Με τον γενικό εορτασμό της επετείου των διακοσίων χρόνων από την επανάσταση του 1821, δεν είναι δυνατόν να λείψει το Βόϊο και η Σιάτιστα, η πρωτεύουσα του, αφού οι απελευθερωτικοί τους αγώνες και η συμβολή τους στην αναγέννηση του έθνους όχι μόνον δεν ήταν υποδεέστεροι άλλης πόλης ή περιοχής, αλλά θα τολμούσα να πω ότι η Σιάτιστα ήταν πρόδρομος του απελευθερωτικού αγώνα. Η αρχή της επανάστασης βέβαια είναι η 25 Μαρτίου 1821. Η επαναστατική όμως έφεση και οι πολεμικές εξορμήσεις των Ελλήνων έχουν στα βάθη των αιώνων της δουλείας άλλη αρχή. Πηγάζουν κατ΄ευθείαν από τον θρύλο του ΄΄Μαρμαρωμένου Βασιλιά”. Η αποφράς ημέρα 29 Μαϊου 1453 δεν σήμαινε μόνο το τέλος, αλλά και την αρχή ζωής και ήταν το σύμβολο Ανάστασης.

Με το ξέσπασμα της επανάστασης, η Μακεδονία, για άλλη μια φορά, έγινε το προπύργιο της Ελλάδας, ως κυματοθραύστης του μένους των Τούρκων. Για τον ρόλο της Μακεδονίας ως υπερασπιστής της υπόλοιπης Ελλάδας ο Πολύβιος, (5 Θ΄, 35,2) ομολογεί:<< Αιεί ποτ΄αν εν μεγίστοις ην κινδύνοις τα κατά τους Έλληνας, ει μη Μακεδόνας είχομεν πρόφραγμα>>. Πολύτιμη η Μακεδονία και για τον αγώνα του 21, γιατί πολύτιμη ήταν η απασχόληση σοβαρών τουρκικών δυνάμεων κατά την κρίσιμη περίοδο των δεκαπέντε πρώτων μηνών για την κατάπνιξη της επανάστασης στη Μακεδονία, καθηλώνοντας στην περιοχή τα πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα, με αποτέλεσμα να ανακουφισθούν σημαντικά οι Έλληνες της νότιας Ελλάδας, οι οποίοι διαφορετικά θα είχαν να αντιμετωπίσουν μεγάλες και συντονισμένες επιχειρήσεις. Η αποτυχία στον βορρά έφερε την επιτυχία στον νότο. Δεν ήταν δυνατόν να επιτύχουν τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία λόγω εγγύτητας με το οθωμανικό κέντρο και λόγω ύπαρξης μεγάλων δυνάμεων. Η Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι ήταν τα κέντρα ανεφοδιασμού των Τούρκων.

Δυστυχώς, στα σχολικά εγχειρίδια επιγραμματικά και μόνο γίνεται αναφορά στην επανάσταση στη Μακεδονία και γι αυτό δεν υπάρχει εδραιωμένη η συνείδηση των μαθητών για την επανάσταση στη Μακεδονία, όπως υπάρχει στο Μοριά και τη Ρούμελη. Μια σειρά παραγράφου αρκεί για να δηλωθεί π.χ τι συνέβη στη Θεσσαλονίκη που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα.Το σύνολο των αγώνων ηρωισμού και θυσιών των Μακεδόνων, που πολλές πτυχές μας ήταν άγνωστες, φωτίζονται από τα εκδοθέντα έργα των Ι. Βασδραβέλη <<Οι Μακεδόνες κατά την Επανάστασιν του 1821>> και του Απ. Βακαλόπουλου <<Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833>>

Η Δυτική Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα το Βόϊο ήταν περιοχές που συνταράσσονταν συνέχεια από τους Τούρκους και Αλβανούς. Από τα τέλη του 14ου αι., αρχή της Τουρκοκρατίας στο δυτικομακεδονικό χώρο, έως το 1600 στην επαρχία Ανασελίτσας/Βοϊου έχουμε μεγάλες ανακατατάξεις πληθυσμών, λόγω πολεμικών αναστατώσεων της οθωμανικής κατάκτησης. Η Σιάτιστα ήταν δημιούργημα και συνέπεια της κατάκτησης της γύρω περιοχής από τους Τούρκους. Στα τέλη του 14ου αι. χριστιανοί κάτοικοι βρήκαν καταφύγιο στα απόκρυφα και βραχώδη υψώματά, όπως τραγουδήθηκε και στο ποίημα του Ιωάννη Τόζη , Νέα Υόρκη 1918 <<Στη Σιάτιστα μετώκησαν πολλοί κι απ΄τη Τσερβένα, Πέτροβα, Πέλκα, Γιάνκοβη, Σισάνι, Σαμαρίνα, Παλαιόκαστρο, Τσιρούσινο, Έξαρχο, Σαρακίνα>> . Ασφαλές καταφύγιο ήταν και αργότερα τον 16ο αι. και με τον χρόνο σχηματίστηκε με κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων με φρόνημα γενναίο και υπερήφανο.

Η πόλη της Σιάτιστας, όπως αναφέρει ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Θεόδωρος Τζώνος στο περιοδικό <<Παρνασσός>> <<Η κοινοτική οργάνωση της Σιατίστης επί τουρκοκρατίας >>, ακόμη και σε περιόδους ακμής, α) δεν αναγνωρίζεται ως περιφεριακό διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας, με συνέπεια την απουσία Οθωμανικών αρχών και τη συνακόλουθη διεύρυνση της εθιμικής δικαιοδοσίας των Χριστιανών, εντοπίων, αρχών κυρίως σε θέματα απονομής δικαιοσύνης και κρίσεως διοικητικών προσφυγών και β) ότι οι Σιατιστείς απολαύουν ουσιαστικά του, εξαιρετικού για ραγιάδες, δικαιώματος οπλοκατοχής αφού τουλάχιστον τρεις φορές αποκρούουν με τα όπλα πολυπληθείς τουρκολβανικές ληστρικές ορδές στη διἀρκεια της τουρκοκρατίας>>. Οι αποκρούσεις στα 1784 (?) αλλά και στα 1827, 1828 και 1830 όπου διακρίθηκε ο προεστώς της Σιάτιστας Νιόπλιος και ακόμη στα 1877 επιβεβαιώνουν τη θρυλούμενη αυτονομία της Σιάτιστας και αποτελούν, παράλληλα, τη βάση για τη δημιουργία ένοπλου δυναμικού με πολύτιμη προσφορά στους εθνικούς αγώνες του 19ου αι. και των αρχών του 20ου αι.

Κατά το τελευταίο τέταρτο του 17ου αι., ολόκληρο τον 18ο και τις αρχές του 19ου συνεχίσθηκαν οι αποδημίες και οι μεταναστεύσεις των Μακεδόνων στο εξωτερικό. Τον 18ο αι. υπήρχαν στη Σιάτιστα 200-250 περίπου εμπορικοί οίκοι, οι οποίοι διενεργούσαν εμπόριο με τη Βενετία, τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη,τη Λειψία, την Οδυσσό και άλλα κέντρα. Το εμπόριο ήταν σημαντικός παράγοντας στη δημιουργία ελληνικών παροικιών και η επικοινωνία των Ελλήνων με το εξωτερικό διευρύνει τους ορίζοντές τους, αυξάνοντας τη γλωσσομάθειά τους. Στη Σιάτιστα πάρα πολλοί μιλούσαν ανεκτά τα γερμανικά ή τα ιταλικά.

Ο Πουκεβίλ επισκέφθηκε τη Σιάτιστα, λίγο πριν την επανάσταση την άνοιξη του 1806, και περιγράφει την πόλη, η οποία έχει 1700 σπίτια . Οι εντυπώσεις του από τη Σιάτιστα: << Η έκπληξίς μου υπήρξε μεγάλη, εύρον καλώς εκτισμένας οικίας, απήλαυσα θεάματος πόλεως καθ΄ολοκληρίαν ελληνικής, η οποία είχεν όψιν ευμαρείας και καθαριότητας, τας οποίας ουδαμού αλλαχού της Τουρκίας ευρίσκει τις>>. ή <<Σ΄όλη τη Μακεδονία καυκιούνται για τα γλυκίσματα και πρώτ΄απ΄όλα για τις πίτες, ένα είδος γλύκισμα από φύλλα της Σιάτιστας, που τις στέλνουν σ΄όλη την αυτοκρατορία. Τα κρασιά της είναι το ίδιο ονομαστά κι αυτά, είναι, όπως πιστεύω, τα καλύτερα της Μακεδονίας>>.

Οι Σιατιστινοί έμποροι, μεταβαίνοντες στην Ευρώπη, γνώριζαν τον τρόπο ζωής και τη νοοτροπία των ελεύθερων ανθρώπων και αναπόφευκτα σύγκριναν την άθλια ζωή των υπόδουλων συμπατριωτών τους, την οποία εύρισκαν ανυπόφορη και είχαν τον διακαή πόθο να μεταφυτεύσουν ό,τι καλό εύρισκαν στην Ευρώπη. Έχτιζαν τα σπίτια τους κατά το πρότυπο των σπιτιών στη Βιέννη και στη Βενετία, έστελναν χρήματα για την ανέγερση και τη συντήρηση σχολείων, όπου δίδασκαν διακεκριμένοι δάσκαλοι την ελληνική γλώσσα και την αρχαία σοφία, υποστήριζαν νέους να σπουδάσουν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, οι οποίοι έπειτα ή επέστρεφαν στην υπόδουλη πατρίδα και πρόσφεραν τα φώτα τους ή διέπρεπαν στην ξένη χώρα, δημιουργώντας τα πρώτα πνευματικά και οικονομικά ερείσματα τα οποία πολύ συντέλεσαν στην προετοιμασία του έθνους για την απόκτηση της ελευθερίας. Ήταν πατριώτες και γι αυτό έθεταν τους εαυτούς τους στη διάθεση εκείνου που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση και απελευθέρωση της πατρίδας.

Η οικογένεια Μανούση, όπως σημειώνει ο βιογράφος τους Γεώργιος Λάιος (σελ.151 κ.ε) <<έχει να επιδείξει στην τρίτη γενιά όχι μόνο ικανούς εμπόρους , αλλά και φιλομαθείς εκπροσώπους και φιλογενείς πνευματικούς φορείς (όπως τον αντιγραφέα χειρογράφων και συνεργάτη του Ρήγα Βελεστινλή Αθανάσιο Μανούση). Στην τέταρτη γενιά η πνευματική προσφορά της οικογένειας προς το Έθνος κορυφώνεται με τον Θεόδωρο Χριστοδούλου Μανούση >>. Ο Θεόδωρος Μανούσης ήταν ο πρώτος καθηγητής της Γενικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ στα 1844 εκλέγεται πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι ο μεγάλος πνευματικός ευεργέτης της Σιάτιστας, αφού με τη διαθήκη του δώρισε τα βιβλία του που αποτέλεσαν τον πυρήνα για να ιδρυθεί η Δημόσια Κεντρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Σιάτιστας << Μανούσεια>> .

Το εμπόριο των Σιατιστινών, με τη συσσώρευση πλούτο, συνετέλεσε και στην ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου των κατοίκων της και αναβάθμισε την ευεργεσία που κατευθύνθηκε προς εκπαιδευτικούς και φιλανθρωπικούς στόχους. Η Σιάτιστα, κατά την οθωμανική κυριαρχία, συμπεριλαμβάνεται στα κέντρα της Μακεδονίας με αξιόλογη πνευματική παράδοση από τα μέσα του 17ου αι., από τότε που εμφανίζονται λόγιοι και βιβλιογράφοι, όπως το 1678 στην Πάδοβα ο Σιατιστινός βιβλιογράφος Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο Ιβηρίτης ιερομόναχος Κυπριανός εξ επαρχίας Σιζανίου, χωρίου Σιάτζιστα.

Το σχολείο που λειτουργούσε από τα τέλη του 17ου αι. στη Σιάτιστα, κατά τη μαρτυρία του Αναστασίου Μιχαήλ του Ναουσαίου, ήταν ανώτερο και το είχε ιδρύσει ο μητροπολίτης Σισανίου Ζωσιμάς από τη Σιάτιστα που το πρώτο μέλημά του ήταν η εκπαίδευση των νέων και <<μεταπεμψάμενος άνδρας σοφούς ….και των μαθητιών των χρείαις, βοηθείαις τε και ωφελείαις…και εν τη Σιατίστη από την Καστοριά, τη Μοσχόπολη και από τη Θεσσαλονίκη έρχονταν να φοιτήσουν>>.

Αργότερα, το 1718 , με πατριαρχικό και συνοδικό σιγίλιο (επίσημο αυτοκρατορικό έγγραφο) του πατριάρχη Ιερεμία Γ΄ ιδρύεται σχολείο ανώτερης στάθμης με διδασκόμενα μαθήματα γραμματικά, ρητορικά τε και επιστημονικά και θεολογικά. Το 1721-1723 διδάσκει ο Μεθόδιος Ανθρακίτης . Διδάσκει ο Σιατιστινός λόγιος δάσκαλος Μιχαήλ Παπαγεωργίου (1727-1792) που συνέγραψε και εξέδωσε το έντυπο ελληνικό αλφαβητάρι <<Μέγα Αλφαβητάριον >> στη Βιέννη το 1771. Διδάσκει, επίσης, ο λόγιος και δάσκαλος Νικόλαος Βάρκοσης μαθητής του Μεθ. Ανθρακίτη, Εισάγεται , έτσι, ο τρόπος σκέψης των εκπροσώπων της δυτικής διανόησης στη Σχολή της Σιάτιστας η οποία φαίνεται να αποτελεί μια μικρογραφία ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου.

Στις αρχές του 19ου αι. προεξάρχει ο Αργύριος Παπαρρίζος. (γεννήθηκε στο χωριό μου Πέλκα, ο πατέρας του ήταν ιερέας με καταγωγή από Εράτυρα).

Το 1816 η Σιατιστινή Βασιλική Νικολάου Βασιλείου, που ζούσε στο Ιάσιο, διέθεσε κληροδότημα 40.000 γροσίων με το οποίο χτίστηκε σχολείο στη Σιάτιστα και απο τους τόκους πληρωνόταν και ο δάσκαλος, του οποίου η εκλογή του, σύμφωνα με τη βούληση της διαθέτριας, πρέπει να γίνεται <<αφιλοπροσώπως εις τον προκομμενέστερον, ευσεβέστερον και χρηστοηθέστερον άνδρα και ουχί χάριν. Διότι εξ αυτού κρέμεται η προκοπή, η ευσέβεια και τα χρηστά ήθη των νέων>>. Δεσμευτικές οι συστάσεις της διαθέτριας, η οποία γνώριζε τη δύναμη του ρουσφετιού και της αξιοποίησης των ημετέρων και όχι των άξιων. Έτσι, ιδρύεται η <<Ελληνική Σχολή>> με δωρεά της Σιατιστινής που λειτουργεί από το 1830 .

Γι αυτό η Σιάτιστα, κατά τους χαλεπούς εκείνους χρόνους, ανέδειξε πλείστους ανθρώπους των γραμμάτων και των επιστημών, οι οποίοι με τη δράση τους συντέλεσαν στην πνευματική και πολιτική αφύπνιση και στην αναγέννηση του γένους. Μεταξύ αυτών ήταν:

Ο Γεώργιος Ρούσης, γιος του ιερέα Ζωσιμά, λόγιος ιατροφιλόσοφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Πάδοβας. Εγγονός του ήταν ο προεστώς με στρατιωτικές ικανότητες Γεώργιος Ρούσης Νεόπουλος-γνωστός ως Γεώργιος Νιόπλιος.

Ο Γεώργιος Ζαβίρας που γεννήθηκε στη Σιάτιστα (28/5/1804) και πέθανε στην Πέστητο 1804.Σ ημαντικό του έργο είναι η <<Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον >> που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1872 μετά από πολλές περιπέτειες και όπου γίνεται σημαντική γραμματολογική προσπάθεια με τη βιογραφική αναγραφή των λογίων της τουρκοκρατίας.Θωρείται πατέρας της Ιστορίας της Νεοελληνικής Φιλολογίας.

Ο Δημήτρης Δημητρίου που διέπρεψε και ως θεατρικός συγγραφέας και σήμερα θεωρείται ως << ο πατήρ του Κροατικού θεάτρου>> και ένας από τους ιδρυτές της κροατικής νουβέλας.

Μεγάλη συμβολή τουΔημητρίου στην πνευματική και πολιτική ζωή της Κροατίας. Εκεί εξαίρεται με πολύ θαυμασμό η συμβολή του στην εθνική αφύπνιση του κροατικού λαού, στην επιβολή της κροατικής γλώσσας στη λογοτεχνία και ιδίως στη δημιουργία του κροατικού θεάτρου.

Μεταξύ των τόσων φιλόμουσων, ιατροφιλόσοφων και φιλοπάτριδων ανδρών της Σιάτιστας είναι ο Ζωσιμάς Ρούσης, ο Γεώργιος Παπαζώλης, οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου που μπορούν να θεωρηθούν πρόδρομοι της Ελληνικής επανάστασης του 21. Φιλοπάτριδες και ρέκτες, με όραμα την απελευθέρωση της πατρίδας (ρέκτης=δραστήριος, ακούραστος <ρέζω=πράττω) και στους οποίους θα αναφερθώ στη συνέχεια.

Ο Σιατιστινός Ζωσιμάς Ρούσης ετοιμάζει την επανάσταση στη Δυτική Μακεδονία. Στο πρώτο μισό του 18ου αι., η Υψηλή Πύλη ήθελε να ανακτήσει τις χαμένες επαρχίες της Ουγγαρίας και οραματιζόταν ακόμη την επανάληψη των κατορθωμάτων του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.Η έκρηξη του νέου αυστροτουρκικού πολέμου προκάλεσε σε ορισμένες ελληνικές περιοχές -κυρίως στην κεντρική και δυτική Μακεδονία-ιδιαίτερη συγκίνηση και νέες ελπίδες για επιτυχείς επαναστατικές προσπάθειες.

Περισσότερο γνωστή έγινε η κίνηση του Σιατιστινού πρώην αρχιεπισκόπου Αχρίδος ( 1695-1699, 1707-1709 ) μητροπολίτη Σισανίου Ζωσιμά Ρούση.Την άνοιξη του 1716, πριν ακόμη ξεσπάσουν οι εχθροπραξίες στο μέτωπο του Δούναβη, ο Ζωσιμάς έστειλε τον συμπατριώτη του έμπορο Ιωάννη Γκιπρόπουλο, κομιστή εγγράφων εκκλήσεων προς τον αυτοκράτορα της Αυστρίας. Ο Μακεδόνας κληρικός και ο Γκιπρόπουλος υποστήριζαν ότι στη Μακεδονία -και ιδιαίτερα στις περιοχές της Σιάτιστας, της Κοζάνης, της Νάουσας και της Μοσχόπολης- ήταν πρόθυμοι να επαναστατήσουν εν ονόματι του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄12.000 άντρες.

Δυστυχώς, ο αυστροτουρκικός πόλεμος περιορίστηκε σε λίγες μάχες γύρω από το Βελιγράδι και οι Αυστριακοί δεν προήλασαν προς τον νότο, οπότε δεν πραγματοποιήθηκαν οι ελληνικές υποσχέσεις στη Δυτική Μακεδονία μετά το 1717. Ο ίδιος ο Ζωσιμάς θα επαναλάβει και αργότερα (1736) τις διαπραγματεύσεις του με τον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ΄, με σκοπό πάντοτε την πρόκληση επαναστατικών εκδηλώσεων στη Δυτική Μακεδονία, τη φορά αυτή στα πλαίσια του νέου αυστροτουρκικού πολέμου (1736-1739).

Στις 21 Ιουλίου 1718 υπογράφηκε επίσημα η αυστροτουρκική συνθήκη του Πασάροβιτς και στις 27 του ίδιου μήνα, στο πλαίσιο της ειρήνης, καθορίζονταν οι όροι της που δημιούργησαν τις συνθήκες που άνοιξαν νέους ορίζοντες κυρίως στους Δυτικομακεδόνες, που εξελίσσονται σε κύριους φορείς της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της νότιας βαλκανικής χερσονήσου. Από το 1718 έως τον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο επί Αικατερίνης Β΄ ( 1768-1774) ο ελληνικός κόσμος θα γνωρίσει μια μακρόχρονη περίοδο ειρήνης, που θα του επιτρέψει να επωφεληθεί από τα θετικά στοιχεία της συνθήκης του 1718.

Η άνοδος της Αικατερίνης Β΄στον θρόνο, που συνέπεσε με την περίοδο της συνεχώς αυξανομένης κατάρρευσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αναζωπύρωσε και πάλι τους πόθους των Ελλήνων για ελευθερία. Την πρωτοβουλία της εξέγερσης την ανέλαβαν οι τρεις αδελφοί Γρηγόριος, Αλέξιος και Θεόδωρος Ορλώφ. Εμπνευστής του μεγαλεπήβολου σχεδίου των Ορλώφ ήταν ο Γεώργιος Παπαζώλης από τη Σιάτιστα ή πιο ορθά Παπάζογλου, γεννημένος στη Σιάτιστα το 1725. Θεωρείται ο πρόδρομος της Ελληνικής επανάστασης του 21. Με τους αδελφούς Ορλώφ τον συνέδεε στενή φιλία. Φύση επαναστατική ο Παπαζώλης, με έντονη πατριωτική συνείδηση, πίστευε ότι μόνο η Ρωσία θα μπορούσε να βοηθήσει τους υπόδουλους Έλληνες να ανακτήσουν την ελευθερία τους. Έπεισε τους Ορλώφ να επιδιώξουν την επανάσταση στην Ελλάδα και ο ίδιος ανέλαβε την προετοιμασία.Το σχέδιό του όχι μόνο έγινε δεκτό, αλλά και διευρύνθηκε από τους Ορλώφ και αποτέλεσε μέρος της ευρύτερης πολιτικής της Ρωσίας στην Ανατολή.

Το 1763 ο Γεώργιος Παπαζώλης έρχεται στην Ελλάδα για να εξετάσει τις δυνατότητες δημιουργίας επαναστατικής κίνησης. Η επανάσταση γενικεύτηκε, έδωσαν σκληρές μάχες , αλλά δυστυχώς απέτυχε. Οι Τούρκοι έλαβαν σκληρά μέτρα κατά των Ελλήνων. Φοβερά τα αντίποινα και στη Δυτική Μακεδονία. Τον Μάϊο του 1770, Τουρκαλβανοί και Κονιάροι επιτίθενται στην Κοζάνη. Η πόλη λεηλατήθηκε για τέσσερις μέρες. Πλήθος χωριών στις επαρχίες Βοϊου, Γρεβενών, Καστοριάς και Φλώρινας καταστράφηκαν εκ θεμελίων, χιλιάδες κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν.

Η Δυτ. Μακεδονία διήλθε τις φρικτότερες μέρες της δουλείας (Μ.Καλλινδέρης σελ.41). << Εις τους 1770 μαϊου 2μ. ..ετραβήξαμε πολή ζόρι από Αλβανίτες και ο Θεός να κάμι το έλεός του>> αναφέρει ενθύμιση που βρέθηκε στην Αγία Παρασκευή Δομαβιστίου, ενώ άλλη που βρέθηκε στον Πεντάλοφο/Ζουπάνη λέγει:<< Έτος 1771 θύμισις …έκαψαν το Ζουπάνη>>. Στο Σισάνι, στου << ”Δεσπότη ράχη”, όταν κατεστράφη η δυτικομακεδονική πόλις, ο μητροπολίτης σφαγιάστηκε αγρίως υπό των τυράννων. Εις τον τόπον του μαρτυρίου του φυτρώνουν μέχρι σήμερον άνθη ερυθρού χρώματος>> (Κ. Μακρής, Λαογραφικά Σισανίου-Βοϊου, σελ.14).

Από την αποτυχία όμως αυτή των Ορλωφικών πολλά διδάχτηκαν οι Έλληνες.Την τελική και μεγάλη επανάσταση του 21 οργάνωσαν κατά το πρότυπο της επανάστασης των Ορλωφικών και λόγω της πικρής τους εμπειρίας διδάχτηκαν να μην έχουν εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις των Μεγάλων και να προσπαθήσουν μόνοι τους με τις δικές τους δυνάμεις να απελευθερωθούν,όπως έγινε αργότερα.Ο Παπαζώλης πέθανε περίλυπος αμέσως μετά την αποτυχία της εξέγερσης. Υπήρξε ένας φλογερός απόστολος της ελευθερίας, ένας μεγάλος πρόδρομος του Ρήγα και των Φιλικών.

Τα Ορλωφικά και η επανάσταση των Ελλήνων εντάσσονται στα πλαίσια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768-1774, που έληξε με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή στις 21 Ιουλίου 1774 και τα οφέλη που αποκόμισαν οι Έλληνες ήταν η ανεξιθρησκεία και η ελεύθερη εμπορική κίνηση, δημιουργώντας έτσι προϋποθέσεις οικονομικής ανόδου και πολύτιμης ναυτικής πείρας, απαραίτητης μερικές δεκαετίες αργότερα για τους μεγάλους αγώνες του 1821.

Ουσιαστική η προσφορά των Σιατιστινών στη δράση του Ρήγα Βελεστινλή στη Βιέννη. Η ελληνική τυπογραφία των Σιατιστινών στην πιο σπουδαία της αποστολή, να συμβάλει δηλαδή στον διαφωτισμό και την ελληνική επανάσταση με τους πρωτοπόρους της αδελφούς Μαρκίδες Πούλιου, τους μεγάλους Έλληνες πατριώτες. Η ελληνική παροικία της Βιέννης οργανώθηκε και αποτέλεσε πολιτιστικό κέντρο και εστία πνευματικής δραστηριότητας. Ένα πνευματικό φυτώριο που επέδρασε τόσο πολύ στην προπαρασκευή του ελληνικού γένους για την απόκτηση της ανεξαρτησίας. Ανάμεσα στους Έλληνες της Βιέννης πλεόναζαν οι Μακεδόνες από τη Σιάτιστα, την Κοζάνη, το Μπλάτσι, την Κλεισούρα, την Εράτυρα, τη Θεσσαλονίκη, τη Μοσχόπολη, το Κρούσοβο, το Σιδηρόκαστρο.

Το χρήμα των πλουσίων Ελλήνων της Βιέννης ήταν μεγάλος τροφοδότης του αγώνα. Οι Έλληνες της Βιέννης και της Τεργέστης για δυο χρόνια συντηρούσαν τον θρυλικό θαλασσόμαχο Λάμπρο Κατσώνη που δρούσε στα νερά της Τεργέστης.

Ο Τύπος στάθηκε το κυριότερο μέσο διεκδίκησης δικαιωμάτων και διαφωτισμού. << Η Εφημερίς >> υπήρξε εθνικό και δημοσιογραφικό όργανο των Ελλήνων της αυστριακής πρωτεύουσας, με πατριωτικό χαρακτήρα, που ερχόταν να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική και την πολιτική αφύπνιση του Ελληνισμού και των άλλων λαών της Βαλκανικής, γιατί η Εφημερίδα των Σιατιστινών είχε μεγάλη διάδοση στις Παραδουνάβιες χώρες και οι συνδρομητές της περίμεναν με ανυπομονησία να την διαβάσουν. Η εφημερίδα των Σιατιστινών διαδόθηκε σε όλους τους υπόδουλους του Γένους.

Ο Μάρκος Πούλιος, πατέρας των Μαρκίδων Πούλιου ήταν εγκατεστημένος στη Βιέννη από το 1776. Καθοδήγησε τους γιους του στο εμπόριο, φρόντισε να μάθουν λογιστικά και ξένες γλώσσες.

Ήταν εκδότες πλήθους έργων λογίων της εποχής και αρχαίων συγγραφέων. Οι Σιατιστείς αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου ανέλαβαν δράσεις για τη διάδοση των ιδεών του Ρήγα και προετοίμασαν την επανάσταση. Αν οι Μαρκίδες Πούλιου δεν εκτύπωναν τις ιδέες του Ρήγα, το έργο του θα ήταν ματαιοπονία. Δεν ήταν εύκολο να βρεθεί ένα τυπογραφείο κατάλληλο για επαναστατική δράση. Οι Μαρκίδες Πούλιου δεν ήταν απλά οι κατάλληλοι άνθρωποι για τη μυστικότητα εκδόσεων αλλά δυο πεπειραμένοι και ώριμοι επαναστάτες.

Από τις 31-12- 1790 εκδίδουν την Εφημερίδα, υιοθετώντας την ονομασία από τις περίφημες <<Εφημερίδες >> του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπου αποδελτιώνονταν όλα τα περιστατικά της μεγάλης εκστρατείας. Στην προγραμματική τους δήλωση είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν ότι δεν θα αναγράφουν τίποτα από όσα συμβαίνουν στην Τουρκία και αφορούν την κατάσταση των υπόδουλων Ελλήνων. Η εφημερίδα υπόκειται σε λογοκρισία και η πρώτη παράβαση έχει ως πρόστιμο το χρηματικό ποσό των 50 δουκάτων. Αν επαναληφθεί, τότε ισχύει η απαγόρευση της έκδοσης.

Οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου με τις γνωριμίες τους, με την ευφυία τους και προπάντων με τη ριψοκίνδυνη τόλμη τους πληροφορούν, από τα πρώτα φύλλα της Εφημερίδας, για όσα οι Έλληνες επιθυμούν και πρέπει να μάθουν: για τον Κατσώνη, για τις νίκες των Ρώσων κατά των Τούρκων, για τις ιδέες της Γαλλικής επανάστασης. Εν ανάγκη εκδίδουν και παράνομα φυλλάδια. Στο Βιδίνιο της Βουλγαρίας, για παράδειγμα, το 1794 ο αυστριακός λοχαγός Schmidt βλέπει <<υπό τους χαιρεκάκους γέλωτας των Τούρκων>> φυλλάδιον ελληνικόν που γράφει για τις επιτυχίες των γαλλικών στρατευμάτων κατά των αυστριακών ( Γ.Λαϊου, σελ.212).

Ο αυστριακός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη βαρώνος Herbert Rathkeal ( Χέρμπετ Ράτκελ ) σε αναφορά του στις 31 Ιανουαρίου 1798, προς το Υπουργείο Εμπορίου της Βιέννης τον εκδότη Γεώργιο Μαρκίδη χαρακτηρίζει ως <<ένα λίαν ύποπτον υποκείμενον>> και σε άλλη επιστολήν ως << κακόν αγγείον>>, προσηλωμένο φανατικά στις γαλλικές δημοκρατικές ιδέες, έχοντας προμηθεύσει τον Ρήγα με κείμενα του γαλλικού πνεύματος, από τα οποία εκείνος άντλησε στοιχεία για τη συγγραφή του <<Πολιτεύματος της Ελληνικής Δημοκρατίας>>.

Η πρώτη γνωριμία με τον Ρήγα έγινε το Ιούνιο του 1790, όταν ο Ρήγας πήγε στη Βιέννη, για να τυπώσει στο τυπογραφείο του Μπάουμάιστερ το πρώτο του βιβλίο με τίτλο:<< Το σχολείο των ντελικάτων εραστών >>.. Η μετάβαση του Ρήγα στη Βιέννη συντέλεσε στο να γνωρίσει μια άλλη μορφή του Ελληνισμού της διασποράς και να υποστεί την επίδρασή της στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο και, παράλληλα, να συνδεθεί με τον Γεώργιο Πούλιο, τον πιο σθεναρό και ριψικίνδυνο από τους δυο αδελφούς δημοσιογράφους που με άρθρα του σε λίγους μήνες οι παροικίες της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, των Ηγεμονιών και από την Κωνσταντινούπολη ως την Τεργέστη γνώριζαν τον παρασκευαζόμενο αγώνα κατά της τουρκικής κυριαρχίας.

Ο Ρήγας πήγε στους Δυτικομακεδόνες της Βιέννης, που η συμμετοχή τους στο έργο του ήταν καθολική, και όπως λέγει ο Θ. Νάτσινας πήγε για να <<εμπνεύση τους μεγάλους εκείνους πατριώτας, αλλά ενεπνεύσθη παρ΄αυτών και όλοι μαζί διέθεσαν όλας τας δυνάμεις των δια το μέγα εκείνο έργον>>.

Τον Αύγουστο του 1796, ο Ρήγας επιστρέφει στη Βιέννη ως εθνεγέρτης της συμπαγούς ελληνικής παροικίας και οι Μαρκίδες γίνονται οι πρώτοι συνεργάτες του και θέτουν στη διάθεσή του το υπερσύγχρονο τυπογραφείο και την εφημερίδα, τα σπουδαιότερα μέσα για τη μεγάλη διάδοση των εθνικών του κηρυγμάτων.Ο Ρήγας, έχοντας την κάλυψη των Μαρκίδων, τυπώνει παράνομα τα πεζά και τα έμμετρα έργα του: << Ο Νέος Ανάχαρσις >>, <<Η Χάρτα>>, << Ο Ηθικός Τρίπους>>, <<Ο Πατριωτικός Ύμνος>> ,<<Ο Θούριος>>, <<Το πολίτευμα της Ελληνικής Δημοκρατίας>>, <<Η διακήρυξη των δικαίων>>. Όλα τυπώθηκαν νύχτα, γιατί ήταν λαθρέτυπα. Τον Οκτώβριο του 1797 τύπωσαν οι Σιατιστινοί Μαρκίδες Πούλιου 3.000 αντίτυπα της επαναστατικής προκήρυξης του Ρήγα, όπου καλούσε τους Έλληνες και τους άλλους βαλκανικούς λαούς να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό.

Τον Δεκέμβριο του 1796 ο Πούπλιος /Πούλιος φεύγει για την Μολδοβλαχία, εμπορευόμενος γαλλικά μυθιστορήματα. Στην πραγματικότητα για να διαδώσει τα έργα και τις προκηρύξεις του Ρήγα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο Πούπλιος Πούλιος αποτελούσε τον σύνδεσμο ανάμεσα στον Ρήγα και το όλο επαναστατικό δίκτυο. Ο Γεώργιος Πούλιος είναι συνεχώς στο τυπογραφείο μαζί με τον Ρήγα, αλλά και σε συγκεντρώσεις όπου απαγγέλλουν τον Θούριο και προχωρούν στη μύηση πολλών νέων.

Μετά την προδοσία και σύλληψη του Ρήγα στην Τεργέστη (19 Δεκεμβρίου 1797 ) ακολούθησαν συλλήψεις και φυλακίσεις όλων των συντρόφων του, όπως μας πληροφορούν τα δημοσιευθέντα έργα του Λεγκράντ, του Σπυρίδωνα Λάμπρου ( 1891) και του Κωνσταντίνου Άμαντου ( 1930).Στο στενό τους κύ κλο ανήκει και ο ηλικίας είκοσι δύο ετών Θεοχάρης Γ. Τουρούντζιας από τη Σιάτιστα.

Με το πρόσχημα των εμπορικών συναλλαγών, μεταφέρει και μοιράζει προκηρύξεις και επαναστατικό υλικό στη Βουδαπέστη και στο Ζεμούν (παραδουνάβια πόλη, κοντά στο Βελιγράδι), όπου έμεινε ο αδελφός του Ιωάννης. Έτσι σε λίγο χρόνο τα επαναστατικά κείμενα έχουν διαδοθεί σε όλες τις ελληνικές παροικίες. Με την ίδια ταχύτητα διαδόθηκαν σε όλη την Ελλάδα και προπάντων στη Βόρεια, γιατί οι αποστάσεις είναι κοντινές και οι Μακεδόνες εμπορευόμενοι με τα καραβάνια τους, που διέσχιζαν όλη την περιοχή εκείνα τα χρόνια, ήταν οι ασφαλέστεροι μεταφορείς.

Στο στενό κύκλο συνεργατών ανήκε και ο μεγαλέμπορας Κωνσταντίνος Δούκας (1753-1814), ο πρεσβύτερος της συντροφιάς σαράντα τεσσάρων χρονών, από τη Σιάτιστα, φιλόπατρις, συνεργάτης και χορηγός του Ρήγα ( πεθαίνει στη Λειψία 1814). Καθήκοντα αυτού ,όπως και του Θεοχάρη από την Καστοριά και του Αργέντη από τη Χίο, ήταν η χρηματοδότηση του κινήματος. Όπως προέκυψε από τις ανακρίσεις, στον κύκλο αυτόν ανήκαν και οι Σιατιστινοί Αθανάσιος Γεωργίου Μανούσης, θείος του μετέπειτα καθηγητή της Ιστορίας Θεοδ. Μανούση, καθώς και ο φοιτητής τότε και μετέπειτα ιατροφιλόσοφος Κωνσταντίνος Καρακάσης. Οι δύο τελευταίοι δεν συνελήφθησαν ελλείψει ενοχοποιητικών στοιχείων.

Κεραυνοβόλα κινήθηκαν οι Αυστριακοί στη Δαλματία,τη Βιέννη και την Πέστη. Όλοι οι συλληφθέντες στο άνθος της ηλικίας: ο Ρήγας ετών 40, ο Αργέντης έμπορος Χιώτης ετών 31, ο Κορωνιός, έμπορος και λόγιος από τη Χίο, ετών 27, ο Καρατζάς, από την Κύπρο, ετών 31. Ο Τουρούντζιας, έμπορας από τη Σιάτιστα, ετών 22, ο Ιωάννης Εμμανουήλ, φοιτητής της Ιατρικής ετών 24, και ο αδελφός του Παναγιώτης, εμποροϋπάλληλος στον οίκο Αργέντη, ετών 22. από την Καστοριά και με μητέρα από τη Σιάτιστα.

Η ανάκριση απέδειξε ότι << οι φυλακισθέντες εσκόπουν την απελευθέρωσιν της Ελλάδος από της τουρκικής κυριαρχίας>> ( Σπύρου Λάμπρου, Αποκαλύψεις περί του μαρτυρίου του Ρήγα, σελ. 77). Στις 3 Μαϊου ο ανταποκριτής του Γαλλικού Μηνύτορος /εφημερίδας (μηνύτωρ= πληροφοριοδότης) στο Σεμλίνο έγραφεν: <<. Είδομεν εντεύθεν διερχομένους οκτώ Έλληνας συλληφθέντας εν Βιέννη ως αυτουργούς επαναστατικών προκηρύξεων και παραδοθέντας εις την Τουρκίαν ως υπηκόους αυτής. Ήσαν δεμένοι ανά δύο, συνώδευον δε αυτούς 24 στρατιώται>. Στις 10 Μαϊου παραδίδονται στον καϊμακάμη του Βελιγραδίου, τον ανώτερο αξιωματούχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και για 45 μέρες βασανίζονται στα υπόγεια του πύργου Neboiss. Στις 24 Ιουνίου 1798 στραγγαλισμένοι ρίχνονται στον Δούναβη.

Οι Μαρκίδες Πούλιου διέφυγαν τον θάνατον, επειδή ήταν αυστριακοί υπήκοοι. Οι αγωνιστές Μαρκίδες Πούλιου όμως δεν υπονόμευσαν την ασφάλεια της χώρας όπου ζούσαν, αλλά η Αυστρία τους συνέλαβε. Δεν έφτασε στο σημείο να θυσιάσει υπηκόους της, αρκέστηκε στην εξορία τους. Τον θάνατο διέφυγε και ο Κωνσταντίνος Δούκας λόγω ρωσικής υπηκοότητας. Η κατηγορούσα αρχή στους συλληφθέντες βρήκε ότι << Ο Πούλιος ενοχοποιείται ότι τύπωσε την περιβόητον προκήρυξιν του Ρήγα εις το τυπογραφείον τους 3.000 αντίτυπα χωρίς να υποβάλλη το χειρόγραφον προηγουμένως εις την λογοκρισίαν προς έγκρισιν….Παρά τω Πουλίω ετυπώθη ακόμη και το βιβλίον ….>>. Η αυστριακή αστυνομία δημεύει την περιουσία των Μαρκίδων και τους εξορίζει.

Ο Γεώργιος εξορίστηκε, πήρε άσυλο στη Γαλλία, πήγε στην Αγκόνα, όπου δρούσε κέντρο επαναστατικών πυρήνων με προορισμό την Ελλάδα, και τελικά εγκαταστάθηκε στη Νυρεμβέργη. Πέθανε το 1830 και θάφτηκε σε οικογενειακό τάφο στη γειτονική πόλη Φυρτ. Ο Πούλιος Μαρκίδης Πούλιου, που βρισκόταν εκτός της αυστριακής επικράτειας όταν συνελήφθη ο αδερφός του, κατέβηκε με μια ομάδα δημοκρατών στην Ιταλία για να τεθεί στην υπηρεσία του Ναπολέοντα και κατέληξε στη Βενετία για να συνεχίσει την εκδοτική του δράση. Επιδίωξε να βγάλει εφημερίδα στην Ιόνιο Πολιτεία. Για την τελευταία φάση της ζωής του δεν υπάρχουν τεκμηριωμένα βιογραφικά στοιχεία.

Οι Μαρκίδες ήσαν φωτεινά πνεύματα, μυημένοι στις ιδέες του γαλλικού διαφωτισμού, πρωτοπόροι του Νεοελληνικού διαφωτισμού, πραγματικοί αρωγοί του απελευθερωτικού αγώνα, διακινδύνευσαν τη ζωή τους και χάρισαν την περιουσία τους υπηρετώντας τις ιδέες της λευτεριάς και της δημοκρατίας. Πόσο τυχερός στάθηκε ο Ρήγας που στην πορεία του συναντήθηκε με τους Σιατιστινούς πατριώτες, αλλά και πόσο ο υπόδουλος Ελληνισμός! Χωρίς τους αδελφούς Μαρκίδες, ο σπόρος της ελευθερίας θα ήταν δύσκολο να καρποφορήσει.

Η Εφημερίδα τους, με την τεράστια απήχησή της στον απόδημο ελληνισμό, έδωσε ώθηση στο κίνημα της απελευθέρωσης του ελληνισμού, με τον επηρεασμό και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Δίκαια, θεωρούνται πρωτεργάτες της απελευθέρωσης και πρόδρομοι της ελληνικής τυπογραφίας και δημοσιογραφίας, που με το έργο τους σημάδεψαν την ιστορία της, με το τολμηρό εθνικό έργο συνένωσαν την ειδησιογραφική ενημέρωση με τον πολιτικό λόγο. Για να τιμήσουν τους αδελφούς Μαρκίδες Πούλιου οι Έλληνες της Βιέννης, στα 1957 στην είσοδο του τυπογραφίου στην οδό Roterturm αριθ. 21 εντοίχησαν τιμητική μαρμάρινη πλάκα.

Χωρίς τη συνδρομή των νέων αυτών της Μακεδονίας και των άλλων συντρόφων τους στο επαναστατικό κίνημα του Ρήγα, συνδρομή που μαρτυρεί την καθολικότητα του εγχειρήματος και τη συμμετοχή στα τολμηρά εκείνα σχέδια είναι αμφίβολο αν αυτό θα κατείχε τη θέση που σήμερα κατέχει στ΄απελευθερωτικά κινήματα και στην ιστορία των Βαλκανικών λαών. Και όπως έγραψε ο Σπύρος Λάμπρου πανεπιστημιακός δάσκαλος, <<ο Ρήγας Βελεστινλής, δεν δύναται να εννοηθή άνευ των συνεργατών του, διότι υπήρξαν οι παρ΄αυτού μυηθέντες, οι μετ΄αυτού συνεργασθέντες, οι μετ΄αυτού συμμαρτυρήσαντες>>.

Το έθνος θρήνησε τον θάνατο των παλικαριών και ο Αδ. Κοραής συνέθεσε τον θρήνο του: <<Εκχέεται το γενναίον ελληνικόν αίμα από τας βλέβας των και ίπταται η μακαρία ψυχή των, δια να συγκατοικήση με όλων των υπέρ Ελευθερίας αποθανόντων τας αοιδίμουςψυχάς>>.

Η παράδοση του Ρήγα και των συνεργατών του ήταν μια εμπορική συναλλαγή του Υπουργείου Εξωτερικών της Αυστρίας με την Τουρκία. Η απολυταρχική Αυστρία, για την επονείδιστη αυτή πράξη που ήταν τελείως αντίθετη στα φιλελεύθερα αισθήματα των αγωνιζομένων για την ελευθερία μικρών λαών, αλλά και που αντέβαινε στους κανόνες του διεθνούς δικαίου γιατί οι κατηγορούμενοι μόνον για πολιτικά εγκλήματα διώκονταν, έλαβε ως αντάλλαγμα από την Τουρκία την ελεύθερη ναυσιπλοϊα στον Δούναβη και τις ευχαριστίες της τουρκικής κυβέρνησης, γιατί στην ουσία η Αυστρία υπήρξε ο δήμιος των Ελλήνων πατριωτών. Ανταλλαγή, λοιπόν, ελληνικού αίματος με πρώτη αντιπαροχή την αμέσως επακολουθήσασα ελεύθερη ναυσιπλοϊα αυστριακών πλοίων στον ποταμό Δούναβη.

Αποφασιστικότητα και φιλοπατρία οι Σιατιστινοί επέδειξαν και επί του πατρίου εδάφους. Επανειλημμένα από την επανάσταση των Ορλωφικώ νκαι έπειτα απέκρουσαν επιδρομές Τουρκαλβανών και Γκέκιδων,οι οποίοι επιδίδονταν σε λεηλασίες και βιαιότητες εναντίον ελληνικών πόλεων και χωριών, εκμεταλλευόμενοι την εξαγρίωση των Τούρκων λόγω των ελληνικών επαναστάσεων. Ήταν φυσικό η πλούσια και ακμάζουσα Σιάτιστα να επισύρει τα άπληστα βλέμματα των Τουρκαλβανών.

Οι Σιατιστινοί αφενός μεν απέκρουαν τις επιδρομές εναντίον της πόλης τους και αφετέρου οργάνωναν σώματα ενόπλων που πολεμούσαν στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στη Ρούμελη και στον Μοριά. Οι Σιατιστινοί που τόσα πρόσφεραν στην ελευθερία του έθνους πριν την επανάσταση, δεν υστέρησαν και όταν εξερράγη. Θα αναφερθώ στο γνήσιο τέκνο της Σιάτιστας τον Νικόλαο Κασομούλη, για τον οποίο ερίζουν η Κοζάνη, το Πισοδέρι και η Βλάστη όπως συμβαίνει με τους μεγάλους άντρες.

Ήταν ένα Δυτικομακεδόνας ήρωας. Αλλά όσοι έχουν αμβιβολίες για την καταγωγή του Κασομούλη από τη Σιάτιστα, καλό είναι να καταφύγουν στα έργα του φιλόλογου, ερευνητή και συγγραφέα Δημήτρη Μιχαήλ Σιάσιου: <<Οι Κασομούληδες του 1821και η Σιάτιστα>>(2011) και <<Ο πολέμαρχος της εθνικής παλιγγενεσίας-Νικόλαος Κασομούλης >> (Αθήνα, 2013) που μελετά πρωτότυπες έγκυρες πηγές και όχι σχόλια. Να αναζητηθεί η αλήθεια στον ιστορικό Ι. Βαστραβέλλη στα Μακεδονικά της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (τ.α΄ σελ. 550-555, εν Θεσσαλονίκη 1940 ) καθώς και στον ερευνητή λογοτέχνη Γιάννη Τόζη στα Μακεδονικά της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (τ.α΄, εν Θεσσαλονίκη 1940) και να μελετήσουν τη βιβλιοκρισία που έγινε στα σχόλια του Βλαχογιάννη όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των Στρατιωτικών Ενθυμημάτων του Κασομούλη.

Ο Γιαννης Τόζης (σελ.556-561) επισημαίνει τις ανακρίβειες στα σχόλια, σκόπιμες ή τυχαίες. <<Μου δόθηκε άλλοτε ή ευκαιρία νά εξάρω τήν αξία καί τίς άλλες αρετές του πρώτου τόμου τών Ενθυμημάτων. Έδώ θά προσπαθήσω νά εξετάσω μερικά μπερδέματα, πολύ ολίγα ευτυχώς, κι’ αυτά οχι όλα άπό φταίξιμο του εκδότη. Πρώτο καί σπουδαιότερο έρχεται τό ζήτημα τής καταγωγής του συγγραφέα των « Στρατιωτικών Ενθυμημάτων ». Είναι ολοφάνερο καί λυπηρό μαζί, ότι στό κεφάλαιο αυτό ό κ. Βλαχογιάννης επηρεάσθηκε ( γιά νά μή πώ παρασύρθηκε ) άπό τόν Π. Λιούφη, Ιστοριογράφο της φιλτάτης μου Κοζάνης. Ή ρητή μαρτυρία τού ‘ίδιου τοΰ Κασομούλη (Α’ σελ. 138) καί του πατέρα του (Α’ σελ. 137) δέν άφήνει τήν παραμικρή αμφιβολία, ότι «πατρίδα» καί τών δύο ήταν ή Σιάτιστα…>>.

Ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Αντώνης Κεραμόπουλος από τη Βλάστη, όταν παρουσίασε τον Α’ τόμο στην Ακαδημία Αθηνών, θεώρησε καλό νά τονίσει ρητά και απερίφραστα ότι ό συγγραφέας του βιβλίου γεννήθηκε «εις τήν πετρήεσσαν Σιάτισταν της Δυτικής Μακεδονίας έκ πατρός Σιατιστέως κλπ.» (Βλ. εφημερίδα «Βόρειος Ελλάς» Κοζάνη, φύλλο 11 Φλεβάρη 1940, σελ. 1 και Πρακτικά τής Άκαδ. Αθηνών τόμ. 15, 1940, σ. 9 έξ.) .Επίσης, ο ακαδημαϊκός Παναγιώτης Κανελλόπουλος γράφει:<< Ο Μακεδών αγωνιστής που ιδιαίτερη πατρίδα του ήταν η Σιάτιστα, ο Νικόλαος Κασομούλης, διηγείται στο έργο του για το πολιορκημένο Μεσαλόγγι …>>. Τέλος, ο αδελφός του σε έγγραφο που αποστέλλει στις 21/6/1865 στην Επιτροπή επί των αγώνων και θυσιών δηλώνει: <<του Ιωάννη Κωνσταντίνου Κασομούλη, του εκ Σιατίστης της Μακεδονίας κατοίκου της περιφερείας Κύμης>>.

Η αλήθεια είναι ότι για την καταγωγή πολλών σημαντικών προσώπων προκαλούνται συζητήσεις και έριδες. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του Κασομούλη. Αυτό οφείλεται, όπως υπογραμμίζει ο Γιάννης Τόζης, <<εν μέρει μέν στην έλλειψη μαρτυριών, βιογραφικών ή και άλλων συγχρόνων γραπτών μνημείων, πολλάκις όμως και στον τοπικιστικό εγωισμό αυτών που ασχολούνται με αυτούς, οι οποίοι θέλουν νά οικειοποιηθούν σημαίνοντας άνδρας ξένης καταγωγής ότι προέρχονται από τη δική τους ιδιαίτερη πατρίδα>>. .

Ο Νικόλαος Κασομούλης ήταν γιος του Φιλικού Κωνσταντίνου Κασομούλη και της Σουλτάνας. Γεννήθηκε στις 20/8/ του1795 ή μεταξύ 1796-1800 ( υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες ως προς την χρονολογία γέννησης).

Ο ιστορικός Ι.Βαστραβέλλης από τη Βλάστη γράφει: <<Ό Νικόλαος Κώστα Κασομούλης ήταν Σιατιστινός, βέβαιο είναι ότι γεννήθηκε καί μεγάλωσε στην Σιάτιστα. Η μητέρα του Κασομούλη Σουλτάνα ήταν Βλατσιώτισσα καί συγγένευε με την οικογένεια των μεγαλοτσελνικάδων Φαρμακαίων. Είχε λοιπόν ό Κασομούλης μέσα του το έξυπνο καί νοικοκυρεμένο πνεύμα τών Σιατιστινών, αλλά καί τήν τόλμη καί τόν πατριωτισμό του βουνήσιου Βλατσιώτσυ.

Απάνω σ’ αυτά τά δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα ξετυλίγεται ολόκληρη ή ζωή του αγωνιστού>>. Στη Σιάτιστα έμαθε τα βασικά του γράμματα αλλά και αργότερα στην Τσαρίτσανη και στις Σέρρες όπου εμπορευόταν ο πατέρας του παρακολούθησε μαθήματα και ο ίδιος ομολογεί με χαρά καί μάλιστα με κάποια αυταρέσκεια ότι «τούτο τό όργανον (=τζιβούρι) το έδιδάχθην συστηματικά άπό διδάσκαλον μουσικόν Όθωμανόν εις…Σέρρας >> . Ο πατέρας εμπορευόταν στη Σιάτιστα, στην Κοζάνη,στη Βλάστη, στην Τσαρίτσανη, στις Σέρρες. (ο πατέρας του από τη φάρα των Τσιάμηδων Πισοδερίου και η μάνα Σουλτάνα Παφίλη, κόρη της Μαρούσκως αδελφής του Γεώργιου Φαρμάκη που είχε γιο τον Γιάννη).

Το 1820 , ο Κασομούλης ερχόμενος από την Αίγυπτο όπου είχε πάει με εμπόρευμα, αποβιβάστηκε στη Σμύρνη όπου και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στη συνέχεια μύησε τον πατέρα του που τότε εμπορευόταν στις Σέρρες.

Όταν ο Νικόλαος επιχειρεί να μυήσει τον πατέρα του, εκείνος θυμάται τις αποτυχίες και λέγει:<<Πρόσεχε, παιδί μου, να μην απατηθούμε καθώς εις τον καιρόν του Τζιάρα και του παπα-Θύμιου Μπλαχάβα και ξαναφανισθούμεν, διότι αυτά τα έκαμα δύο φορές και εις τα δύο ευρέθην απατημένος >>. Στην καρδιά του όμως δεν εχουν θέση οι δισταγμοί, δεν χρειάζεται δεύτερη σκέψη, είναι έτοιμος και πάλι να αφιερωθεί στον αγώνα και <<να προκαταλάβη το μοναστήριον Ηλιόκαλην έξωθεν των Σερρών και να συλλέξη στρατιώτας, παλαιούς φυγάδας και να τους βαστά έως να έλθη η ώρα.

Πρόθυμος ο πατήρ εις τα τοιαύτα, άφησε την δουλειάν του και τίποτες άλλο δεν εφρόντισε παρά πώς να οχυρώση (το μοναστήριον) και πόθεν μέλλουν να κινηθούν. Οι αδελφοί μου Γεώργιος και Μήτρος σύμφωνοι, καθώς και οι υπηρέται όλοι, μετέβημεν …όλοι εις το μοναστήριον >>. Όλη η οικογένεια αφιερώνεται στο <<Νυν υπέρ πάντων αγών>>, στον αγώνα της εθνεγερσίας. Στις Σέρρες υπήρχε σπουδαίο επαναστατικό κέντρο με επικεφαλής τον Μακεδόνα Μητροπολίτη Χρύσανθο από τό Γραμματίκοβο της Νάουσσας. Στις 8 Μαϊου1821, οι Τούρκοι για να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες στις Σέρρες προχωρούν σε φοβερές ενέργειες ώστε να προλάβουν κάθε εξέγερση, αφού είχε γίνει γνωστή η κίνηση στους Τούρκους καί κάθε απόπειρα ήταν καταδικασμένη.

Ο Ν.Κασομούλης, με συμβουλή του πατέρα του <<φεύγα για την πατρίδα και έρχομαι εγώ κατόπι>>, έφυγε για τη Σιάτιστα και έτσι απέφυγε τή σύλληψή του, από την οποία δεν γλύτωσαν οί Σερραίοι Φιλικοί και προύχοντες.. Ο Νικόλαος Κασομούλης γράφει στα Ενθυμήματά του: <<Να μεταβώ εις την πατρίδα όπου ημπορούσα να περιέρχομαι ελεύθερα , κατόπιν να φύγει και ο πατήρ μου με τους αδελφούς μου και λοιπούς εκεί, όπου είχαμεν άσυλα περισσότερα, ως ελευθερώτερα μέρη οπού ήτον πάντοτε>> .Τον Μάϊο του 1821, και με στολή Τούρκου στρατιώτη και μετά από πολλές περιπέτειες, φτάνει στη Σιἀτιστα . << Τέλος το εσπέρας έφτασα εις την Σιάτιστα, εις την Μητέραν μου, εις τας αδελφάς μου, εις τους πατριώτας μου, εις τους συμμαθητάς μου και διδασκάλους μου, αφού δέκα χρόνους δεν είχαν με ιδεί. Κλαύματα συνώδευαν την χαράν και σχεδόν όλους τους συμπολίτας μας>>.

Η μητέρα στην οποία αναφέρεται είναι η μητριά του η Αλεξάνδρα Δαλούκα από τη Σιάτιστα και οι αδελφοί του είναι ετεροθαλείς. Την επόμενη μέρα του ερχομού του, γράφει << Και την αυγήν υπεδέχθην τον Μητροπολίτην και τους προύχοντας και όλας τας τάξεις εις την οικίαν μου>>..Παρίσταντο λοιπόν ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Ιωαννίκιος και οι προύχοντες Νιόπλιος, Παπαγόρας, Παναγιώτης Ναούμ Μοσχοπολιάνος γραμματέας του Τζιαλαλεντίμπεγη και Δημήτριος Χατζημιχαήλ.

Στη σύσκεψη αυτή αποφασίζουν να έλθουν σε συνεννόηση με τους αρματολούς Ασπροποτάμου Ν. Στουρνάρη και Ολύμπου Διαμαντή Νικόλαο. Να στείλουν κατάσκοπο στη Λάρισα ο οποίος <<με ειδοποίησεν ότι εις έναν πόλεμον της Φουντάνας συλληφθείς ο Διάκος , ο Ομέρ πασιάς προχώρησεν εις Γραβιάν>>.. Παράλληλα, να απευθυνθούν προς τον Φιλικό και ευφυέστατο Σιατιστινό Νικόλαο Λασπιά <<να τους περιγράψη τί όργανίζεται αναμεταξύ Σουλιωτών και Άλήπασια »( Α’ σελ. 139 — 142), που ως γραμματέας των πασάδων πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα και τον οποίο η Φιλική Εταιρεία έγκαιρα τον μύησε και φέρεται στον κατάλογο των Φιλικών ως εξής: «Λασπάς Νικόλαος. Σιάτιστα. Πολιτικός. Εμυήθη εις Ιωάννινα το έτος 1819 υπό Κ. Πεντεδέκα. Προσέφερε κατά την μύησιν 300 ρούβλια».

Αποφάσισαν, ακόμη, για όσα ζήτησε από τη Σιάτιστα ο αρματολός Διαμαντής με επιστολή του, γιατί όπως γράφει <<…όλος ο κόσμος έχει έλλειψιν από πολεμοφόδια και να τους οικονομήσωμεν με 1000 οκ. βαρούτι και μολύβι>>, καθώς και αντιπρόσωπο της πόλης για να συσκεφθούν. Αναθέτουν, λοιπόν, στον Κασομούλη να αναλάβει την εκπροσώπησή τους: << εσκέφθημεν, ενέκριναν και ως έχοντα τας σχέσεις των εκ του πατρός μου, και τους τρόπους, ως ανύπανδρον, να επιφορτίσουν εμένα >>. Ο Κασομούλης έπρεπε να αναχωρήσει για την Πελοπόννησο, εξουσιοδοτημένος από τους προκρίτους της Σιάτιστας, με σκοπό να ζητήσει βοήθεια για να ξεκινήσει ο αγώνας στη Δυτική Μακεδονία αφού προηγουμένως θα συνεννοείτο με τους καπεταναίους του Ολύμπου και με τον αρχηγό της επαναστατημένης Χαλκιδικής Εμμανουήλ Παπά.

Γράφει ο Κασομούλης: <<αφήσας όλα του σπιτιού μας εις την διάκρισιν της μητρός, παράβλεψα όλα τα ευτυχή συμφέροντά μου, και εδέχθην το βάρος τούτο υποσχεθείς να εκτελέσω όσον της δυνάμεώς μου>>. Με συγκίνηση περιγράφει ο Κασομούλης τη στιγμή του αποχωρισμού του από την οικογένειά του:<< Η α΄Σεπτ. 1821, προοιμιάζουσα πένθιμος ημέρα ως προς την οικογένειά μου, ήταν οιωνός των δυστυχημάτων μου και αυτών. Εις δέκα χρόνους, μόλις ηξιώθηκαν να με ιδούν πέντε μήνες, καθώς επεθύμουν και ηύχοντο να παρηγορηθούν -και ιδού με υστερούντο. Αι γωνίαι γέμισαν δάκρυα των δύο μικρών αδελφών μου Αικατερίνας και Σουλτάνας και της μητρός μου Αλεξάνδρας και λοιπών συγγενών μου>> ,καταλήγοντας με τη φράση:<< Ασπάσθηκα όλους γλυκά και το χώμα (της Σιατίστης) και είπα:εάν δεν το ιδώ ελεύθερον από τους Τούρκους, να μη το απολαύσω>> (Α΄,138-147).

Στις 1 Σεπτεμβρίου 1821, με 25 πολεμιστές από τη Σιάτιστα, μεταξύ των οποίων ήταν και τα ξαδέλφια του ο Λιώλιος ο Νούσιος κα ο Γεώργιος Νάνος, έρχεται στον Όλυμπο για να συναντήσει τους εκεί αρματολούς για κοινή δράση. Φτάνει στην Καστανιά Πιερίας, όπου βρισκόταν ο αρματολός των Πιερίων Διαμαντής Νικολάου και ο Γούλας Δράσκος με τριακόσιους πολεμιστές και κατόπιν αφού συναντήθηκε με τον Εμμανουήλ Παπά στην Κασσάνδρα, κατευθύνθηκε στο Άργος, όπου βρισκόταν ο Γενικός Επίτροπος της Επανάστασης Δημήτριος Υψηλάντης, για να του ζητήσει να βοηθήσει τον αγώνα της Μακεδονίας. Δυστυχώς, η βοήθεια δεν ήταν αναμενόμενη.

Απογοητεύεται, όταν παρουσιάζεται στο συνέδριο των αντιπροσώπων της Πελοποννήσου στην Τρίπολη 26 /9/21, διαπιστώνοντας ότι δεν θα έχει βοήθεια. Γράφει στα Ενθυμήματά του: <<Οι περισσότεροι οπλαρχηγοί, οίτινες συνιστούσαν την συνέλευσιν δεν ήξευραν ούτε αν υπάρχει Όλυμπος εις την Ελλάδα όχι και αρματολοί παλαιοί και χρήσιμοι δια την επανάστασιν>>. Αντιλαμβάνεται ότι η Μακεδονία δεν έχει να περιμένει καμιά βοήθεια, όταν στις 26 Σεπτεμβρίου στους Μύλους συναντά τον Δημ. Υψηλάντη, που του χορηγεί ελάχιστα πυρομαχικά, μια σημαία και έναν ανίδεο αρχηγό τον Γρ. Σάλα. Και σημειώνει:<<Τοιαύτη αρχήν, οίαν μας παρέστησαν και θαρρούσαμεν να εύρωμεν, δεν υπάρχει>>.

Στις 11 Ιανουαρίου 1822 ο Κασομούλης στη συνέχεια, ως απεσταλμένος των Μακεδόνων οπλαρχηγών, βρίσκεται στη Νάξο για να βρει εθελοντές. (Μεταξύ αυτών ο Θεόφιλος Καϊρης). Εκεί έρχεται και τον συναντά ο Σιατιστινός Δημήτριος Τζίνος, στενός του συνεργάτης, που τον ενημερώνει για την οικογένειά του και για τα γεγονότα στη Μακεδονία, καθώς και για το τέλος της επανάστασης στη Χαλκιδική. Στην επόμενή τους συνάντηση (1822 ) στα Ψαρά και στην Αξιά ο Τζίνος τον ενημερώνει ότι ο πατέρας του πήγε την οικογένεια στη Νάουσα, ενώ ο ίδιος έμεινε στη Σιάτιστα ως ύποπτος, γιατί τον κατηγόρησαν ότι είχε γυιο αποστάτη. Ο Ν. Κασομούλης ( Ενθυμήματα, Α σελ. 179) γράφει για τον πατέρα του: «ότι διαβληθείς ως έχων υιόν αποστάτην έμενε εκεί, οπού οπωσούν προφυλάττονται οι ύποπτοι». Και ο Βλαχογιάννης, στην ίδια σελίδα και στην υποσημ. 5, διευκρινίζει: «Μένουν στη φύλαξη της αρχής και δε φυλακίζονται. Έμεινεν εκεί, στη Σιάτιστα. Φαίνεται, δεν τον αφήσανε να φύγη ως ύποπτος». Πάντως, ο Κ. Κασομούλης γρήγορα φεύγει από τη Σιάτιστα και βρίσκεται στη Νάουσα να πολεμά και να σκοτώνεται.

Στο μεταξύ η Σιάτιστα, ενήμερη για το κίνημα στη Νάουσα, έστειλε τον Γεώργιον Νιόπλιον στα μέσα του Φεβρουαρίου του 1822 στην Παναγία Δοβρά κοντά στη Βέροια όπου θα γινόταν η σύσκεψη των οπλαρχηγών της Νάουσας και των άλλων πόλεων της Μακεδονίας, Καστοριάς και Έδεσσας για τη λήψη αποφάσεων για γενίκευση της επανάστασης στη Νάουσα, στην Καστανιά και στη Σιάτιστα. ( Ζαφειράκης/Νάουσα, Ναούμ/Έδεσσα, Καρατάσος και Γάτσος/Βερμίου, Ι.Παπαρέσκος/Καστοριάς). Η Κήρυξη επανάστασης στη Νάουσα έγινε στις 19 Φεβρουρίου 1822.

Στις 18 Φεβρουαρίου 1822 έρχεται ο Νικ. Κασομούλης από τη Νότια Ελλάδα με δυο Ψαριανά πλοία στη Θεσσαλονίκη, κανονιοβολεί για να τρομοκρατήσει τους Τούρκους και στη συνέχεια πηγαίνει στην παραλία της Πιερίας. Του πρότειναν οι αρχηγοί της επανάστασης του Ολύμπου να μεταβεί στη Σιάτιστα και Κοζάνη και να υποκινήσει εκεί την εξέγερση των Ελλήνων προς απασχόληση των Τούρκων και προς ανακούφιση των δυνάμεων που πιέζονταν στην περιοχή της Νάουσας και του Ολύμπου. << Ο Διαμαντής (Νικολάου )με προσκάλεσε να πηγαίνω αμέσως να επαναστατήσω και ταις χώραις Σιάτισταν και Κοζάνην, να ελαφρώσω το βάρος με εκείνων την επανάστασιν >>

Ο Κασομούλης, βλέποντας την αταξία και αναρχία που επικρατούσε εκεί αλλά και την ανεπαρκή ενίσχυση από μέρους των Νοτίων καθώς και την ανικανότητα του Σάλα, απέφυγε να υλοποιήσει την εξέγερση στη Δυτική Μακεδονία, πεπεισμένος πλέον ότι δεν θα προέκυπτε κανένα κέρδος με την επανάσταση της Σιάτιστας και Κοζάνης, παρά μόνο η σφαγή των κατοίκων και η καταστροφή των ελληνικών αυτών πόλεων. Χρειαζόταν κινήσεις πιο επιφυλακτικές, πιο προσεκτικές. Άλλωστε και οι Σιατιστείς ήταν διστακτικοί, γιατί δεν διέθεταν επαρκείς δυνάμεις, αφού πολλοί νέοι είχαν σταλεί νωρίτερα με τον Κασομούλη και άλλους αρχηγούς στον αγώνα και είχαν πολεμήσει και σκοτωθεί στον Όλυμπο και τα Πιέρια και πολλοί στη νότια Ελλάδα.

Έτσι, ματαιώθηκε η εξέγερση στη Σιάτιστα και στην Κοζάνη. Και ο Κασομούλης παίρνει το δρόμο για τη νότια Ελλάδα, ενώ ο πατέρας του μάχεται στη Νάουσα με τον μικρό του γιο Γιάννη, μεταβάλοντας το σπίτι σε προμαχώνα, την ίδια περίοδο που οι άλλοι τρεις γιοι του ο Νικόλαος, ο Γεώργιος και ο Μήτρος αγωνίζονται στην περιοχή του Ολύμπου. Έγραφε στον γιο του Νικόλα: << Παιδί μου Νικόλα, επαναστατήσαμεν και ημείς εδώ και εσκοτώσαμεν τον αγά της Νάουσας και έως 15 Τούρκους ..έπειτα κινήθημεν δια Βέροιαν…>> . Υπολογίζεται ότι χίλιοι ήσαν οι Δυτικομακεδόνες στη Νάουσα. Ακολούθησε η βιβλική καταστροφή της Νάουσας με τον τραγικό επίλογο τη θυσία της Αραπίτσας.

Ο πατέρας του Κ.Κασομούλης σκοτώθηκε στις 18 Απριλίου 1822 στη μάχη της Νάουσας, όπως έμαθε από ένα θείο του στα τέλη του 1822, που του έφερε και τα νέα για την οικογένειά του <<Με διηγήθη ότι ο πατήρ μου, πολεμών δύο ημέρας κλεισμένος εις εν οικίσκον, μετά την έφοδον των Τουρκών εις Νάουσαν, μόνος με τον αδελφόν μου Γιάννην και με την μητέρα μου και αδελφαίς και άλλαις φαμελλιαίς συγγενικαίς , πολεμών ανδρείως εφόνευσεν 18 εχθρούς και έλαβεν τρεις πληγάς….ζήσας 4-5 ώρας έπειτα, απόθανεν έξωθεν των Βοδινών….και ετάφη εις την εκκλησίαν. Εις όλην του την περίστασιν ετήκετο, διότι δεν ήξευρεν τι δρόμον πήραμεν ημείς οι τρεις αδελφοί …μἀλιστα παράγγειλεν, αν ζούμεν και ανταμωθώμεν, με προσοχήν να τρέχωμεν, διότι είμασθον άπειροι και άλλα τοαιαύτα. Δεν εβάσταξα από τα δάκρυα, υστερηθείς τοιούτον πατέραν γενναίον, αχώριστον μικρόθεν και με τοιαύτα αισθήματα εθνικά>>.

Επιπλέον, κινδύνευσαν η μητέρα του και οι αδελφές του, ο αδελφός του Γιάννης τους οποίους έβγαλε από τον οικίσκον ο Μεχμέτ μπέης Διβόλη , παλιός φίλος του πατέρα του, που εγγυήθηκε αντισταθείς στους άλλους Τούρκους που ήθελαν να τους πάρουν αιχμαλώτους. Το ποσό όμως των 25.000 γρόσια ήταν αδύνατο να βρεθεί και οι αιχμάλωτοι κλείνονται στις φυλακές Θεσσαλονίκης. Φίλοι συνέτρεξαν στη δυστυχία αυτή και έμενε πια στον Ν.Κασομούλη να αναλάβει την απελευθέρωσή τους << Διότι εσύ είσαι, λέγει ο θείος του, ο πατήρ πλέον >>. Δυστυχώς, η κινητή περιουσία τους στη Σιάτιστα, που ανερχόταν σε 300.000 γρόσια έφτανε να ελευθερωθούν, να ζήσουν και να παντρευτούν τα κορίτσια, αλλά είχε δημευθεί υπό των Τούρκων

Έγραψε στον Τούρκο φιλική ευχαριστήρια επιστολή, υποσχόμενος την αμοιβή μόλις η περίσταση του το επιτρέψει. Και ο ίδιος καταλήγει:<<Έπρεπε από τούτα όλα να πάρω έν μέτρον, κοντά εις ταις φρονίδαις ταις εθνικαίς . Πώς να απαλλάξω και ταις αδελφαίς μου από την αιχμαλωσίαν>> ( Ενθυμ. Στρατ. Α΄, σσ. 264-266). Στις 29/2/1829 απελευθερώνεται τυπικά η οικογένειά του από τις φυλακές Θεσσαλονίκης ύστερα από διαταγή του Κιουταχή Μεχμέτ Ρεσίτ. Παραμένει όμως αιχμάλωτη έως το 1834, ενώ ο μικρός αδελφός του Γιάννης στο διάστημα 1829-1834 δραπετεύει, έρχεται στην Πελοπόννησο και κατατάσσεται στον στρατό.

Ο Ν. Κασομούλης, αγωνίζεται στη Νότια Ελλάδα, έχοντας μαζί του σώμα αγωνιστών από τη Σιάτιστα και τη γύρω περιοχή, χτυπά τον Δράμαλη και με άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς και αγωνιστές συναντιούνται στην περιοχή του Αχελώου με τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου. << Ανταμωθέντες και με αυτούς εκλαύσαμεν πικρώς την εις Μακεδονίαν και Θεσσαλίαν κατάσταστασίν μας>>, γράφει. Στο μέλλον παραμένει πιστός σύντροφος και γραμματικός του Ν. Στουρνάρη και τον Αύγουστο του 1823 εισέρχεται στο Μεσολλόγι. Στις 5 Ιανουαρίου 1825 αποστέλλεται στο Ναύπλιο .Εκεί τον συναντά τον Μάιο 1825 ο Σιατιστινός Τασιούλας και του παραδίδει επιστολή του Στουρνάρη να επιστρέψει στο Μεσολογγι.

Στις 29 Ιουλίου 1825 επιστρέφει στο πολιορκημένο Μεσολόγγι για να παραμείνει μέχρι την έξοδο. Ο αδελφός του Δημήτιος/Μήτρος αγωνίζεται με τον Κολοκοτρώνη στην Αρκαδία εναντίον του Ιμπραήμ, ενώ το 1826 έρχεται στο Μεσολόγγι όπου πολεμούν και οι αδελφοί του Γεώργιος και Νικόλαος Κασομούλης. Ως γραμματικός των καπεταναίων ο Νικόλαος συντάσσει το πρακτικό της εξόδου καθ΄υπαγόρευση του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ και,παράλληλα, επιφορτίζεται να συντονίσει τις ενέργειες όλων των τμημάτων, για να πετύχει η έξοδος. Ακολουθεί η έξοδος <<….από τον προμαχώνα της ακρογιαλιάς είδα τον αδελφόν μου Μήτρον ορμούντα με το χέρι εις τα μάτια και με το άλλο το γιαταγάνι, και έκτοτε δεν τον ματαείδα…Ήτο 20 χρονών τότες…>>. Ο ίδιος με τον αδελφόν του Γιώργο στη νότια Ελλάδα συνεχίζουν τον αγώνα <<… από το 1821 μέχρι του 1829, τελευταίαν μάχην της Ελλάδος εις Πέτραν Λειβαδείας , υπέρ της Ελευθερίας της πατρίδος μου Ελλάδος…>>.

Μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου, μαζί με το Καραϊσκάκη πολεμούν στη μάχη στο Κερατσίνι στις 5 Μαρτίου 1827, για να εμποδίσουν τον Κιουταχή πασά που πήγαινε να συναντήσει τον Ιμπραήμ για να επιφέρουν το τελικό χτύπημα στον Μοριά. Το αποτέλεσμα ήταν θριαμβευτικό.

Ο αδελφός του Γεώργιος,ενάμιση χρόνο μετά τη βράβευσή του με τον αργυρό σταυρό, φονεύτηκε από τον ληστή Καρανάσο Λοιδωρικιώτη, στις 17 Νοεμβρίου 1837 στην οροφυλακή Φθιώτιδας, ενώ συμμετείχε στην καταστολή των εξεγέρσεων υπηρετώντας ως ανθυπολοχαγός. Η είδηση του θανάτου του δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 3/1-2-1838.Με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, ο Νικόλαος Κασομούλης κατέλαβε διάφορα στρατιωτικά αξιώματα, τόσο επί Καποδίστρια όσο και επί Όθωνα. Τελικά, εξελίχθηκε μέχρι το βαθμό του συνταγματάρχη της Βασιλικής Φάλαγγας, όμως στην ιστορία έμεινε ως στρατηγός. Πεθαίνει το 1871 ή στις αρχές του 1872, υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες. Στην επιτύμβια πλάκα υπάρχει η χρονολογία 10/1/1871. Ο Κώστας Ανδρέου, γιος του αδελφού της Μαριγώς συζύγου του Κασομούλη, σε επιστολή του στις 27/6/1930 που διαβίβασε στον Βλαχογιάννη γράφει ως χρονολογία θανάτου το 1871.

Ο Δυτικομακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης ήταν ένας απόστολος της ελευθερίας, ένας λόγιος επαναστάτης. μορφωμένος με ώριμη σκέψη. Από το 1832 άρχισε να γράφει τις εμπειρίες του από τον Αγώνα, ερμηνεύοντας τα πάντα και ρίχνοντας φως στα γεγονότα, αντικειμενικά αναφερόμενος.Το έργο τελείωσε το 1841 και εκδόθηκε σε τρεις τόμους, ο α΄το 1939, ο β΄1940 και ο τρίτος το 1941, με επιμέλεια του Γιάννη Βλαχογιάννη και με τίτλο: <<Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833>>. Στην έκδοση τών « Ενθυμημάτων>.> του Κασομούλη συνέβαλε βέβαια η πρωτοβουλία και η συμβολή του Φιλίππου Δραγούμη από το Βογατσικό , ενώ η Πάγκειος Επιτροπή με πράξη υπ αριθμό 402 της 17ης Ιουνίου 1930 ανέλαβε τη δαπάνη της εκτύπωσης των « Ενθυμημάτων ».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα Ενθυμήματα παρουσιάζει η μαρτυρία του Κασομούλη σχετικά με την ιστορία του κλεφτοαρματολισμού, που την έγραψε τελευταία καί <<την έβαλε , όπως γράφει ο ι.Βασδραβέλλης, σωστή κορώνα στην εργασία του.Εδώ μας παρουσιάζεται σωστός συγγραφέας με μεστωμένη σκέψι καί συνθετική δύναμη αξιοπρόσεκτη. Είναι ό μόνος καί μοναδικός Ιστοριογράφος του έλληνικού αρματωλισμού, Ενα θέμα άπό τα πιο δύσκολα>>.

Η σημασία των « Ενθυμημάτων>> για τη νεότερη Ιστορία μας είναι σημαντική και ακόμη σημαντικότερη γιά την ιδιαίτερη ιστορία της Βόρειας Ελλάδας. Ο Κασομούλης μιλά για τον αγώνα ανεξαρτησίας στη Μακεδονία, αλλά και τους αγώνες των Μακεδόνων στην απελευθέρωση του Μοριά και της Ρούμελης. Ενδιαφέρον, επίσης, έχουν και τα σχετικά με την πολιορκία του Μεσολογγίου, παραστατικά περιγράφοντας ο Κασομούλης τις σκηνές που προκαλούν δέος. Και όπως γράφει ο Ι. Βαστραβέλλης: <<Ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα βωμοί καί τρόπαια καί τελετές καί αγάλματα καί προτομές στήνονται για νά δοξάσουν τους στρατηγούς καί ναυάρχους του μεγάλου μας αγώνα του 1821, έδώ ψηλά λησμονιά καί πάχνη σκέπαζε ως τώρα θυσίες κι’ ανδραγαθήματα, καταστροφή και έρήμωσι που τράβηξαν οί Μακεδόνες, οι αθάνατοι αυτοί νεκροί, οι προπομποί στο απελευθερωτικό ξεσήκωμα του Έθνους μας.

Ανάμεσα λοιπόν σ΄ αυτή τή λησμονιά ξεπήδησε τελευταία ο πρώτος τόμος των “Στρατιωτικών Ενθυμημάτων της Επαναστάσεως τών Ελλήνων” του Μακεδόνος άγωνιστοΰ του 21, του Νικολάου Κ. Κασομούλη>>.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι οι Δυτικομακεδόνες υπήρξαν συνεχιστές της Πανελλήνιας Ιδέας, την οποίαν ενεφύσησαν οι αρχαίοι Μακεδόνες στους απογόνους τους, αγωνίστηκαν σε όλο τον ελληνικό χώρο, στον Δούναβη και την Κρήτη, στα Ψαρά και το Σούλι, στη Μεσσηνία και την Εύβοια και ήσαν<< άνδρες άγαν πατριώται, αφιλοκερδείς, καρτερικοί εις κακουχίας και στερήσεις, ανδρείοι εν πολέμω και ευπειθέτατοι(ευπειθέστατοι)>>.

Η Σιάτιστα υπήρξε στην περίοδο της οθωμανιικής κυριαρχίας το θερμοκήπιο των ελληνικών γραμμάτων με μεγάλη διαβαλκανική και πανευρωπαϊκή εμβέλεια και ταμείο των πνευματικών επιδόσεων σημαντικών λογίων. Ενδεικτική επιβεβαίωση της ακτινοβολίας αυτής αποτελεί το γεγονός ότι ο Γάλλος J.AAncel το 1930 ονομάζει τη Σιάτιστα <<καταφύγιο της ανεξάρτητης ελληνικής σκέψης>>.

Ποτέ η Σιάτιστα δεν έπαυσε να αγωνίζεται κατά των Τούρκων.Τη σκυτάλη πήρε η καπετάνισσα Περιστέρα Κράκα το 1878 και όταν το 1912 εισήλθε ο ελληνικός στρατός στη Σιάτιστα την βρήκε ελεύθερη με τις δικές της δυνάμεις, ενώ η μεγαλύτερη Ελληνίδα ζωγράφος Θάλεια Φλωρά-Καραβία από τη Σιάτιστα αποτύπωνε στην πρώτη γραμμή τον πόλεμο της απελευθέρωσης της Μακεδονίας. Είναι χρέος μας η αναφορά στους αγώνες της Σιάτιστας και της περιοχής του Βοϊου αλλά και της Δυτικής Μακεδονίας. Το χρωστάμε στους αγωνιστές της Μακεδονίας και στους νέους για να γνωρίζουν το μεγαλείο των προγόνων και να είναι αντάξιοί τους.

(Στη Σιάτιστα ήταν δυο οικογένειες που έφερνα<ν> το όνομα Τσιάμη, που έφερνε και ο Κασομούλης. Από τη μια οικογένεια που έχει το σπίτι κοντά στην απάνω Αγορά, του γουνοποιού Νικολάου Τσιάμη, σώζεται (ζει) η κόρη του Γαρυφαλλιά Φούσκα. Αυτήν είδαμε και σε ερώτηση σχετική μάς απάντησε: «Είχαμε ένα συγγενή Κώσταν Τσιάμη. Αυτός κατοικούσε στο σπίτι που κάθομαι τώρα εγώ, ήταν πολύ ευκατάστατος.

Τα απέναντι σπίτια ήταν όλα δικά του και τα είχαν για (ξενώνες) μουσαφίρικα. Τον καταδίωκαν οι Τούρκοι και ήθελαν να τον πιάσουν· του πήραν τα κοσμήματα και πολλά άλλα πράματα που είχε κρυμμένα σε μια κρυψάνα, που κάποιος την πρόδωκε στους Τούρκους. Στους Τούρκους ήταν γνωστός με το όνομα Τσιάμης. Ύστερα πήρε το όνομα Κασομούλης. Ο Κώστας είχεν υιόν Νικόλα στην Αθήνα. Ο Νικόλας τον πατέρα μου, που λέγονταν επίσης Νικόλας, τον ζήτησε στην Αθήνα και πήγε, τον είχε πρώτον εξάδελφο. Όταν γύρισε <ο πατέρας μου>, τον δεχτήκαμε φραγκοφορεμένο. Π 318 Ιστορικά σημειώματα περί Σιατίστης και Λαογραφικά αυτής Αντρέπονταν να τον παρουσιάζει με τα αντεριά στον κόσμο των Αθηνών και του φόρεσε πανταλόνια».

Αυτά μας είπε η ανεψιά του και ύστερα από αυτά το ζήτημα της καταγωγής του Κασομούλη είναι, νομίζω, λελυμένο. Ο Κασομούλης είναι Σιατιστινός78. Προβαίνομε τώρα στη

Προβαίνομε τώρα στην έκθεση των βιογραφικών πληροφοριών, όσες μπορέσαμε να περισυλλέξομε, προπάντων από το έργο του «<Στρατιωτικά> Ενθυμήματα». Λοιπόν, ο Νικόλαος Κασομούλης γεννήθηκε στη Σιάτιστα στα 179279. Εμαθήτευσεν στα σχολεία της Σιάτιστας, όπου άκουσε τον έξοχο διδάσκαλο (379) Αργύ<ριο> Παπαρρίζου. Άμα τελείωσε τη σπουδή στη Σιάτιστα, πήγε στην Αλεξάνδρεια και απ’ εκεί ήρθε στα Σέρρας και από τα Σέρρας στη Σιάτιστα στα 1821, όταν είχε γίνει η αποστασία στις Ηγεμονίες του Δούναβη, για την οποία είχε μάθει ότι είχεν αποτύχει.

Το ό,τι αποβλέπει (αφορά) την παραμονή του στη Σιάτιστα αφήνομε να μας <το>διηγηθεί ο ίδιος, με τη χάρη και <την> αφέλεια που τον χαρακτηρίζουν. «Συναχθέντες όλοι οι πολίται πανταχόθεν, δεν ηξεύραμεν τι να κάμωμεν. Στρατεύματα καθημερινώς απερνούσαν δια Ιωάννινα από Σιάτιστα και Κοζάνην». (Από τη Σιάτιστα έστειλε πεζούς στο<ν> Στουρνάραν, στη Λάρισα, στο τμήμα Αικατερίνης80 να μάθει τα της Κασσάνδρας). Εν Σιατίστη «ο Μητροπολίτης, ο Νεόπουλος, ο Παπαγόρας, ο Κος <Παν.> Ναούμ Μοσχοπολιάνος γραμμ<ατεύς> ποτέ <του> Τζια <λα>λεντίνμπεγη, Δημ. Χ΄΄Μιχαήλ και άλλοι συνελθόντες περί πληρεξουσίου, αφού αρκετά εσκέφθημεν, ενέκριναν και ως έχοντα τας σχέσεις των εκ του πατρός μου, και τους τρόπους, και <ως> ανύπανδρον, να επιφορτίσουν εμένα.

Ο ζήλος μ’ ευκόλυνεν <να παραβλέψω> και τα έξοδα και την διάβασιν και τους κινδύνους και τα συμφέροντα, <ακόμη δε και> ταις προξενιαίς των ευγενών και ωραίων και σεμνών παρθένων των δυο πολιτειών εκείνων (Σιατίστης και Κοζάνης) αφήσας όλα του σπιτιού μας εις την διάκρισιν της μητρός – και της φοράς, 81 παράβλεψα (μ’ όλον οπού πρόβλεπα τας δυστυχίας) όλα τα ευτυχή συμφέροντά μου, και εδέχθην το βάρος τούτο υποσχεθείς να εκτε

Μεταξύ αυτών ήταν και οι δυο εξάδελφοί του αξιωματικοί, ο Γεώργιος Νάνος (Μπακαμίσιος) και ο Λιώλιος Νούσιας <Ενθυμήματα, τ. Α΄, σελ. 171> (πατέρας του Δημητρίου Νούσιου).

Θεοδώρα Λειψιστινού

Φιλολογος-συγγραφέας

Πηγή:fonografos.net