Τραβώντας τη πραγματικότητα απ’ το μανίκι. Ο Μελανσόν αντιπολιτευόμενος είπε: «Τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα και δεν μπορείς να τα κάνεις να εξαφανιστούν». Ο κόσμος έχει αλλάξει. Τώρα πια όλοι επικαλούνται την πραγματικότητα και τον ρεαλισμό, για να υποστηρίξουν τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις. Κι έτσι η πραγματικότητα σέρνεται απ’ το μανίκι και ο καθένας την μεταχειρίζεται κατά το δοκούν. Τελικά πόσες πραγματικότητες υπάρχουν; Και πώς γίνεται όλοι να αισθάνονται δικαιωμένοι από τη πραγματικότητα, όταν δίνουν διαμετρικά αντίθετες ερμηνείες; Αυτό που τελικά συμβαίνει είναι ότι ο καθένας τεμαχίζει τη πραγματικότητα κατά βούληση και επιλέγει το κομμάτι που τον βολεύει.

Με τον νόμο ή με τη γραφειοκρατία. Εκπρόσωπος της κυβέρνησης δήλωσε ότι η καθυστέρηση των αρμοδίων αρχών για την αντιμετώπιση του ναυαγίου, που μόλυνε τον Σαρωνικό, οφείλεται στο γεγονός ότι όλα έπρεπε να γίνουν σύμφωνα με το νόμο. Μήπως όμως το εμπόδιο ήταν η γραφειοκρατία; Γιατί η γραφειοκρατία είναι που υπνωτίζει τα ανακλαστικά των κρατικών μηχανισμών και δημιουργεί φοβίες νομιμότητας. Τελικά τι πρέπει να κάνουμε όταν κάποιος κινδυνεύει; Τρέχουμε να τον σώσουμε ή κοιτάμε τις διαδικασίες που προβλέπουν τα κρατικά εγχειρίδια; Γιατί όση πολυνομία κι αν έχουμε φορτωθεί, πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι απαγορεύεται να σπεύσουμε αμέσως. Και για να καταλαβαινόμαστε ίσως κάποτε θα πρέπει να διαχωρίσουμε το τι λένε οι νόμοι και το τι επιτάσσει η γραφειοκρατία.

Κερδίζοντας και χάνοντας τον χρόνο. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις καθυστερούσαν τις αξιολογήσεις, ξέχωρα αν η τωρινή κυβέρνηση έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ. Όλοι προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο, για να περισώσουν ότι κατά την αντίληψη τους θεωρούνταν σημαντικό. Μήπως όμως δεν κέρδιζαν, αλλά έχαναν χρόνο; Απ’ ότι έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα μάλλον έχαναν χρόνο. Τελικά χρειάζεται πολύ ισχυρό αισθητήριο για να καταλαβαίνει κανείς πότε μια καθυστέρηση είναι κέρδος ή απώλεια.

Χρήμα και ηθική. Στην εποχή μας έχει κυριαρχήσει ένας στερεότυπος ηθικός κώδικας που ορίζει – σχεδόν με αυστηρότητα – το καλό και το κακό. Συχνά διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει τη κάμηλο με μεγάλη ευκολία. Πρόκειται για μια περίεργη μετάλλαξη χριστιανικών κανόνων χωρίς το ξεπερασμένο – για πολλούς – θρησκευτικό περίβλημα. Όταν ισχυροί ηθικοί κανόνες υπερισχύουν στο σύστημα σκέψης μας, εύκολα δημιουργούνται περιθώρια υποκριτικής συμπεριφοράς. Κι επειδή αυτοί οι κανόνες εναντιώνονται στο κέρδος και στον πλουτισμό, οι πολίτες αναγκάζονται να κρύβουν το χρήμα που κατέχουν. Στα πλαίσια μιας ανεξίθρησκης κοινωνίας, γίνονται θεάρεστοι εκείνοι που κατέχουν τα λιγότερα. Γι’ αυτό και όλοι κυνηγούν λίγο ή περισσότερο χρήμα στα κρυφά.

Ο διάλογος ως πρόσχημα. Ο διάλογος είναι μια διαδικασία που δεν υπόκειται σε κριτική, γιατί όλοι τον θεωρούν ένδειξη πολιτισμού. Ο διάλογος όμως δεν είναι αθώος, έτσι γενικώς. Μένει να κριθεί πότε είναι προσχηματικός και πότε είναι ουσιαστικός. Όταν προσερχόμαστε σ’ έναν διάλογο με σκοπό να επιβάλλουμε τις απόψεις μας, τότε ο διάλογος είναι πρόσχημα. Όταν προσερχόμαστε με σκοπό να εμπλουτίσουμε τις απόψεις μας, τότε είναι ουσιαστικός. Αλλά δεν είμαστε πάντα έτοιμοι ν’ ακούσουμε. Είμαστε πολύ πιο έτοιμοι ν’ ακουστούμε.

Όνειρα και εφαρμογές. Στην εποχή μας όλοι λατρεύουμε τα όνειρα. Φυσικά μιλάμε για τα όνειρα ζωής κι όχι για όνειρα του ύπνου. Όλοι θέλουμε να κάνουμε όνειρα και να τα πραγματοποιούμε. Ειδικά αν έχουν και ηθικό πρόσημο. Οι καθημερινότητα έχει κατακλυστεί από προτροπές ονείρων. Ειδήσεις, συμβουλές, ακόμα και διαφημίσεις. Υπάρχει όμως μια διαφορά. Το να κάνουμε όνειρα είναι το εύκολο. Το να τα επαληθεύσουμε στη πραγματικότητα είναι το δύσκολο. Όταν ονειρεύεσαι το μέλλον όλα μοιάζουν βατά, γιατί παραλείπονται οι άτιμες οι λεπτομέρειες. Όταν όμως εφαρμόζεις τα όνειρα σου, είναι οι λεπτομέρειες που φέρνουν τις δυσκολίες. Κι υπάρχουν στιγμές που για να τα καταφέρεις χρειάζεται να ξέρεις να μετράς και να υπολογίζεις. Μερικές φορές χρειάζεται να γίνεις και λογιστής και συμβολαιογράφος. Απαγορευτικές ενασχολήσεις γι’ αυτούς που αρέσκονται στις ενατενίσεις. Ίσως γι’ αυτό τα όνειρα που πραγματοποιούνται είναι τόσο λίγα σε σχέση μ’ αυτά που χάνονται στη λήθη.

Η ισότητα ως αδικία. Στη Θεσσαλονίκη ο Μητσοτάκης είπε: «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες». Κι όλοι, ανεξάρτητα από ιδεολογικές ταυτότητες, του επιτέθηκαν. Πρόκειται για ένα πολύ καλό παράδειγμα για το πώς οι ηθικές ντιρεκτίβες βάζουν τρικλοποδιές στη κριτική σκέψη. Μοιάζει πολύ γοητευτικό, πολύ ηθικό και πολύ ανθρώπινο να λέμε ότι όλοι είμαστε ίσοι. Να ισοπεδώνουμε την ατομικότητα και να αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα μόνο στη πολιτιστική ποικιλία. Το άτομο ξαφνικά χάνει τα προσωπικά του πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα. Το «όλοι είναι ίσοι» κρύβει πίσω του την αυθαιρεσία του «όλοι είναι ίδιοι». Ένας ισοπεδωμένος ανθρωπισμός, επιπόλαιος και δήθεν εκπολιτισμένος ήρθε να ακυρώσει τις ατομικές αξίες. Διακηρύσσοντας ότι όλοι είναι ίσοι, ανεξάρτητα από τις πράξεις τους, ανεξάρτητα από τις ικανότητες, την εργατικότητα και όλα τα χαρακτηριστικά που κάνουν τους ανθρώπους διαφορετικούς. Και ευαγγελίζεται μια ισότητα που τελικά είναι άδικη. Φαίνεται πως η εποχή μας έχει ακόμα πολύ δρόμο για να κατανοήσει το πώς η ισότητα αποκτάει νόημα μόνο μέσα σ’ ένα περιβάλλον ανισότητας.

Το νόημα της επιτροπείας. Όσο πλησιάζει το 2018, η καθαρή έξοδος απ’ τα μνημόνια είναι μια συζήτηση που έχει ανοίξει. Το υπόβαθρο αυτής της διατύπωσης εδράζεται στις παλιές αντιμνημονιακές συγκεντρώσεις. Μοιάζει με μια επικείμενη ελευθερία, που δε μπορεί παρά να έρθει. Και τότε θα ξεφορτωθούμε την επιτροπεία που νομίζουμε ότι μας καταδυνάστευε στα χρόνια της κρίσης. Κι αυτή η συζήτηση γίνεται γιατί ακόμα δεν έχουμε καταλάβει τι μας συνέβη. Ελπίζουμε ότι μόλις ξεφορτωθούμε την επιτροπεία θα είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ότι μας καπνίσει. Θα είμαστε ελεύθεροι να διορίζουμε όποιους θέλουμε, να δίνουμε συντάξεις όπου θέλουμε και οι αγορές με χαρά θα δανείζουν, απλά επειδή τέλειωσε το μνημόνιο. Ας θυμηθούμε όμως ότι πρώτη φορά καταργήσαμε τα μνημόνια στις 30 Ιουνίου 2015. Τότε που τερματίστηκε βίαια το δεύτερο μνημόνιο με τεράστιες απώλειες. Όσοι νομίζουν ότι επίκειται η καθαρή έξοδος, δεν έχουν παρά να περιμένουν τον Ιούνιο του 2018. Ίσως τότε, οι λιγότερο φανατικοί, να καταλάβουν, επιτέλους, ότι το θέμα δεν είναι πώς να «εξολοθρεύσουμε» την επιτροπεία, αλλά τι πρέπει να κάνουμε ώστε η χώρα να μην τη χρειάζεται.

Οι δυσκολίες του να βρίσκουμε τις διαφορές. Αν δεν υποτιμούσαμε τον αμερικάνικο κινηματογράφο, τότε θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στις ταινίες πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις που αφορούν τη ζωή μας, μακριά από ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς. Κάποιος σχολιάζοντας τον ρατσισμό λέει: «Ο Λίνκολν απελευθέρωσε του νέγρους και ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ πάλεψε για την ισότητα». Για πολλούς είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσουν ότι η απελευθέρωση δεν προϋποθέτει και τη κατάκτηση ίσων δικαιωμάτων. Είναι δυο διαφορετικές διαδικασίες. Κι αν δεν διακρίνουμε αυτές τις διαφορές, τότε εύκολα καταλήγουμε σε λάθος συμπεράσματα. Έτσι όταν συμβαίνει ένα ρατσιστικό περιστατικό νομίζουμε ότι τίποτα δεν άλλαξε και ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει όπως παλιά. Η γενίκευση εύκολα συσκοτίζει τη πραγματικότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με την περίπτωση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Ισοπεδώνοντας τα δεδομένα θεωρούμε ότι αποτελεί κίνδυνο για τη δημοκρατία. Ότι όσοι την ακολουθούν έχουν απορρίψει το δημοκρατικό πολίτευμα. Ενώ στη πραγματικότητα, οι περισσότεροι απ’ όσους πυκνώνουν τις τάξεις της ακροδεξιάς, το κάνουν αποκλειστικά λόγω της φοβίας για τους μετανάστες και την τρομοκρατία.

Η εξουσία (power) είναι ένα περίεργο πράγμα. Το «Game of thrones» είναι μια δημοφιλής σειρά. Είναι ταυτόχρονα απόλυτα υποτιμημένη από πολλούς, γιατί λένε ότι προάγει τη βία. Κι όλοι εκείνοι που την περιφρονούν χάνουν την ευκαιρία να ακούσουν μια σειρά από πολύ ενδιαφέροντες στοχασμούς που αναδύονται από το σενάριο και τους χαρακτήρες. Κάποιος χαρακτήρας λοιπόν έθεσε ένα γρίφο για να αποδείξει ότι το θέμα της εξουσίας δεν είναι κάτι απλό. Λέει: «Τρεις σπουδαίοι και ισχυροί άνθρωποι στέκονται σε μια αίθουσα. Ένας βασιλιάς, ένας υψηλόβαθμος ιερωμένος κι ένας πλούσιος. Ανάμεσα τους στέκει ένας ξιφομάχος. Ο καθένας από τους τρεις στοιχηματίζει ότι ο ξιφομάχος θα σκοτώσει τους δύο άλλους. Ποιος ζει, ποιος πεθαίνει;» Στο ερώτημα άλλοι απάντησαν ότι ο βασιλιάς θα μείνει ζωντανός, γιατί ασκεί την υπέρτατη εξουσία. Άλλοι είπαν ο ιερωμένος, γιατί φέρει το φόβο του Θεού κι άλλοι ο πλούσιος γιατί το χρήμα μπορεί να αγοράσει τα πάντα. Τελικά όμως ο γρίφος δεν έχει μια μόνο λύση. Γιατί λέει αυτός που αφηγήθηκε το γρίφο: «Η δύναμη βρίσκεται εκεί που οι άνθρωποι νομίζουν ότι βρίσκεται. Σα σκιά δε μένει σταθερή, συχνά μας διαφεύγει και τελικά ποτέ δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ποιος ακριβώς την κατέχει.»

ΥΓ. Στην αρχή της σχολικής χρονιάς, στο Κολλέγιο Αθηνών, έδιναν το τετράδιο σημειώσεων και μελέτης. Στο οπισθόφυλλο είχε ένα σχόλιο: «Αυτή η επιστολή είναι πιο μακροσκελής απ’ ό,τι έπρεπε, γιατί δεν είχα το χρόνο να την κάνω συντομότερη»

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr