Του Σταύρου Π. Καπλάνογλου

ΤΙ ΗΤΑΝ

Το Σίγειον ( Γενισεχίρ, Yenisehir) ήταν αρχαία ελληνική πόλη της βορειοδυτικής Τρωάδας, στις εκβολές του Σκαμάνδρου ποταμού, επί του νοτίου στόματος του Ελλησπόντου.

Σίγειον άκρον λεγόταν και το ακρωτήριο πάνω στο οποίο είχε κτιστεί η πόλη σημερινο Yenisehir Burnu ( Γενισεχίρ Μπουρνού,)

ΠΟΤΕ ΕΠΑΨΕ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ

Το αρχαίο Σίγειον έπαψε να υπάρχει περίπου από το 50 π.Χ. έως το 23 μ.Χ, όταν ο ποταμός Σκάμανδρος κατέστρεψε το λιμάνι του με τις προσχώσεις .

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Κατά τα νεότερα χρόνια (1700 μ.Χ), δημιουργήθηκε ο οικισμός του Γενισεχίρ =Νεοχώρι, από Έλληνες κατοίκους
Το χωριό ήταν εξαφανισμένο,όταν επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή.

Πολύ πιθανόν, αυτό να έγινε το 1915 στη μάχη της Καλλίπολης, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το χωριό καταστράφηκε ολοσχερώς κι εξαφανίστηκε, τελείως, το 1922 όταν και επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή.
Έκτοτε η περιοχή έμεινε ακατοίκητη.

ΤΟ ΟΝΟΜΑ

Σίγειον,Σιγέων , Σιγέων Σίγειον (Ελληνικά), Segium (Λατινικά), Φαίνεται ότι το όνομα δόθηκε ευφημιστικά, δηλαδή, αν και η πόλη έλαβε το όνομά της από την αρχαία ελληνική λέξη σιγή (=σιωπή), ωστόσο στην περιοχή ξεσπούν άγριες καταιγίδες και η θάλασσα έχει φουρτούνα.
Γενισεχίρ.

Κατά την επανεγκατάσταση των Ελλήνων το 1700 μ.Χ. η τοποθεσία ονομαζόταν Γενισεχίρ, δηλαδή “Καινούργια Πόλη” (στα τούρκικα Yenisehir).

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

Το Σίγειον με το όνομα Γενισεχίρ ανήκε στη Μητρόπολη Δαρδανελλίων και Λαμψάκου
Το Γενισεχίρ εμφανίζεται στους καταλόγους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μάλιστα ήταν δεύτερο μετά την Χριστιανική κοινότητα των Δαρδανελίων.

Το απόσπασμα του καταλόγου είναι :
΄΄Μητρόπολη Δαρδανελλίων και Λαμψάκου α) Δαρδανέλλια (Çanakkale) β) Γενή Σεχήρ ή Γενή Χισάρ (κοντά στα ερείπια της αρχαίας Τροίας) γ) Καλαφατλί (Kalafat) δ) Ερένκιοϊ ή Οφρύνιο (Intepe) …….κ.λ.π…..΄΄

ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΤΟΥ ΓΕΝΙΣΕΧΙΡ

Στην κοινότητα Γενισεχίρ της ”Καινούργιας πόλης ” υπήρχε εκκλησία στην αρχή της ίδρυσης της από το 1710, έως και το 1915.

Αυτό έγινε γνωστό από μια εντοιχισμένη στήλη της αρχαιότητος από την οποία έγινε γνωστό το Σήγειο στην Ευρώπη για την ιδιαιτερότητα την οποίας, θα μιλήσουμε λίγο αργότερα.

Συγκεκριμένα, το 1710 ο Βρετανός πρόξενος στη Σμύρνη, Ουίλιαμ Σέραρντ (William Sherard) διερχόμενος από το μικρό χωριό Γενισεχίρ παρατήρησε αυτή την στήλη, έξω από ένα εκκλησάκι του χωριού, στην αριστερή πλευρά της εισόδου του και του προκάλεσε το ενδιαφέρον, καθώς η εξαιρετική σημασία της στήλης ήταν άμεσα αντιληπτή από κάποιον ακαδημαϊκό.

Ο Σέραρντ διέδωσε την ύπαρξη της στήλης και πολλοί περιηγητές επισκέφτηκαν τον χώρο.

Μάλιστα, υπήρχε και άλλο μαρμάρινο ανάγλυφο στην άλλη πλευρά της εισόδου της εκκλησίας. Πολλοί αρχαιοκάπηλοι θέλησαν να την πάρουν, προσφέροντας πολλά χρήματα, οι κάτοικοι όμως δεν την έδιναν.

Μάλιστα, η αντίδραση των κατοίκων του Γενισεχίρ ήταν βίαιη. Αρνήθηκαν να αποδεχτούν οποιοδήποτε τίμημα τους προσφέρθηκε, επικαλούμενοι ότι, αν αποχωρίζονταν αυτά τα κομμάτια θα έπεφτε στο χωριό θανατηφόρα αρρώστια, όπως συνέβη, παλαιότερα, που πούλησαν κάποιο παρόμοιο κομμάτι και πολύ σύντομα έπεσε στο χωριό θανατηφόρα επιδημία.

Τελικά, αυτή τη μαρμάρινη στήλη που επιθυμούσε, από παλιά ολόκληρη η Ευρώπη, κατάφερε να την αποσπάσει ο Άγγλος πρεσβευτής της Κωνσταντινούπολης, Λόρδος Έλγιν (Lord Elgin), το 1799, ο γνωστός αρχαιοκάπηλος που ξεσήκωσε και τα μάρμαρα του Παρθενώνα της Ακρόπολης των Αθηνών.

Στις 7 Νοεμβρίου, ώρα 8 το πρωί, εμφανίστηκαν στο χωριό άνδρες του Έλγιν, οι οποίοι κρατώντας ανά χείρας φιρμάνι του Καπιτάν Πασά (Capitan Pacha), συνοδευόμενοι από στρατιώτες για προστασία και ασκώντας βία, απέσπασαν την στήλη με την ενδιαφέρουσα επιγραφή και το ανάγλυφο με την πομπή των γυναικών.

Αυτά τα μνημεία αποτέλεσαν τα πρώτα κομμάτια της γνωστής συλλογής του Έλγιν.

Σήμερα, και τα δύο κομμάτια βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Χόμπχαουζ (Hobhouse), στα λόγια ενός μορφωμένου Έλληνα από τα Ιωάννινα, ο οποίος του είπε:
“Εσείς οι Άγγλοι αρπάζετε τα έργα των Ελλήνων, των προπατόρων μας, διατηρείστε τα καλά, γιατί εμείς οι Έλληνες θα έρθουμε και θα τα διεκδικήσουμε πίσω”.

Μέσα από την ιστορία της στήλης του Σίγειου επιβεβαιώνεται η ύπαρξη του Γενισεχίρ, πριν το 1700 μ.Χ. και αντλούνται πληροφορίες για το ήθος και το φρόνημα των κατοίκων εκείνης της εποχής.

Η ΕΠΙΓΡΑΦΗΤΟΥ ΣΙΓΕΙΟΥ ΚΑΙ Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ

Πρόκειται για την αποκαλούμενη “Στήλη του Σίγειου”, μια μαρμάρινη στήλη ύψους 2,31 μέτρων που φέρει τη λεγόμενη “Σίγειου επιγραφή”.

Η επιγραφή αποτελεί σπάνιο δείγμα ελληνικού αλφαβήτου, γραμμένο στην αποκαλούμενη “βουστροφηδωνική”.

Είναι το αρχαιότερο σωζόμενο είδος ελληνικής γραφής, σε μια εποχή που το αλφάβητο ήταν ακόμη ατελές, στο οποίο οι γραμμές προχωρούν εναλλάξ ξεκινώντας από αριστερά προς τα δεξιά με την επόμενη σειρά να ακολουθεί από δεξιά προς τα αριστερά, όπως τα αυλάκια που κάνουν τα βόδια στο όργωμα, εξ ου και η ονομασία.

Θεωρείται, ως η παλαιότερη σωζόμενη ελληνική επιγραφή και χρονολογείται γύρω στο 550 π.Χ..

Το κείμενο της επιγραφής αποτυπώνεται σε δύο ελληνικές διαλέκτους, την Ιωνική και την Αττική .

Πιθανότατα, αποτελεί κάποιο μνημείο τιμής και όπως είναι σύνηθες σε πρώιμες ελληνικές επιγραφές, η ίδια η πέτρα απευθύνει το μήνυμα:
“Είμαι (η στήλη) του Φανόδικου (υιού) του Ερμοκράτους από την Προκόννησο (ο οποίος) δώρισε έναν κρατήρα με μια βάση και ένα στραγγιστήρι στο Πρυτανείο των Σιγειέων ως μνημείο τιμής. Αν με βρει κάποιο κακό, νοιαστείτε για μένα, πολίτες του Σίγειου”

Παρατηρώντας το κείμενο της επιγραφής στις δύο διαλέκτους διαπιστώνουμε ότι στην εκδοχή της Αττικής διαλέκτου το κείμενο συμπληρώνεται στο τέλος με την φράση “ο Αίσωπος και οι αδελφοί του με έκαναν”, κάτι που δεν υπάρχει στην εκδοχή της Ιωνικής διαλέκτου. Πιθανολογείται ότι η επιγραφή σε Ιωνική διάλεκτο ετοιμάστηκε στην Προκόννησο που ήταν αποικία της Μιλήτου.

Αργότερα , όταν το Σίγειο ήταν ήδη υπό Αθηναϊκή κυριαρχία προστέθηκε η εκδοχή της Αττικής διαλέκτου, κατά παραγγελία κάποιου “Αίσωπου και των αδελφών του”, οι οποίοι πιθανόν να ήταν έποικοι από την Αττική.

ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Η ύπαρξη του ναού τεκμαίρεται από την ανάγλυφη παράσταση, που άρπαξε ο Έλγιν, μαζί με την στήλη του Σίγειου. Το ανάγλυφο θεωρείται ότι ανήκε σε κάποιο τμήμα από τα ερείπια του ναού της θεάς Αθηνάς του Σίγειου, που οι κάτοικοι του Γενισεχίρ είχαν εντοιχίσει στην εκκλησία τους και παριστάνει πομπή γυναικών της Τροίας, που παρουσιάζουν και αφιερώνουν ένα βρέφος στην Αθηνά με τις σχετικές προσφορές.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

ΜΥΤΙΛΗΝΙΟΙ

Η πόλη ιδρύθηκε από την Μυτιλήνη, κατά τον 8ο – 7ο αιώνα π.Χ.
και εγκαταλείφθηκε μεταξύ του 168π.Χ. και 23μ.Χ.

Kατά τον Στράβωνα υπήρχαν εκεί το ιερό του Αχιλλέως, καθώς και τα μνημεία του Πατρόκλου και του Αντιλόχου. .

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Κατά το τέλος του 7ου αιώνα, οι Αθηναίοι έστειλαν τον Ολυμπιονίκη Φρύνωνα να καταλάβει την πόλη.
Σε μονομαχία με τον Πιττακό, ο Αθηναίος ηττήθηκε από το δίχτυ του αντιπάλου του και η ήττα του εξυμνήθηκε από τον συμπατριώτη του νικητή, Αλκαίο.

Έτσι, οι Αθηναίοι προσέφυγαν στον τύραννο της Κορίνθου Περίανδρο, με σκοπό να διαιτητεύσει για το ποιος, δικαιωματικά, πρέπει να κατέχει την περιοχή του Σιγείου .

Ο Περίανδρος αποφάνθηκε υπέρ της Αθήνας, επειδή όταν οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν με τους άλλους Ελλαδίτες εναντίον των ομοφύλων τους Τρώων, οι Αιολείς (που κατοικούσαν στην Λέσβο) δεν υπήρχαν τότε και επομένως δεν έχουν το δικαίωμα κατοχής της Tρωικής περιοχής.

Από δύο επιγραφές της αττικής διαλέκτου που αποδίδονται στο Σίγειον (περ. 575 -550 π.Χ.), καταδεικνύεται ότι οι Αθηναίοι συνέχισαν να ζουν στην περιοχή, για τον επόμενο μισό αιώνα.

Από αρχαιολογικά ευρήματα της γείτονος Aιολικής αποικίας του Αχιλλείου (7-8 χλμ. νοτίως του Σιγείου), αποδεικνύεται ότι οι Μυτιληναίοι διατηρούσαν εχθρική για τους Αθηναίους παρουσία στην περιοχή, γεγονός που οδήγησε στην ανακατάληψη του Σιγείου από τους πρώτους (δεκατετία του 540 π.Χ.).

Οι Αθηναίοι υπό τον Πεισίστρατο πήραν πίσω την πόλη, στην οποία ορίστηκε τύραννος ο νόθος υιός του πρώτου Ηγησίστρατος.

Υπό τους Πεισιστρατίδες, το Σίγειον ήταν σημαντικό οχυρό στην περιοχή εκείνη .

Όταν μάλιστα ο γιος του Πεισιστράτου, Ιππίας, εξορίστηκε από την Αθήνα (510 π.Χ.), κατέφυγε στην πόλη όπου και έκοψε νομίσματα με έμβλημα την αθηναϊκή γλαύκα και το όνομά του.

ΜΕΛΟΣ ΑΘΗΝΑΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ

Κατά την κλασική περίοδο το Σίγειον παρέμεινε μέλος της αθηναϊκής συμμαχίας, για το οποίο οι Αθηναίοι άφησαν εγκωμιαστικές επιγραφές (451/0 π.Χ. και 418/7 π.Χ.).

Στην προαναφερθείσα χρονική περίοδο, η Αιολική αποικία αναφέρεται 15 φορές στους καταλόγους των φόρου υποτελών στην Αθήνα πόλεων και ανήκε στους Ελλησπόντιους.

Σύμφωνα με τον Χιώτη ιστορικό Θεόπομπο, το Σίγειον ήταν η αγαπημένη πόλη του Αθηναίου στρατηγού Χάρητος, κατά την εποχή που ο Μέγας Αλέξανδρος νικούσε στον Γρανικό τους Πέρσες.

Τότε, συνεχίστηκαν οι σχέσεις με την Αθήνα και τα νομίσματα της πόλεως έφεραν στο ένα μέρος το κεφάλι της Αθηνάς και στο άλλο τη γλαύκα.

Σε κάποια περίοδο του 4ου αιώνος, η πόλη ενεπλάκη σε διαμάχη με το γειτονικό νησί της Τενέδου για διαφορές γης (την πληροφορία διασώζει ο Αριστοτέλης, χωρίς να αφήνει λεπτομέρειες).

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Όταν ιδρύθηκε η Αλεξάνδρεια της Τρωάδας 70 χλμ. νοτιότερα και οι κάτοικοι εξαναγκάσθηκαν από τους Μακεδόνες να μετοικήσουν στη νέα πόλη.

Το 302 π.Χ. ο Λυσίμαχος κατέλαβε με την βία την πόλη, καθώς δεν ήθελε αυτή να ταχθεί στο πλευρό του Αντιγόνου Μονοφθάλμου.

Το 168 π.Χ. προστάτευσε τον Μακεδονικό στόλο του Αντιγόνου, απογόνου του βασιλιά Περσέως.

Η πόλη περιέπεσε σε παρακμή, όταν ο Σκάμανδρος ποταμός με τις προσχώσεις του, κάλυψε με άμμο το λιμάνι.
Αυτό οδήγησε σιγά-σιγά στην εγκατάλειψη της πόλης από τους κατοίκους της και στα τέλη της βασιλείας του Οκταβιανού Αυγούστου, ο Στράβων αναφέρει ότι η πόλη κατεδαφίστηκε, γεγονός που το επιβεβαιώνουν οι ιστορικοί Πομπώνιος Μέλας και Πλίνιος ο Πρεσβύτερος τον 1ο αιώνα μ.Χ..

ΡΩΜΗ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή δεν αναφέρεται κάποιος νέος οικισμός στην περιοχή, παρά μόνο. τον 17ο αιώνα εμφανίζεται το Γενισεχίρ που προαναφέραμε.

KUMKALLE *KOYM-KALE

Σήμερα στην θέση που βρισκόταν περίπου το Σίγειον υπάρχει ένας οικισμός με το όνομα Κουμκαλλέ στην θέση ενός παλιότερου χωρίου που καταστράφηκε και αυτό το 1915 το Μισιρλίκ ‘όπως πιθανόν και το Γενισεχίρ.
Πρόσφατα οι Γερμανοί αρχαιολόγοι άρχισαν ανασκαφές φέρνοντας στο φως ένα μικρό μέρος της πόλη