της Μαρίας Μπιλιώνη, Συμβούλου Εκπαίδευσης & Σταδιοδρομίας, www.tangramedu.net

Η απόφαση σχετικά με τον τρόπο που επιλέγει κανείς τις σπουδές του και κατ’ επέκταση την επαγγελματική του καριέρα, διαμορφώνεται σύμφωνα με τιςσκέψεις που κάνει ο καθένας μας. Απόφαση στην οποία συνυπολογίζονται παράγοντες όπως τα επαγγελματικά ενδιαφέροντα, οι προσωπικές  ικανότητες, οι γνώσεις για την αγορά εργασίας. Μια μικρή παρένθεση σε αυτό το σημείο καταθέτοντας τον εξής προβληματισμό: έχει όντως ο καθένας στη διάθεσή του την έγκυρη και ολοκληρωμένη πληροφόρηση και επιπρόσθετα ακόμη και αν την έχει μπορεί όντως να την αξιοποιήσει δημιουργικά όταν πρόκειται για την προσωπική του καριέρα;

Σήμερα, ο συνήθης τρόπος αντιμετώπισης της σύνδεσης σπουδών με την αγορά εργασίας είναι να επιλέγει ο ενδιαφερόμενος σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στοχεύοντας ένα περιορισμένο εύρος επαγγελματικών επιλογών. Και αλήθεια είναι ότι υπάρχουν τμήματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που παρέχουν ένα περιορισμένο και άλλα που παρέχουν ένα ευρύ πλαίσιο επαγγελματικών επιλογών. Για παράδειγμα, για έναν δάσκαλο, ο οποίος δεν έχει προχωρήσει σε ένα μεταπτυχιακό ή οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα εκπαίδευσης ή κατάρτισης μετά το πρώτο πτυχίο και παράλληλα δεν αναζητά εργασία έξω από το δεδομένο και παραδοσιακό εργασιακό πλαίσιο που θεωρείται ότι του παρέχει το πτυχίο, παρατηρούνται ελάχιστες εργασιακές επιλογές (π.χ. διδασκαλία σε δημόσια σχολεία ή σε ιδιωτικό επίπεδο). Αντίθετα, για τον κάτοχο του πτυχίου Νομικής οι επιλογές είναι περισσότερες καθώς εντοπίζονται θέσεις εργασίας σε διάφορους τομείς της αγοράς εργασίας που επιζητούν το συγκεκριμένο πτυχίο.

Πολλές μελέτες επιβεβαιώνουν την εν γενει θετική σχέση μεταξύ αρχικής εκπαίδευσης και της μετεκπαίδευσης/κατάρτισης. Τα άτομα που έχουν λάβει καλύτερη εκπαίδευση και μετεκπαίδευση/κατάρτιση μεταξύ άλλων καταλαμβάνουν κατά μέσο όρο πιο εύκολα θέσεις εργασίας. έχουν υψηλότερες αποδοχές. πλήττονται λιγότερο από την ανεργία. (Cedefop, Δεύτερη Έκθεση για την έρευνα σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση στην Ευρώπη: Κατάρτιση και μάθηση με στόχο την απόκτηση ικανοτήτων,Λουξεμβούργο, 2002). Με άλλα λόγια, εκείνος που παραμένει στην αρχική εκπαίδευσή του, χωρίς να φροντίσει να αποκτήσει περαιτέρω δεξιότητες, θα δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να κινηθεί στην αγορά εργασίας, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη αλλαγή. Αξιοποιώντας το παράδειγμα του Πρωτέα (Πρωτέας: θεός της ελληνικής μυθολογίας που είχε την ικανότητα να αλλάζει μορφές κατά βούληση), θα μπορούσαμε να πούμε ότι και στην αγορά εργασίας επιβιώνει όποιος προσαρμόζεται καλύτερα στις μεταβαλλόμενες περιστάσεις, χαράσσοντας με αυτόν τον τρόπο πρωτεϊκή σταδιοδρομία (Hall, 1976 & 2004).

Την ανάγκη αυτή για ικανότητα προσαρμογής αντανακλά ο όρος επαγγελματική προσαρμοστικότητα, o οποίος περιγράφει την ικανότητα κάποιου να κάνει επιτυχημένες μεταβάσεις από τη μια εργασία στην άλλη σε ένα μεταβαλλόμενο εργασιακό περιβάλλον.Όσο ουσιαστική και αναγκαία κρίνεται ότι είναι η επαγγελματική προσαρμοστικότητα, για να επιτευχθεί προϋποθέτει ότι το άτομο που ενδιαφέρεται για το επαγγελματικό του μέλλον: α) αυξάνει τον έλεγχό του πάνω στο επαγγελματικό του μέλλον μέσω της αυτορρύθμισης, β)επιδεικνύει περιέργεια για να εξερευνήσει πιθανούς επαγγελματικούς ρόλους, γ) έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του,  και δ) επιδιώκει την υλοποίηση των φιλοδοξιών του, αναπτύσσοντας θετική στάση προς το μέλλον (Savickas, 2012).

Βέβαια, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι συνιστούν πιθανή πηγή είτε ευόδωσης είτε προβλημάτων στην προσπάθεια αυτή, όπως οι έμφυτες ικανότητες, η καταγωγή, η ηλικία, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, τα πολιτικά γεγονότα, η τεχνολογική ανάπτυξη και η τύχη. Οι παράγοντες αυτοί μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλοί προσωπικής ώθησης και κίνητρα προς την προσαρμοστικότητα. Με άλλα λόγια, εξαρτάται από το πώς θα σταθεί κανείς απέναντί τους, ώστε να αντλήσει δύναμη από αυτούς ή να αφεθεί να τον καταβάλουν.

Η ανάγκη για επαγγελματική προσαρμοστικότητα είναι μια σύγχρονη ανάγκη την οποία βιώνουν και αυτοί που επιδιώκουν την ένταξή τους στην αγορά εργασίας αλλά και εκείνοι  που επιθυμούν τη βελτίωση της υφιστάμενης εργασιακής τους κατάστασης. Σε κάθε περίπτωση πάντως απαιτείται η κινητοποίηση του κάθε ατόμου, η ανάληψη δράσεων και πρωτοβουλιών, η αυτοβελτίωση, ο εντοπισμός εναλλακτικών, η προετοιμασία μέσω κατάλληλων επιμορφωτικών προγραμμάτων. Ας μην περιμένουμε πια να αλλάξει το σχετικό πλαίσιο, ας αναλάβει ο καθένας την τελική ευθύνη για την προσπάθεια βελτίωσης της εργασιακής του κατάστασης.