.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τζάμπα ραμμένο τσίτινο φουστάνι με τα κερασάκια σαν ήμουν πεντάχρονη, αλλά και σ΄όλη τη γειτονιά άφησε τα χνάρια της εξυπνάδας , της καλοσύνης, της ευγένειας, της αγάπης…
Δυστυχώς, Φανούλα, σε ξένο τόπο έκλεισες τα μάτια και σήμερα που σε ξεπροβοδούν, χώμα δεν στείλαμε να ελαφρύνει το ξένο, ούτε λούδια απ΄τους κήπους μας, όμως, στέλνουμε ατόφια τη συγκίνησή μας για την απώλειά σου, γιατί είναι οι ταπεινοί άνθρωποι που κάνουν το μεγαλείο της ζωής…
Ξέρω πως με κοιτάς παραξενεμένη από ψηλά…