Κάθε φορά που επισκέπτεται την Ελλάδα αρχηγός κράτους μεγάλης δυτικής χώρας η κυβέρνηση αρέσκεται να καλλιεργεί προσδοκίες για επενδύσεις και συμφωνίες εκατοντάδων εκατομμυρίων, που ως συνήθως διαψεύδονται. Πάντα μάλιστα, λέγεται, ότι στην ατζέντα του υψηλού επισκέπτη, η ενέργεια κατέχει κυρίαρχη θέση.

Το είδαμε το 2013 και το 2015 με την επίσκεψη Ολαντ, τον Νοέμβριο του 2016 με την επίσκεψη Ομπάμα, το βλέπουμε και σήμερα με την επίσκεψη Μακρόν.

Στις βαλίτσες του Γάλλλου Προέδρου και των επιχειρηματιών που θα τον συνοδεύουν, διαρρέεται, ότι εκτός από το μόνιμο τα τελευταία χρόνια γαλλικό ενδιαφέρον για την ΕΥΑΘ, θα περιλαμβάνονται προτάσεις για επενδύσεις σε υποδομές, μεταφορές, ηλεκτρισμό, συμπράξεις με ελληνικές εταιρείες στην δημιουργία, επέκταση και εκσυγχρονισμό των ενεργειακών δικτύων, συνεργασία στο σχέδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης της Κρήτης, και επενδύσεις στους ελληνικούς υδρογονάνθρακες.

Τίποτα από τα παραπάνω, που παρεπιπτόντως περιλαμβάνονταν και στην ατζέντα της επίσκεψης Ολαντ το 2015, δεν έχει μέχρι σήμερα επιβεβαιωθεί, πέραν της σύμπραξης της Total, με την Exxon Mobil και τα ΕΛΠΕ, που κατόπιν δικού τους αιτήματος, προκήρυξε πρόσφατα το ΥΠΕΝ τον διαγωνισμό για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στις θάλασσες της Κρήτης.

Οι αιτίες γνωστές. Από την περιορισμένη εμπιστοσύνη που συνεχίζει να εμπνέει η Ελλάδα για τα ξένα κεφάλαια, έως πιο εξειδικευμένοι λόγοι, όπως η άρνηση της κυβέρνησης να πουλήσει εκτός από λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ και υδροηλεκτρικούς σταθμούς.

Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση θα ήθελε πολύ το γαλλικό επενδυτικό ενδιαφέρον στο επικείμενο market test του Οκτωβρίου για τα προς πώληση λιγνιτικά assets της ΔΕΗ. Θα προσέδιδε άλλο κύρος στο market test να συμμετάσχει η EDF, η ίδια ή μέσω της θυγατρικής της Edison, παρά για παράδειγμα μόνο Κινέζοι, και Ανατολικοευρωπαίοι. Ακριβώς λοιπόν επειδή έχει επενδύσει πολλά στο καυτό στοίχημα του λιγνίτη η κυβέρνηση, θεωρείται βέβαιο ότι ο Πρωθυπουργός θα εκμεταλλευτεί την επίσκεψη Μακρόν, προκειμένου να του ζητήσει γαλλική στήριξη στους λιγνίτες.

Το ζήτημα αναμένεται να τεθεί στον Γάλλο Πρόεδρο, παρά το ευγενικό “ευχαριστούμε, αλλά όχι” που έχει κατ’ επανάληψη εισπράξει ο ΥΠΕΝ Γ.Σταθάκης στις επαφές του με την Edison, η οποία και του έχει κάνει σαφές ότι για να αλλάξει γνώμη θα πρέπει το μείγμα να έχει και υδροηλεκτρικά. Κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον, δεν προβλέπεται.

Στην πραγματικότητα, ακόμη και τυπικά να πάρουν μέρος οι Γάλλοι στο market test, δίχως δηλαδή να προτίθενται να υποβάλουν προσφορά στον μετέπειτα διαγωνισμό, η κίνηση θα εξυπηρετούσε επικοινωνιακά σε σημαντικό βαθμό τον κυβερνητικό σχεδιασμό. Θα ενίσχυε το κλίμα που επιχειρεί μήνες τώρα να φτιάξει η κυβέρνηση, ότι υπάρχει ενδιαφέρον και μάλιστα ισχυρό για τους λιγνίτες, και επομένως δεν θα χρειαστεί η ΔΕΗ να πουλήσει νερά, κερδίζοντας έτσι χρόνο απέναντι στην Κομισιόν, που είναι και το ζητούμενο.

Στην αντίθετη περίπτωση, που η EDF γυρίσει την πλάτη στο ελληνικό εγχείρημα, και η τύχη του αφεθεί σε Κινέζους, Τσέχους και Πολωνούς, δύσκολα θα μπορέσει να πείσει η κυβέρνηση ότι το προς πώληση μείγμα ικανοποιεί τα κριτήρια του Μνημονίου για το άνοιγμα της αγοράς.

Αυτοί είναι και οι λόγοι για τους οποίους θα ήταν απίθανο το θέμα να μην συμπεριληφθεί τελικά στην ατζέντα των επαφών Τσίπρα-Μακρόν, δίχως φυσικά να μπορεί κανείς να προδικάσει το αποτέλεσμα.

Αλλωστε, τα επιφυλακτικά μηνύματα της αγοράς, με τελευταίο αυτό του Ευ.Μυτιληναίου, επικεφαλής του ομώνυμου ομίλου, κάνουν ακόμη πιο επιτακτική ανάγκη για την κυβέρνηση να βρει ένα “πρόθυμο” δυτικοευρωπαίο επενδυτή.

Τραβώντας όμως την κουρτίνα της “πολιτικής”, στο αμιγώς οικονομικό σκέλος, η κυβέρνηση γνωρίζει καλά ότι η ευρωπαϊκή πολιτική αύξησης των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων, έχει καταστήσει τα στερεά καύσιμα επένδυση ασύμφορη. Σήμερα το κόστος παραγωγής για ένα λιγνιτικό εργοστάσιο της ΔΕΗ υπολογίζεται σε 50-60 ευρώ η μεγαβατώρα, αλλά το 2030 αναμένεται να έχει εκτιναχθεί κοντά στα 100 ευρώ. Το γεγονός καθιστά ασύμφορη την αγορά λιγνιτικού εργοστασίου και ορυχείου, παρά μόνο εάν το τίμημα είναι εξαιρετικά χαμηλό. Κάτι που δύσκολα όμως θα μπορούσαν να δεχθούν αφενός η ΔΕΗ, καθώς λογοδοτεί στους μετόχους της, αφετέρου οι τράπεζες, οι οποίες και την έχουν θέσει σε ένα είδος επιτροπείας.

Σε αυτό το κάδρο αναμένεται να κινηθούν οι ελληνο-γαλλικές συζητήσεις στα ενεργειακά, όπου πέραν των υδρογονανθράκων, έντονη γαλλική παρουσία υπάρχει στον τομέα των ΑΠΕ, μέσω της EREN η οποία υλοποιεί αυτή τη στιγμή μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα για την εγκατάσταση αιολικών πάρκων ισχύος 150 MW.

https://energypress.gr/