Έφυγε χθες από την ζωή ο γνωστός δημιουργός και λαογράφος Νίκος Πιστικός σε ηλικία 95 ετών.

Ο Νίκος Πιστικός που υπήρξε για αρκετά χρόνια συνεργάτης της εφημερίδας μας με λαογραφικά κείμενα από την ζωή της παλιάς Καστοριάς. Ήταν ο καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε τις περίφημες μικρογραφίες των αρχοντικών και πολιτιστικών μνημείων της Καστοριάς τα οποία και «διέσωσε» αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, για μια Καστοριά που δεν υπάρχει πια.

Αν και ο ίδιος δήλωνε ταπεινά «κουρέας» γιατί αυτό ήταν το κύριο επάγγελμα της νιότης του, τα έργα του όμως θαυμάστηκαν και θαυμάζονται ακόμα από καταξιωμένους αρχιτέκτονες και δημιουργούς παγκοσμίου εμβέλεια.

Ο κύριος Νίκος όπως συνηθίσαμε να τον αποκαλούμε, γεννήθηκε στην Καστοριά από πρόσφυγες γονείς αμέσως μετά τον ξεριζωμό τους από την Μικρά Ασία. Και έζησε όλα τα δραματικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας, τα οποία αποτύπωσε με θαυμαστή μνήμη στις σελίδες της Καστοριανής Εστίας το 2015.

Ένα από αυτά που αποτελεί και αυτογραφικό με τίτλο «Τρεις γενιές προσφύγων» το αφιερώνουμε σήμερα στην μνήμη του και του ευχόμαστε Καλό Ταξίδι το τελευταίο μακριά από την αγαπημένη του Καστοριά.

Η κηδεία του θα γίνει σήμερα στις 12 το μεσημέρι από τον Ιερό Ναό Αγίων Πάντων

Η Καστοριανή Εστία εκφράζει τα θερμά της συλλυπητήρια στην οικογένεια του αείμνηστου Νίκου Πιστικού

Τρεις γενιές προσφύγων! Από μια αφήγηση του κ. Νίκου Πιστικού στην Καστοριανή Εστία

Η οικογένεια του κ. Νίκου Πιστικού, είναι μια χαρακτηριστική προσφυγική οικογένεια, που την μοίρα της καθόρισαν οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο, των δύο τελευταίων αιώνων.

Η καταγωγή της προέρχεται από την ιστορική Μάνη, την βραχώδη “μυτιά” στο τελευταίο άκρο της Πελοπονησιακής χερσονήσου.
Ήταν η εποχή που στην Μεσόγειο κυριαρχούσαν οι αδίστακτοι αλγερινοί πειρατές οι οποίοι είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των παράκτιων πόλων και των νησιών του Αιγαίου πελάγους.
Όταν έμπαιναν στα σπίτια των τρομοκρατημένων κατοίκων, δεν άφηναν τίποτα όρθιο! Άρπαζαν τα πάντα. Από ζωντανά μέχρι ανθρώπους, τους οποίους αργότερα πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής!

Κάτω από αυτές τις συνθήκες πολλοί άνθρωποι της Μάνης, πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, αναζητώντας μια καλλίτερη τύχη και περισσότερη ασφάλεια στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Ανάμεσά τους και ο παππούς του κ. Νίκου Πιστικού (που τότε δεν λέγονταν Πιστικός αλλά Τοψακάλης) πήρε την μεγάλη απόφαση και βρέθηκε στη Προποντίδα, σε κάτι χωριά που τα έλεγαν “Πιστικά” και από τότε έβαλε στην θέση του επωνύμου του, τον τόπο που φιλοξενήθηκε στην ξενιτιά.

Εκεί παντρεύτηκε και απόκτησε τρία παιδιά, τον Δημήτρη, τον Νικόλα και την Κυριακή.
Όταν πέθανε όμως, κάποιος γείτονας συμβούλεψε την μητέρα και τα τρία ανήλικα παιδιά, να πάνε στην Απολλωνιάδα, γιατί εκεί είχε πολλούς χριστιανούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να τους προσφέρουν στέγη και δουλειά για να επιβιώσουν.

Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωσαν και ήρθε η ώρα τα δύο αγόρια να καταταγούν στον τουρκικό στρατό.

Ο Δημήτρης Πιστικός παρουσιάστηκε κανονικά το 1907 και τον έστειλαν να υπηρετήσει την θητεία του στην Καστοριά, μαζί με τρεις άλλους συνομήλικους συμπατριώτες του.
Ενώ ο άλλος αδερφός, που δεν παρουσιάστηκε να καταταγεί, τον συνέλαβαν και τον έστειλαν εξορία στο Ντιγιαρμπακίρ, απ΄ όπου χάθηκαν εντελώς τα ίχνη του…
Ο Δημήτρης που βρέθηκε στην Καστοριά, γνώρισε πολλούς καστοριανούς, γιατί εκκλησιάζονταν κάθε Κυριακή στην Μητρόπολη.

Μάλιστα τότε συνέπεσε και μια μεγάλη γιορτή που έγινε στο γήπεδο, διότι οι τούρκοι γιόρταζαν την θέσπιση του πρώτου Συντάγματος, που το έλεγαν “Χουριέτ” από τους λεγόμενους Νεότουρκους.

Όταν το 1922 ήρθε ο καιρός της ανταλλαγής των πληθυσμών Ελλάδος και Τουρκίας, με την συνθήκη της Λωζάνης, ο Δημήτριος Πιστικός, που ήταν προετοιμασμένος γι΄ αυτό, γιατί είχε ακούσει νωρίτερα ότι θα γίνει η ανταλλαγή, επέλεξε να εγκατασταθεί στην Καστοριά, την οποία γνωρίσε σαν στρατιώτης.

Ήξερε ότι η Καστοριά είχε την λίμνη της, με τα πολλά ψάρια και θα μπορούσαν να ζήσουν απ΄ αυτήν.

Έτσι παρέσυρε κι άλλους συμπατριώτες του και όλοι μαζί πήραν την ίδια απόφαση.

Με το καράβι βγήκαν στο λιμάνι, της Θεσσαλονίκης και την άλλη μέρα πήραν το τρένο για το Αμύνταιο. Από εκεί με τα ζώα που είχαν μαζί τους οι αγωγιάτες, έφθασαν στο Μαύροβο και στην συνέχεια με τα καράβια της λίμνης αποβιβάστηκαν στην Καστοριά.

Ο ερχομός των προσφύγων διαδόθηκε πολύ γρήγορα στην Καστοριά και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να τους δουν από κοντά, σαν… αξιοθέατα περισσότερο, παρά σαν ξεριζωμένους ομοεθνείς τους, που ήρθαν από τα βάθη της Μικράς Ασίας!

Χαρακτηριστική ήταν η φωνή που ακούστηκε από το πλήθος, μόλις έφθασαν κάπου στο Ντουλτσό οι πρώτοι πρόσφυγες:
– Αμπρέ άνθρωποι σαν και μας είναι κι αυτοί, προκαλώντας τρανταχτά γέλια στο πλήθος!
Ένα μέλος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, ανέλαβε να τους εγκαταστήσει προσωρινά στα σπίτια που άφησαν πίσω τους οι τούρκοι, μέχρι να έρθουν και οι υπόλοιποι πρόσφυγες για να συμπληρωθούν οι καταστάσεις με τα μέλη των οικογενειών τους.

Η οικογένεια Πιστικού εγκαταστάθηκε ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, σ΄ένα σπίτι που βρισκόταν στην ανηφόρα προς το Τσαρσί, στη θέση που είναι σήμερα το κατάστημα του Βασίλη Βουϊτση. Και δύο μήνες αργότερα γεννήθηκε ο μικρός Νίκος.

Μετά το 1923 τους δόθηκε με παραχωρητήριο το σπίτι ως οριστική κατοικία στην νότια παραλία της λίμνης.

Οι περισσότεροι πρόσφυγες “βολεύτηκαν” στα παλιά τούρκικα σπίτια, που βρίσκονταν στο εσωτερικό της πόλης, ενώ για τους υπόλοιπους το κράτος έχτισε καινούργια στον συνοικισμό της Καλλιθέας, που τότε ήταν δασική έκταση.

Οι πρόσφυγες από την Απολλωνιάδα, που έβλεπαν στην Καστοριά μια προσομοίωση της πρώτης πατρίδας τους, που άφησαν πίσω, ασχολήθηκαν από την πρώτη στιγμή με το ψάρεμα στην λίμνη.
Εκείνη την εποχή, λίγο πιο πέρα από την “Μύτκα”, υπήρχε ένα θεόρατο πλατάνι, σαν αυτό της Μαυριώτισσας, που έγραψε την δική του ιστορία για δύο κυρώς λόγους:

Ο ένας λόγος είναι γιατί στον ίσκιο του έστησε την παράγκα του ένας πλανώδιος παπουτσής, ο οποίος γύριζε όλους τους “μαχαλάδες” της Καστοριάς και αφού μάζευε τα παπούτσια των πολιτών, πήγαινε εκεί να τα “μπαλώσει” με την ησυχία του.

Από τότε το πλατάνι ονομάστηκε “παπουτσάδικο” ή “του Τσινάρη” προφανώς από το όνομα του ιδιοκτήτη της παράγκας που βρίσκονταν από κάτω του.

Παράλληλα όμως ο “μπαλωματής” ήταν και επιδέξιος ψαράς και πάντα κουβαλούσε μαζί του τα σύνεργα του ψαρέματος. Όταν δεν είχε δουλειά ψάρευε στην λίμνη για να τρώει πάντα τηγανητά, τα νόστιμα ψάρια της.

Ο μοναχικός αυτός τύπος, που κανείς δεν γνώριζε από που “κρατάει η σκούφια” του, φαίνεται ότι ήξερε από ψάρεμα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που διάλεξε εκείνη την περιοχή για να εγκαταστήσει την καλύβα του.

Απέναντι από το πλατάνι οι ψαράδες έβγαζαν τα πιο πολλά και τα πιο “καθαρά” ψάρια που είχαν κίντρινο χρώμα σαν φλουρί γιατί ζούσαν σε πετρώδη εδάφη.

Ενώ αντίθετα τα ψάρια που έβγαζαν από το Χασάν Κατή, είχαν χρώμα μαυριδερό και μύριζαν βάλτο!

Αυτή την λεπτομέρια, μόνο οι παλιοί καστοριανοί ψαράδες γνώριζαν και προτιμούσαν πάντα τα πρώτα για το καθημερινό τους πιάτο.

Όλα αυτά βέβαια ο κ. Νίκος Πιστικός τα έμαθε από τον πατέρα του, που άκουγε σαν παραμύθια τις κρύες νύχτες του χειμώνα, όταν όλη η οικογένεια μαζεύονταν γύρω από το μαγκάλι για να ζεσταθεί.

Σήμερα στα 92 χρόνια του, ο κ. Νίκος αναλογίζεται μ΄ όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, μήπως ήρθε η ώρα να… τριτώσει το κακό!

Οι πρόγονοί του ξενητεύθηκαν από την Μάνη στην Τουρκία κι απ΄ την Τουρκία στην Καστοριά…

Άραγε τώρα που αλλού;

Πηγή:https://www.kastorianiestia.gr/