του Γιάννη Καραχισαρίδη   http://www.iporta.gr/

Η ανάπτυξη βρίσκεται στα χείλη όλων. Δεν υπάρχει κανείς πολιτικός και κανείς πολίτης που να μην την προσδοκά. Άρα η συζήτηση ξεκινάει από εκεί και πέρα. Δυστυχώς όμως, μέχρι σήμερα, κανένα κόμμα, κανένας πολιτικός, κανένα think tank, κανένας οικονομολόγος ή εν γένει επιστήμονας δε μας έχει πει τι ακριβώς πρέπει να γίνει. Πώς ακριβώς θα έρθει η ανάπτυξη. Ακόμα και στις θολές γενικολογίες που ακούγονται επικρατεί η σύγχυση. Λένε χρειάζονται υγιείς τράπεζες για να χρηματοδοτούν την οικονομία. Σωστό. Λένε χρειάζεται καταπολέμηση της γραφειοκρατίας. Σωστό. Λένε χρειάζονται επενδύσεις που θα αυξήσουν το ΑΕΠ και θα προσφέρουν θέσεις εργασίας. Σωστό. Αυτά τα σωστά τα λένε όλοι. Το πρόβλημα όμως δεν είναι αν όλα αυτά είναι σωστά, αλλά γιατί κανείς δε μπορεί να τα κάνει να συμβαίνουν.

Στα ίδια λόγια ακροατές. Πρόσφατα σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ο υπουργός Οικονομίας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, παρουσίασε ένα εκτενές κείμενο, το οποίο – λέει – θα αποτελεί τη βάση του στρατηγικού σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση, που θα συνδιαμορφωθεί – λέει – μετά από ευρεία διαβούλευση με τους παραγωγικούς φορείς, σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο. Πόσες φορές έχουμε ακούσει στα επτά χρόνια της κρίσης για παραγωγική ανασυγκρότηση; Όλοι συμφωνούν σ’ αυτό κι όλοι αναφέρονται στη παραγωγική ανασυγκρότηση. Κι επειδή δεν υπάρχουν αποτελέσματα αυτή η αναφορά έχει καταντήσει μια άγευστη καραμέλα, που όλοι την έχουν βαρεθεί. Δήλωσε ο υπουργός Δραγασάκης: «Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι ένα σοκ ανάπτυξης». Χαίρω πολύ. Για σοκ ανάπτυξης μιλάει το σύνολο των κομμάτων και των πολιτικών. Χρόνια τώρα. Αλλά αποτέλεσμα μηδέν. Χρόνια τώρα.

Το κράτος και πάλι το κράτος. Αυτή η προαιώνια συζήτηση. Όλοι θέλουν και συμφωνούν να κάνουν το κράτος πιο ευέλικτο, πιο αποτελεσματικό, να παρέχει υπηρεσίες και να μη ταλαιπωρεί τους πολίτες, να είναι αρωγός στην ανάπτυξη κι όχι εμπόδιο. Όλοι θέλουν και όλοι συμφωνούν. Αλλά δε μπορούν ν’ αποφασίσουν πώς γίνεται αυτό. Το πρώτο λάθος σ’ αυτή τη προσπάθεια είναι ότι όλοι θέλουν να τ’ αλλάξουν όλα. Όλοι ξεκινάνε με όρεξη και στο τέλος οι επιπόλαιες και οι πρόχειρες αλλαγές που επιφέρουν μπερδεύουν ακόμα περισσότερο το σκηνικό. Το κράτος γίνεται πιο περίπλοκο και έρμαιο μιας δέσμης αντιφατικών νόμων και διατάξεων που μοιάζουν με ιστό αράχνης. Έτσι που το κράτος να έχει καταντήσει ένας ύπουλος μηχανισμός που μπορεί να σε παγιδεύει χωρίς να καταλαβαίνεις πώς και πού. Και τελικά ενώ όλοι έχουν σκοπό να επανιδρύσουν το κράτος – λέμε τώρα – το μετατρέπουν σε μια όλο και πιο αποκρουστική και ανεξερεύνητη δομή.

Νομίζουμε ότι φταίνε οι άνθρωποι κι όχι οι δομές. Στα πρωτοσέλιδα έχουν βρεθεί συνήθως οι άνθρωποι κι όχι το ίδιο το κράτος. Ακούσαμε για υπεράριθμους δημόσιους υπαλλήλους, ακούσαμε για κηφήνες που δε δουλεύουν, ακούσαμε για ρουσφέτια, βολέματα και διαφθορά. Και από κανενός το μυαλό δε πέρασε ότι το χαλί για όλα αυτά το στρώνουν οι δομές του κράτους. Ένα κράτος που υποβαθμίζει τους εργαζόμενους, διαφθείρει και αχρηστεύει προσόντα και ικανότητες. Κανείς όμως δεν έκανε το κόπο να χαρτογραφήσει το ίδιο το κράτος. Κανείς δε βρήκε το κουράγιο να αποκρυπτογραφήσει τα δυσνόητα αρχικά χιλιάδων κρατικών φορέων. Κανείς δεν ασχολήθηκε με τις δομές και την έλλειψη συνεκτικότητας, την έλλειψη μιας λογικής και μιας συνάφειας μεταξύ τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στη λειτουργία του κράτους είναι σήμερα οι πολλοί και επικαλυπτόμενοι φορείς. Που οδηγούν σε παράλογες συναρμοδιότητες, με αποτέλεσμα να μη προχωράει τίποτα. Όλα τα θέματα που ζητάνε λύσεις βρίσκονται στο έλεος δεκάδων υπογραφών. Τα πάντα απαγορεύονται αν δεν συναποφασίσουν ένα σωρό υπουργεία, γραμματείες και διάφοροι άλλοι περίεργοι δημόσιοι φορείς. Κι αν τελικά συναποφασίσουν, κανείς δεν υπάρχει για να κάνει follow up στην υλοποίηση. Το κράτος στη χώρα μας δεν είναι ενιαίο. Είναι μια χαλαρή συνομοσπονδία μιας ποικιλίας αυτόνομων δομών. Παράδειγμα: Πριν λίγες εβδομάδες συνεδρίασαν 11 γενικοί γραμματείς για να αποφανθούν πια ακριβώς είναι η χρήση γης στο Ελληνικό. Κι αυτό δεν έκανε εντύπωση σε κανέναν. Γιατί εθισμένοι σε τέτοιες πρακτικές δε μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αυτές ακριβώς είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο της ανάπτυξης.

Η εποποιία φόρων και εισφορών. Όλα ξεκίνησαν από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Από τότε που κυριάρχησε η αντίληψη ότι για όλα πρέπει να φροντίζει το κράτος. Το κράτος να δίνει δουλειές, το κράτος να ανοίγει και να σώζει επιχειρήσεις, το κράτος να ρυθμίζει τα πάντα στη ζωή μας. Με εξαίρεση εν μέρει τη πρώτη τετραετία του Σημίτη, αυτή η αντίληψη διαπότισε το DNA όλων των κομμάτων κι όλων των κυβερνήσεων. Και το κράτος για να παίξει αυτό το ρόλο χρειάζονταν όλο και περισσότερα χρήματα. Σταδιακά αύξανε τους φόρους, αλλά και τις εισφορές, αφού τα αποθεματικά των ταμείων πάλι στο κράτος γυρνούσαν μέσω υποχρεωτικών ομολόγων. Η επιδοματική λογική έγινε κυρίαρχη. Περισσότεροι φόροι, περισσότερα επιδόματα με ψηφοθηρική στρατηγική. Οι φορολογικοί νόμοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον και τα παραθυράκια φοροδιαφυγής αύξαιναν με γεωμετρική πρόοδο στο ανερμάτιστο και αυθαίρετο νομικό μας οικοδόμημα. Και φτάσαμε στο 2009 – την πλέον ακατάλληλη χρονιά λόγω της παγκόσμιας κρίσης – που το κράτος δημιούργησε το μεγαλύτερο έλλειμμα στην πολύχρονη ιστορία του. Τότε αποκαλύφθηκε η αναπτυξιακή γύμνια της χώρας, τη στιγμή που το κράτος αδύναμο και χρεοκοπημένο δε μπορούσε πια να παίξει το ρόλο του πατερούλη.

Το κράτος πάνω απ’ όλα. Και ω του θαύματος! Οι κυβερνήσεις και το σύνολο των πολιτικών κομμάτων ύψωσαν τα στήθη τους με μοναδικό σκοπό να υπερασπιστούν το κράτος-πατερούλη. Κι αυτό γιατί σχεδόν το σύνολο της οικονομίας μας είχε φτάσει να εξαρτάται από τη κρατική βούληση. Πολιτικοί και πολίτες είχαν εθισθεί σ’ αυτή τη πραγματικότητα. Και σε όλη τη διαδρομή της κρίσης δείξαμε μια αξιοθαύμαστη σταθερότητα. Το κράτος πάνω απ’ όλα. Επιλέξαμε δηλαδή τον μόνο δρόμο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε αδιέξοδο. Νέοι φόροι και νέες εισφορές – που πλέον και αυτές έχουν μετατραπεί σε φόρους. Μια αγωνιώδης προσπάθεια να καταργηθούν τα ελλείμματα και ταυτόχρονα να υπάρχουν χρήματα για να συντηρούνται οι άπειρες δομές του δημοσίου. Αυτός ήταν ο βέβαιος δρόμος προς τη λιτότητα. Ένα κράτος που φτώχυνε, οι εργαζόμενοι σ’ αυτό φτώχυναν, η ιδιωτική οικονομία αποσαρθρώθηκε, αλλά πετύχαμε τουλάχιστον το κράτος να διατηρήσει σχεδόν όλες τις άχρηστες δομές του. Η μέθοδος που επιλέξαμε για να αντιδράσουμε στη κρίση είναι καθαρά αυτοκτονική. Μειώσαμε τους εργαζόμενους στο δημόσιο, αλλά όσοι έφυγαν μετατράπηκαν σε συνταξιούχους και συνεχίζουν να σιτίζονται από το κράτος. Ταυτόχρονα οι λιγότεροι εργαζόμενοι στις ίδιες δομές, έκαναν φανερή την έλλειψη προσωπικού παντού. Και είναι απορίας άξιο πώς μπορούμε να μιλάμε ακόμα για ανάπτυξη σε τέτοιες συνθήκες.

Επτά χρόνια άγονες, σκληρές διαπραγματεύσεις. Σχεδόν αμέσως με το πρώτο μνημόνιο θεωρήσαμε τους δανειστές εχθρούς. Όλες οι κυβερνήσεις της κρίσης διεκδίκησαν το παράσημο του σκληρού διαπραγματευτή. Όλοι υπερασπίστηκαν τις κόκκινες γραμμές, δηλαδή το κράτος όπως ήταν την εποχή που χρεοκοπήσαμε. Και όλα αυτά τα χρόνια μάθαμε να βλέπουμε τον κόσμο ανάποδα. Να θεωρούμε δηλαδή εχθρούς τους δανειστές επειδή δε μας δίνουν κι άλλα χρήματα για να συντηρούμε το αγαπημένο μας κράτος. Πραγματική συζήτηση για την ανάπτυξη δεν έγινε ποτέ, γιατί όλοι θεωρούμε (δήθεν Κεϋνσιανοί) ότι για να υπάρξει ανάπτυξη αρκεί το κράτος να έχει λεφτά. Κι έτσι έγινε βαθιά συνείδηση σε όλους, πολιτικούς και πολίτες, ότι οι ξένοι φταίνε για τη λιτότητα κι όχι εμείς. Από τους υπερασπιστές της δραχμής, μέχρι τους ακραιφνείς ευρωπαϊστές, όλοι μα όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του, βλέπει τη λύση στις διαπραγματεύσεις που σοβούν όλα αυτά τα χρόνια. Και όλοι προσβλέπουν σε μια πολιτική λύση, αφού όλοι ακόμα πιστεύουν ότι η παρέμβαση του Ολάντ μας έσωσε από το grexit το 2015. Και δεν είναι λίγοι οι οποίοι αφελώς πιστεύουν ότι η εκλογή του Σουλτς θα μας γλιτώσει από τη λιτότητα. Λες κι η λιτότητα είναι πολιτικό ζήτημα. Αρνούμαστε να καταλάβουμε ότι το θέμα είναι η οικονομία διάολε κι όχι η πολιτική. Και η λιτότητα καταπολεμιέται μόνο με ανάπτυξη. Κι εμπόδιο στην ανάπτυξη είναι ο συνδυασμός των ανερμάτιστων νόμων που ψηφίσαμε με το απέραντο κράτος που επιμένουμε να συντηρούμε.

Ο ορίζοντας και τα λόγια. Ο Τζακ Σπάροου, ο πειρατής επιμένει: «Έχε το νου σου στον ορίζοντα». Εμείς έχουμε το νου μας στα λόγια. Με τα λόγια φέρνουμε την ανάπτυξη, με τα λόγια αλλάζουμε τη χώρα. Κι επειδή τα λόγια πάντα μας γοητεύουν, πολλές φορές άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε, πιο συχνά λέμε και δεν κάνουμε και στη χειρότερη εκδοχή δε ξέρουμε τι λέμε.