Του Β.Π. Καραγιάννη

Δεν πρόλαβε το BLUE STAR NAΧOS της γραμμής ΣΥΡΟΣ- ΤΗΝΟΣ – ΜΥΚΟΝΟΣ να ακουμπήσει τον καταπέλτη στην προβλήτα και όρμηξεν το πλήθος των προσκυνητών να βρει ταξί (δεν βρήκε) ή άλλο μέσον (λεωφορείο βρήκε) για την εκκλησία. Φυσικά ο μεγάλος ναός της Μεγαλόχαρης δεν θα έφευγε από τον τόπο τoυ όμως ήταν το ζήτημα της νεοελληνικής ουράς. Που δεν είναι σοβιετικού τύπου (πειναλέα) ή τριτοκοσμική (του σκοτωμού) αλλά κάτι ανάμεικτο. Κυρίως η ψυχολογική διάθεση ίδια με εκείνη των ανάπηρων προσωπικοτήτων. Συνήθως είναι “εφιαλτικές” ιδίως αυτές που οδηγούν σε προσκύνηση τεμαχίου λειψάνου ή κάτι άλλου, οτιδήποτε εκ του οποίου προσδοκάται λύτρωση, ελπίδα κ.λπ. Ολοι (όλοι μας) θα πάρετε ό,τι εκ της θαυματουργής εικόνος παρέχεται. Το λεωφορείο σε αδειάζει στην αυλή. Τρέχεις να πιάσεις θέση. Είναι και που το πλοίο της επιστροφής στις 3 περνά και τώρα είναι 12.30. Ηδη ικανός αριθμός προσκυνητών ιδρωκοπά. Από τι ώρα ήρθαν, όλοι μαζί ξεκινήσατε από το καράβι; Στην ουρά κοιτάς τα πρόσωπα των άλλων και βλέπεις το δικό σου. Ολοι το ίδιο είμαστε στην αυτή αδημονία και προσμονή διατελούντες. Ο απέναντι είμαι εγώ, ο δίπλα ο άλλος μου, ο επόμενός ό,τι μένει από τα παραπάνω. Μην κρύβεσαι ή αυταπατάσαι στην περιεργόπιστή σου εκδοχή ή στην ευμενή ουδετερότητα περί των θρησκευτικών που φοράς στις περιπτώσεις αυτές. Αλλωστε γιατί ήρθες από απέναντι και στήνεσαι στην ουρά; Κάποτε φτάνεις στο ποθούμενο. Κάνεις ό,τι και οι άλλοι. Σκηνές ροκ θρησκευτικού. Οι παρουσίες γεμάτες απαιτήσεις και ικεσίες. Ανάβεις κεριά τα οποία τα σβήνουν αμέσως λόγω φόρτου των κηροστασίων. Λες από μέσα σου τα λόγια για τα πρόσωπα που έχεις κάθε μέρα κατά νουν και σκέψη, για την περίσταση δε προσθέτεις και μερικά που αιτήθηκαν μνημόνευσίν τους ενώπιον της εικόνος. Καθυστερείς. Ποτέ δεν ξέρεις. Και τι έγινε; Οι παπάδες και οι διακονούντες το ναό κάθιδροι. Χάνεσαι στα.δαιδαλώδη ισόγεια, υπόγεια, ανώγεια· τη σπηλιά της εύρεσης τα κελαριστά αγιάσματα κ.ο.κ. Θυμάσαι εδώ ακριβώς τη διήγηση του Αλεξ. Μωραϊτίδη στο “Με του βοριά τα κύματα” ταξιδευτικόν του. Την μοναχή Πελαγία, το αγρό του Δοξαρά, τον εργάτη σκαπανέα και το – Επα η Παναγία…
Και,
Ενώ ο βίος έχει προ πολλού το μέσον ξεπεράσει
στην ΤΗΝΟ από Παναγιές η ψυχή έχει χορτάσει
Δύο δρόμοι άνω κάτω έμφορτοι φτηνών αναθημάτων, ταπεινών κηρίων σε δέσμες, θηριώδεις λαμπάδες τάματα για θάματα κ.α. κλαπατσίμπαλα θρησκευτικά για τους ιθαγενείς της ημέρας.
Ανέρχεσαι παράλληλα με το γονατιστό στενό διάδρομο του “μαρτυρίου”. Και όπως πας να το σχολιάσεις ένδον καταλαβαίνεις πως δεν σε παίρνει, ο ανθρωπος της απελπισμένης πίστης σε συνεφέρνει· που να ξέρεις του καθενός το Γολγοθά, συνήθως χωρίς ανάσταση. Το σιωπάς. Στο τέρμα της ανόδου και αφετηρία της καθόδου μια γλυπτική σπαρακτική παράσταση ικεσίας και ελέους.
Ομως κατερχόμενος προς τη θάλασσα από φοβισμένος και προβληματισμένος πιστός γίνεσαι τουρίστας ανέμελος. Το νόμισμα γυρίζει στην όψη του καταναλωτή στους οικείους χώρους και τρόπους. Πήρες το δρόμο δίπλα από τα δεμένα και παρκαρισμένα πλεούμενα: “βάρκες, βρίκια, βρατσέρες, σκαμπαβίες κ.α”. Τα κότερα τα κότερα προσέγγισαν αργότερα…Ετσι
Και πάλι στης νήσου το μικρό ΚΑΦΕ χρόνια τώρα
ευθύς μετά την προσκύνηση με υψηλές ποιήσεις
εσπρέσο κι ενωπιόν σου μικρά λιγνά ιστιοφόρα
λικνίζουν μια σκέψη: Παναγία μη με λησμονήσεις…
Φέτος με το Ρενέ Σαρ.
Στο βάθος το ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού. Με τη διαρκή έκθεση γλυπτικής του αγίου Χαλεπά (ο μόνος άγιος που ευλογείται με το επίθετό του) μια «κόλαση» δημιουργίας σ’ ένα παράδεισο τέχνης. Επιβάλλεται η επίσκεψη εκεί όπως το προσκύνημα στο ναό.
Γυρισμός στην Ερμούπολη Σύρου στο ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου με τη μοναδική εικόνα, έργο ζωγραφικό του Δ. Θεοτοκόπουλου, στον πρόναο πακτωμένη. Προσκυνάς την τέχνη παρά την πίστη, όταν φτάνεις κι όταν φεύγεις από την νήσο κι αυτό σ’ αρέσει ορισμένως.
Εδώ απάνω στα γειτονικά βουνά η Παναγία Σουμελά. Η μεγάλη Κυρία του πλαγιόφωνου και πλαγιόχορου ποντιασμού,
μια διαρκή κατασκήνωση αλλά και στην εφήμερη πολύβουη σύναξη των ημερών. Στα παιδικά χρόνια βρεθήκαμε οικογενειακά και με μεγάλη χωρική αντιπροσωπεία (μεταφορέας μας ο Τζιάτζιος με το αρχαίο λεωφορείο ή ήταν ο Ομηρος με το μετασκευασμένο στρατιωτικό όχημα και με δρομολόγιο «ΠΑΟ ΚΟΖΑΝΗ»). Εκεί πάνω αγραυλούντες με τις φτέρες στρώμα και το αγιάζι του Βερμίου. Σκέπασμα τον κάταστρο ουρανό, δίπλα γαύρα σύντροφοι νύχτας θαυμαστής με ευχές στις Περσίδες. Προς το ξημέρωμα, είχαν δεν είχαν χτυπήσει οι καμπάνες, μια φωνή – κραυγή διέσχισε-ξέσκισε το χώρο.
– Παναγία μου! Κάποιος ζητούσε το ενιαύσιον θαύμα Της ή ευχαριστούσε μήπως Αυτήν δια την συντέλεσίν του. Ποιός ξέρει;
Ξεκαθάρισα και τα πράγματα επιτέλους.
Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά η παράδοση (πίστευε αλλά και ερεύνα) τη φέρει ζωγραφισθείσα υπό Λουκά ιεροτάτου και είναι η Οδηγήτρια. Η Τηνιακιά «με τα πολλά καντήλια», είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, υπό αγνώστου ποιηθείσα. Η τρίτη η Κοίμηση της Ερμουπόλεως είναι η μόνη ορατή στους πιστούς αφού οι άλλες δύο είναι πνιγμένες στον χρυσό και το άργυρο, Ποιά είναι η πλέον καλλιτεχνική δεν το συζητάμε, ποιά η πιο θαυματουργή, παίζεται. Ποία η κοσμικοτέρα προφανώς η της Τήνου, η οποία έχει σαφές προβάδισμα και σε όλο το έτος άλλωστε.
Παναγίες διάσπαρτες ανά την επικράτειαν (500 ονόματα φέρουσες) με συχνότητα και πυκνότητα αντίστοιχη των ανεμογεννητριών που φύονται στις μύτες των βουνών ίνα παραγάγουν ρεύμα ή τα των φωτοβολταϊκών επίπεδων κάτοπτρων που κατέλαβαν τα χωράφια των χωρικών κι εξοβέλησαν λαχανικά και σιτηρά.
Τελευταίες οι Πανάγιες των σπιτιών και των οίκων. Οι μάνες μας θέλω να πω κι αυτές τις ξέρουν όλοι, τις προσκυνούν σχεδόν πάντες, πλην υπομηδενικών εξαιρέσεων που τις προσπερνούν. Αυτές είναι αυτό που διατύπωσε ο Τάσος Λειβαδίτης, μελοποίησε ο Μ. Θεοδωράκης και ετραγούδησεν ο Γρ. Μπιθικώτσης: «Μάνα μου και Παναγιά», μεγάλη η χάρη όλες τους..